Η βούληση της ισχύος στον στοχασμό του Παναγιώτη Κονδύλη, του Σωτήρη Αμάραντου
Ο Κονδύλης και η μετακαντιανή παράδοση
Το δοκίμιο του Σωτήρη Αμάραντου αποτελεί μια ευπρόσδεκτη συμβολή στη σχετική με το έργο του Κονδύλη συζήτηση, εμπλουτίζοντας την εγχώρια γραμματεία με την πρώτη απόπειρα αποτίμησής του στον ορίζοντα της μετακαντιανής βουλησιαρχικής γενεαλογίας.
Σε προηγούμενη συνάφεια έχουμε αναφερθεί α) στις υποδειγματικές μελέτες τού Παναγιώτη Κονδύλη στην ιστορία των ιδεών, β) στη βουλησιαρχική προσέγγιση του Arthur Schopenhauer ως συνιστώσα τής πνευματικής παράδοσης της Φυσιοφιλοσοφίας (με αφορμή την απόπειρα αρτίωσης της χρωματικής θεωρίας τού Goethe) και γ) στον «μεταϋπερβατολογικό» χαρακτήρα τού κεντρικού επιχειρήματος του Gilles Deleuze. Επομένως αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη η δημοσίευση του δοκιμίου του Σωτήρη Αμάραντου «Η βούληση της ισχύος στον στοχασμό του Παναγιώτη Κονδύλη» δεδομένου ότι επιτρέπει μια ορισμένη σύνδεση αυτών των νημάτων σκέψης. Η μελέτη τού Αμάραντου στέκεται ιδιαίτερα στα προβλήματα θεμελίωσης προκειμένου να προσδιορίσει την εσωτερική συνοχή και τις αξιώσεις πρωτοτυπίας τής κονδυλικής θέσης, ενώ επιμένει στην ανίχνευση των οφειλών της προς την τοποθέτηση του Schopenhauer. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τη συγκριτική αντιπαραβολή τής κονδυλικής «περιγραφικής θεωρίας τής απόφασης» με την «κοσμοσυστημική γνωσιολογία» τού Γιώργου Κοντογιώργη.
Κατά κανόνα, το έργο του Παναγιώτη Κονδύλη δεν έχει συναντήσει την εκτενή, συστηματική και κριτική πραγμάτευση που αξίζει. Η κυρίαρχη υποδοχή του στα καθ’ ημάς εκφράζεται είτε μ’ έναν γενικότερο θαυμασμό πέραν των ακαδημαϊκών τμημάτων, ο οποίος παραμένει ασαφής και δίχως εστίαση, είτε με την κριτική απόρριψη των θέσεών του όταν αυτές συζητιούνται από φιλοσόφους, είτε με την αναγόρευσή του σε αυθεντία σε συγκεκριμένους τομείς (όπως οι διεθνείς σχέσεις, η στρατηγική και η φαινομενολογία των διαπροσωπικών και κοινωνικών συμπεριφορών), όπου η διαύγεια της ρεαλιστικής οπτικής του αναγνωρίζεται ευρέως, δίχως όμως να εξετάζεται ο πυρήνας μεθοδολογικών και οντολογικών παραδοχών, αυστηρό σύστοιχο και επιμέρους προϊόν των οποίων αποτελεί η εν λόγω οπτική. Συχνά δηλ. η αντιμετώπιση του έργου εμπίπτει στη σφαίρα τής αποσιώπησης απ’ όσους δεν συμμερίζονται τις θέσεις του, του άκριτου θαυμασμού απ’ όσους δεν έχουν υπόψη τους τις εκβολές τής ιστορίας των ιδεών και τις πολιτικές και θεωρητικές ζυμώσεις ή τις βιωματικές συνάφειες εντός των οποίων επωάστηκε η σκέψη του, ενίοτε ακόμη και της εμπαθούς πολεμικής αντιπαράθεσης από αναγνώστες που συμμερίζονται διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις από εκείνη που (ενδεχομένως υποθέτουν ότι) ενστερνίζεται ο Κονδύλης. Στο επίπεδο των μονογραφιών, θα άξιζε να αναφερθούν η εκπονηθείσα στα Γιάννινα διδακτορική διατριβή τού Πέτρου Λάζου, η οποία ελέγχει κριτικά την κονδυλική θέση από τη σκοπιά τής χαμπερμασιανής θεωρίας τού επικοινωνιακού πράττειν (και της κριτικής θεωρίας ευρύτερα), η μελέτη «Νόημα και κυριαρχία» του Γιώργου Φαράκλα, η οποία επιχειρεί την εσωτερική ανασκευή τής κονδυλικής θέσης από τη σκοπιά τής ψυχοπαιδικής αξιολογίας (και της σύστοιχης «θέσης τής προϋπόθεσης») και τέλος το συνθετικό πόνημα του συνεπέστερου κονδυλιστή, Αιμίλιου Μεταξόπουλου, ο οποίος, αναγνωρίζοντας τον θεμιτό χαρακτήρα των ενστάσεων γύρω από γνωσιοθεωρητικά ζητήματα και την αναγκαιότητα μεθοδολογικού ελέγχου, φιλοδοξεί ν’ αρτιώσει την περιγραφική θεωρία της απόφασης με τη μεταμεθοδολογία των επιστημονικών ερευνητικών προγραμμάτων του Imre Lakatos και τη θεωρία τής κοσμοκατασκευής τού Nelson Goodman (αξιοποιώντας την «οιονεί ταυτολογική, αλλά παράδοξα μεστή» αναλυτική κατηγορία τής αυστοσυντήρησης).[1]
Στο «Ισχύς και απόφαση», ο Κονδύλης διατυπώνει την περιγραφική θεωρία τής απόφασης, εναντιωνόμενος στις στρατευμένες θεωρίες που προσδίδουν θετικό πρόσημο και επιτακτικό χαρακτήρα στη διαδικασία τής απόφασης («βιταλιστικές», υπαρξιστικές και ευρύτερα ντεσιζιονιστικές προσεγγίσεις), όπως και απέναντι στις παραδοσιακές ηθικοκανονιστικές θεωρήσεις που εκκινούν από την προϋπόθεση ενός Δέοντος το οποίο κατέχουν ή του οποίου τις συνέπειες είναι σε προνομιακή θέση να ερμηνεύσουν κατάλληλα. Κατά τον Κονδύλη, τα θεωρητικά σχήματα, οι ιδέες και τα προϊόντα τού πνεύματος αποτελούν εργαλεία στον αγώνα για κατίσχυση και διεύρυνση της επιρροής, με αποτέλεσμα η λογική συνέπεια των εκάστοτε περιεχομένων των δομών σκέψης να υποτάσσεται στην πολεμική συνέπεια, δηλ. στον ετεροπροσδιορισμό έναντι αντιπάλων που έχουν καταλάβει ήδη κάποια θέση στο πεδίο. Ως εκ τούτου, είναι σύνηθες φαινόμενο τα περιεχόμενα ν’ αλλάζουν πρόσημα ενώ οι δομές διατηρούνται άθικτες στο διάβα του χρόνου (προς επίρρωση της διαπίστωσης ότι οι αντιμαχόμενες παρατάξεις συχνά μοιράζονται περισσότερες και βαθύτερες παραδοχές απ’ όσες τις χωρίζουν). Οι αξίες λοιπόν εντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο που υπηρετεί λειτουργικά την αυτοσυντήρηση και μεταρσιώνει τις αξιώσεις ισχύος των φορέων τους. Το εν λόγω πλαίσιο είναι η «κοσμοεικόνα» (η οποία διαθέτει μια πλούσια παρακαταθήκη, μεταξύ άλλων στη γερμανική παράδοση της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας των Max Scheler, Arnold Gehlen και Helmuth Plessner). Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων λαμβάνει χώρα από τον χωρισμό τού προκαταρκτικού αδιευθέτητου κόσμου, ο οποίος διέπεται από χαοτική ποικιλομορφία, σε κατ’ αρχήν ζώνες ενδιαφέροντος και αδιαφορίας. Η επικράτεια των αδιάφορων ή αδιαφοροποίητων αποτελεί «θόρυβο» για το υποκείμενο της απόφασης και τίθεται στο περιθώριο ως αδιαφοροποίητος άμορφος χυλός ή στερούμενο σημασίας υπόβαθρο, ενώ η νοηματικά μεστή επικράτεια συνιστά την πρώτη ύλη που θα επενδυθεί με αξιακό φορτίο επί τη βάσει εν πολλοίς αυθαίρετων και ενδεχομενικών περιεχομένων (αποτελεί δηλ. το πεδίο και το λίκνο των περαιτέρω διακρίσεων). Το ουσιώδες κατά τον Κονδύλη είναι το μορφικά απαράλλακτο του περαιτέρω μερισμού σε Εκείθεν και Εντεύθεν ή Υπερβατικό και Εμμενές, ήτοι σε δύο υποπεριοχές τού υπάρχοντος (εκείνου του τμήματός του που προσφέρεται σε νοηματοδότηση) οι οποίες ανταποκρίνονται στην εμπειρικά προσπελάσιμη ζώνη των φαινομένων και την υπεραισθητή επικράτεια των νοηματικών αρμών (αξίες, ιδανικά, αρχές, αξιωματικές παραδοχές, άρθρα πίστης και μεταφυσικές επενδύσεις) που παρέχουν προσανατολισμό στην ύπαρξη εντός της εκάστοτε κοσμοεικόνας. Όμως τα υποκείμενα της απόφασης δεν υπάρχουν εν κενώ, συναντούν στο διάβα τους άλλα υποκείμενα με τις δικές τους κοσμοεικόνες και τις σύστοιχες αξιώσεις ισχύος. Οπότε ο πεπερασμένος χαρακτήρας των ανθρώπινων όντων, το γεγονός δηλ. ότι έχουν όρια στον χώρο και τον χρόνο και ότι συνυπάρχουν με άλλα τέτοια όντα, επιτάσσει τη διαρκή επαγρύπνηση και τη μέριμνα για την αποφυγή ή ελαχιστοποίηση των κινδύνων, όσο και την υπαγωγή του «ομοιοστατικού» αιτήματος της αυτοσυντήρησης στην υπηρεσία τής αυτοεπίτασης ισχύος. Η θέση του Κονδύλη δεν είναι ότι οι κοινωνικοί δρώντες ορέγονται ακόρεστα την ισχύ για κάποιον μυστηριώδη λόγο που εγγράφεται στην υφή τού Είναι, αλλά ότι, προκειμένου να επιβιώσουν και επιπλέον να τελεσφορήσουν τα όποια εγχειρήματά τους, ενδείκνυται να συγκαλύπτουν πειστικά τις αξιώσεις ισχύος (τις οποίες εκφράζουν απλώς και μόνο υπάρχοντας) μέσω της δεσμευτικής ερμηνείας καθολικών εννοιών.
Ακολουθώντας μια σχετική νύξη της Γεωργίας Αποστολοπούλου, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η κονδυλική θεωρία περί διάλληλης συγκρότησης της υποκειμενικής ταυτότητας και της κοσμοεικόνας αποτελεί αναδιατύπωση της «Επιστημολογίας» του Fichte υπό την καταστατική επίδραση του Nietzsche. Ο Fichte θέλησε να ολοκληρώσει το καντιανό πρόγραμμα επιμένοντας στην αυτοαναφορική δραστηριότητα του υποκειμένου ή στο υποκείμενο συλλαμβανόμενο ως απαραμείωτη αυτοαναφορική δραστηριότητα, η οποία διέπεται από μια «ακτιβιστική» λειτουργία αυθυπέρβασης (μέσω της υπερνίκησης των εμποδίων στα οποία προσκρούει και τα οποία αναδρομικά αφομοιώνει ως επιμέρους επεισόδια και αφορμές τής δράσης του). Το υποκείμενο συλλαμβάνεται λοιπόν ως μια νησίδα ελευθερίας η οποία εκφράζεται μέσω της ατέρμονης προμηθεϊκής προσπάθειάς της να υποτάξει στη βούλησή της το σύμπαν (ό,τι δηλ. τίθεται ως διάφορο του εαυτού του), το οποίο εμφανίζεται μόνο εφόσον και ενόσω παρέχει το θέατρο για την εκδραμάτιση τούτης της εποποιίας και την απαιτούμενη αντίσταση ώστε το ελατήριο της ελευθερίας να συμπιεστεί προσωρινά. Έτσι, η γνωστική προσπάθεια του ανθρώπου ανευρίσκει πάντοτε τ’ απομεινάρια της νοητικής και εκτεχνικευμένης δραστηριότητάς του, τα οποία ενίοτε προβάλλει ως ξένο σώμα και εξωγενές πρόσκομμα, δίχως στην πραγματικότητα να είναι δυνατόν να συναντήσει κάτι ανησυχητικά αλλότριο ή ριζικά έτερο. Απολυτοποιώντας κάποιες τάσεις τού Κριτικού προγράμματος (το οποίο επικεντρωνόταν στην αποσαφήνιση των τυπικών και λογικών προϋποθέσεων που καθιστούν δυνατή την εμπειρία και μπορούν να παράσχουν δικαιολόγηση στην άντληση θεμιτών γνωσιακών περιεχομένων από αυτήν), ο Fichte θεώρησε ότι προεξέτεινε με συνέπεια το πνεύμα του, εξαλείφοντας το αχρείαστο δογματικό κατάλοιπο του «πράγματος καθεαυτόν» (ο δε γηραιός Kant χαρακτήρισε το φιχτιανό πρόγραμμα ως μια απόπειρα υπαγωγής τής πραγματικότητας στη λογική και ο Fichte του ανταπέδωσε το κομπλιμέντο, παρατηρώντας ότι η όψιμα επιχειρούμενη –και κατά τον Schelling, που κινούταν ήδη σε αντίστοιχη κατεύθυνση, ευκταία μα ανολοκλήρωτη– μετάβαση από τη μεταφυσική στη φυσική ήταν έργο ενός «μυαλού τριών τετάρτων»). Ας συγκρατήσουμε επομένως ορισμένα ζητήματα που είθισται να κωδικοποιούνται ως αντιθετικά ή συμπληρωματικά δίπολα, όπως του σχετισμού τής σκέψης με τη μη σκέψη, της ελευθερίας με την αναγκαιότητα, του υποκειμένου με το αντικείμενο, της φύσης με τον πολιτισμό ή ακόμη των συνειδητών επεξεργασιών με τις ασύνειδες ψυχικές ορμές και διεργασίες, κτλ.
Πέραν του ότι συνοψίζονται εκεί συνθετικά ή με οιονεί αρχετυπικό τρόπο διάφορα μοτίβα ή προβλήματα της ιστορίας των ιδεών, ο λόγος που στεκόμαστε στη μετακαντιανή παρακαταθήκη αφορά ότι οι Fichte και Schelling αντιμετωπίζονταν επί μακρόν ως ενδιάμεσοι σταθμοί στη συντελούμενη μετάβαση «από τον Kant στον Hegel», ώστε, αναλόγως της εκάστοτε οπτικής ή προτίμησης, το φιλοσοφικό τους έργο να εκλαμβάνεται ως ατυχής υπαναχώρηση από το κεκτημένο τού κριτικισμού ή ως πρόωρη, ανεπιτυχής και ημιτελής προεργασία ενόψει του εγελιανού συστήματος. Αντίστοιχα, η πρόκριση του Schopenhauer από τον Αμάραντο ως κρίσιμου κόμβου στη συγκρότηση της βουλησιαρχικής γενεαλογίας και επομένως ως ενδεδειγμένης επιλογής για τον εντοπισμό τού λίκνου των εννοιολογικών εργαλείων του Κονδύλη, πέραν της ευστοχίας της, είναι αξιέπαινη λόγω του ότι συχνά ο Γερμανός φιλόσοφος αντιμετωπίζεται επίσης ως ένας μεταβατικός σταθμός στη σύνδεση του Kant με τον Nietzsche. Εξάλλου, η διδακτορική διατριβή τού Κονδύλη αφορούσε τη γένεση της διαλεκτικής στο πρώιμο έργο των Hölderlin, Schelling και Hegel, καθώς ως κεντρική θέση είχε τη συνδιαμόρφωση από τους δύο πρώτους μιας δομής σκέψης, την οποία επεξέτεινε ο τρίτος. Πράγματι, ορισμένες θέσεις που έχουν συνδεθεί με το εγελιανό έργο (η ενότητα των αντιθέτων, η κριτική τής συλλογιστικά πορευόμενης Διάνοιας και του υποκειμενοκεντρικού αναστοχασμού που εγκλωβίζεται στην επικράτεια του πεπερασμένου, ως και η ίδια η κωδικοποίηση του απολύτου ως «ταυτότητας της ταυτότητας και της μη ταυτότητας») αποτελούν περαιτέρω ανάπτυξη και συστηματική επεξεργασία των σχετικών μοτίβων που είχαν εισαγάγει ή μορφοποιήσει οι φιλοσοφικοί συνοδοιπόροι και προκάτοχοί του κατά την κριτική οικειοποίηση ή και αποστασιοποίησή τους από ορισμένες τουλάχιστον πτυχές τού έργου των Kant και Fichte, στην γενικότερη προσπάθειά τους να συμφιλιώσουν τον «ιδεαλισμό τής ελευθερίας», που προέκυπτε από την «κοπερνίκεια αντιστροφή», με τον οντολογικό μονισμό, ο οποίος έφερε τα λάβαρα του Spinoza.
Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη την πραγματιστική και λειτουργική διάσταση της προσέγγισης του Κονδύλη, ότι δηλ. εστιάζει στο τι κάνουν τα εκάστοτε υποκείμενα της απόφασης (οι κοινωνικοί δρώντες) και στο πώς λειτουργεί η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων, ανεξάρτητα από το πώς αυτοκατανοούνται τα υποκείμενα εντός της και δίχως να λαμβάνονται στην ονομαστική τους αξία οι σχετικές διακηρύξεις και ομολογίες τους. Από την άποψη αυτή, η περιγραφική θεωρία τής απόφασης είναι αναμφίβολα μια καχύποπτη υπερβατολογική θεωρία, η οποία, ισχυριζόμενη πως τα υποκείμενα της απόφασης φενακίζονται ως προς τα πραγματικά κίνητρα και τους μηχανισμούς που καθοδηγούν τη δράση τους και φιλοδοξώντας με τη σειρά της να αναδείξει αυτές ακριβώς τις καθοριστικές καίτοι αθέατες λειτουργίες, διατηρεί ιστορικούς δεσμούς συγγένειας με παραδόσεις όπως η μαρξική κριτική τής ιδεολογίας, η νιτσεϊκή γενεαλογία των αξιών και η φροϋδική ψυχανάλυση. Δεν θα πρέπει ακόμη να διαφύγει την προσοχή μας ότι μια τέτοια θεωρία δεν υποδεικνύει καθ’ οιονδήποτε θετικό τρόπο στους ανθρώπους τι να πράξουν, αλλά αρκείται στην όσο γίνεται πληρέστερη περιγραφή τού τι όντως πράττουν και την όσο γίνεται επαρκέστερη –και αναλυτικά «σφιχτή»– σκιαγράφηση του πώς και γιατί το πράττουν – επομένως από την προσεκτική μελέτη των έργων τού Κονδύλη κάθε εμφορούμενος από κάποια κανονιστική προσέγγιση αναγνώστης έχει να κερδίσει ή να χάσει το ίδιο. Είναι μία θεωρητική κατασκευή που είναι «κοινωνικά ανωφελής» επειδή ακριβώς θα μπορούσε κατ’ αρχήν να φανεί εξίσου χρήσιμη σε όλα ανεξαιρέτως τα διανοητικά εγχειρήματα, ενώ θα μπορούσε να φωτίσει τη σαγήνη και συνάμα τον έωλο χαρακτήρα της υποβόσκουσας λογικής ενός πλήθους εξουσιαστικών μορφωμάτων.
Αβίαστα έρχονται κατά νου ορισμένα ερωτήματα: Ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος και η λειτουργία τού υποκειμένου που λαμβάνει την απόφαση σε σχέση με την αποκτώμενη εντός της κοσμοεικόνας υποκειμενική ταυτότητα; Ποιο είναι το καθεστώς της αυτοσυντηρητικής ενόρμησης και της βούλησης για ισχύ, που φαίνεται να συνιστούν απαραμείωτα μεγέθη που υποβαστάζουν τα ανθρώπινα σ’ όλη την εκπληκτική τους ποικιλομορφία κατά μήκος των πλέον ετερογενών κοινωνικών-ιστορικών-πολιτισμικών συμφραζομένων; Εφόσον η Απόφαση, ως επιμέρους οπτική και προοπτική, καθορίζει αναπόδραστα τον ενστερνισμό κάποιων αξιών και ιδεωδών και την κατασκευή κάποιων αντιπάλων ή τον ετεροπροσδιορισμό έναντί τους, πόθεν και τίνι τρόπω προκύπτει ως δυνατότητα η ίδια η περιγραφική θεωρία τής απόφασης, ήτοι μια οπτική ποιοτικά διάφορη από τις άλλες, η οποία ούτε κάποιο ιδεώδες προτάσσει ούτε φέρεται να έχει εχθρούς; Πώς μ’ άλλα λόγια μπορεί να θεμελιωθεί δίχως να αυτοαναιρείται μια θεωρία με αξιώσεις αξιολογικής ουδετερότητας, ενώ η ίδια κομίζει ως πόρισμά της την αξιολογική μεροληψία όλων των κοσμοαντιλήψεων και τον αφεύκτως «παραταξιακό» χαρακτήρα των θεωρητικών εγχειρημάτων; Είναι στ’ αλήθεια δυνατόν ν’ απόσχει η περιγραφική θεωρία από υποκειμενικές αξιολογήσεις ή μήπως στα ιστορικά έργα τού Κονδύλη υπεισέρχονται λάθρα τέτοιες προτιμήσεις, ανεξέταστες μεροληψίες και ανεπίγνωστες απαξιώσεις, όπως όταν φερειπείν μοιάζει να εκφράζει μια ειρωνική αποστασιοποίηση, που μετά βίας διακρίνεται κάποιες φορές από τη δυσφορία ή την αποστροφή, για ορισμένες όψεις των σύγχρονων μαζικοδημοκρατικών κοινωνιών; Οι ενστάσεις και οι απορίες αυτές έχουν απευθυνθεί στην κονδυλική θέση και συχνά έχει θεωρηθεί ότι η διατύπωσή τους και μόνον επαρκεί για να κλονιστεί ανεπανόρθωτα η μεθοδολογική αξιοπιστία της. Ο Κονδύλης απέκρουε αυτές τις αντιρρήσεις με τρία επιχειρήματα: α) Πρόκειται απλούστατα για παρανοήσεις. β) Κατά την εκφορά τους λαμβάνει χώρα η σύγχυση μεταξύ διαφορετικών νοηματικών επιπέδων. γ) Ως εμπειρικό τεκμήριο της ευρετικής ισχύος του κονδυλικού σχήματος προσκομίζονται οι απαράμιλλες ενδιατρίψεις του στην ιστορία των ιδεών, όπου η περιγραφική θεωρία τής απόφασης βρίσκει εφαρμογή και μοιάζει να δομεί με αξιοσημείωτη συνοχή την ποικιλομορφία του εμπειρικού υλικού. Επομένως μία ανταγωνιστική προσέγγιση θα όφειλε να ανασυγκροτήσει με μεγαλύτερη πληρότητα, συνοχή και επάρκεια ένα αντίστοιχης έκτασης και εύρους υλικό.
Ένα ακόμη συγκριτικό πλεονέκτημα της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης έγκειται κατά τον Κονδύλη στην ικανότητά της να διαυγάσει τη γένεση αλλά και την επικράτηση των ποικίλων ηθικοκανονιστικών προσεγγίσεων. Πρόκειται για μόνιμο αίτημα κάθε γενετικής υπερβατολογικής προσέγγισης από τον Fichte ίσαμε τον Deleuze: Υπάρχουν μόνο δύο συστήματα, του ιδεαλισμού της ελευθερίας (ως αυτοθεσία τού απόλυτου Εγώ) και του ντετερμινισμού της ύλης (ως εξαφάνιση κάθε υποκειμενικότητας στην ωκεάνια οντολογική αταραξία των νομοτελών αλληλεπιδράσεων) και το καθένα επιλέγεται με βάση την ιδιοσυγκρασία ενός εκάστου (ο στοχαστής ως απαραμείωτη υποκειμενικότητα επιλέγει και συνάμα επιλέγεται ο ίδιος: το παράδοξο αυτό θα αξιοποιηθεί δεόντως από τον Kierkegaard, ο οποίος θα προσδώσει στο φιχτιανό νήμα μια αχλή δραματικής διακινδύνευσης της ύπαρξης), αλλά μόνον το πρώτο είναι σε θέση να διαυγάσει την εμφάνιση του δεύτερου και τους λόγους που καθίσταται ελκυστικό και βιώσιμο ως προοπτική. Έτσι και στον Deleuze, υπάρχει ο «χάοσμος» των υποαναπαραστατικών «εντασιακών διαφορών» που συγκαλύπτονται από τον «καθημερινό» κόσμο τής αναπαράστασης, όμως είναι μια «φιλοσοφία τής διαφοράς» εκείνη που αναδεικνύει τις προϋποθέσεις της «δογματικής εικόνας τής σκέψης» (της αναπαραστατικής λειτουργίας που επιμερίζει το υπάρχον σε χωροχρονικά εντοπίσιμες οντότητες και καταστάσεις πραγμάτων, ήτοι σε αναγνωρίσιμα υποκείμενα και αντικείμενα με σταθερές ιδιότητες) και καθιστά εύλογη την επικράτησή της. Εν ολίγοις, εάν υπέθετε κανείς ότι τα πράγματα είναι σε αδρές γραμμές όπως τα παρουσιάζει η κονδυλική θεωρία, θα έπρεπε να αναμένει τη διάδοση ανταγωνιστικών κανονιστικών προσεγγίσεων που θα πρόβαλλαν ως μοναδικοί αξιόπιστοι φορείς μιας οικουμενικής αλήθειας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι και οι τρεις προαναφερθέντες φιλόσοφοι (όπως εξάλλου και ο Schopenhauer, έστω και περισσότερο αμφίθυμα) ισχυρίζονται ότι αρθρώνουν εμμενειοκρατικές θέσεις, μολονότι (στο φως και των ανωτέρω παρατηρήσεων περί της πολεμικής και συναρτησιακής λειτουργίας τής σκέψης) περισσότερο ενδιαφέρον θα παρουσίαζε η διευκρίνιση της ακριβέστερης νοηματοδότησης και χρήσης του όρου στο επιχείρημα του καθενός.
Όσον αφορά τον οδηγητικό μίτο τού παρουσιαζόμενου βιβλίου, ήτοι την ανάγνωση του Κονδύλη υπό την οπτική της υπερβατολογικής βουλησιαρχίας του Schopenhauer, ο Αμάραντος φέρνει στο φως τη μορφολογική αντιστοιχία και την σύμπτωση ή επικάλυψη περιεχομένων στη σκέψη των δύο φιλοσόφων, η οποία πάντως δεν φαίνεται να προκύπτει από την άμεση και ομολογημένη επίδραση. Άλλως ειπείν, δεν θα πρέπει να φανταστούμε ότι έλαβε χώρα κάποια στιγμιαία έκλαμψη ή επιφοίτηση του νεαρού Κονδύλη όταν ενέκυπτε στις σελίδες τού «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση». Οι βιογραφικές λεπτομέρειες δεν έχουν ενδιαφέρον στο καθαυτό φιλοσοφικό επίπεδο πραγμάτευσης, αλλά φαίνεται ότι ο Κονδύλης είχε οδηγηθεί αδρομερώς στη βασική του τοποθέτηση από βιωματικούς παράγοντες (σχετιζόμενους κατά πάσα πιθανότητα με τη νεανική και ετερόδοξη αριστερή στράτευσή του) και εκ των υστέρων ενέδυσε με φιλοσοφικό λεξιλόγιο και συνειδητά εμπλούτισε με το κατάλληλο εννοιολογικό οπλοστάσιο τούτη την αρκτική ενόραση (με σημαντικότερη την επίδραση του Nietzsche μάλλον, παρά του Schopenhauer). Εξάλλου, ζητήματα όπως η οριοθέτηση και η διασύνδεση του υπερβατολογικού και του εμπειρικού, του ανυπόθετου και των υπό όρους πραγμάτων, του οντολογικού θεμελίου του κόσμου και του κόσμου νοούμενου ως κατά το μάλλον ή ήττον εύτακτη ιεραρχία όντων και αλληλουχία συμβάντων βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη της μετακαντιανής φιλοσοφικής «στιγμής».[2] Το ερώτημα εν ολίγοις άπτεται του αν πρόκειται για σχέση εξάρτησης (λχ. συνεπαγωγής) μεταξύ των δύο εγχειρημάτων ή αν αμφότερα αποτελούν διαφορετικές και δομικά ομόλογες ενσαρκώσεις μιας κοινής μήτρας αφετηριακών παραδοχών. Με μαθηματικούς όρους, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί πειστικά για το ότι οι δομές σκέψης και τα χρησιμοποιούμενα από τους Schopenhauer και Κονδύλη λεξιλόγια αποτελούν μέχρι ενός σημείου ισόμορφα μοντέλα τού ίδιου τυπικού αξιωματικού συστήματος. Η επιφύλαξη αφορά το κύριο σημείο διαφοροποίησης, που είναι η εν είδει μεταφυσικής αρχής επέκταση από τον Γερμανό φιλόσοφο της εμβέλειας της βούλησης στο σύνολο του επιστητού, περιλαμβανομένης της ανόργανης ύλης, ενώ ο Κονδύλης με νεοκαντιανή ή «φιχτιανή» σύνεση αυτοπεριορίζεται στα ανθρώπινα, θεωρώντας ότι οι μεταφυσικές φιλοδοξίες αντικατοπτρίζουν αξιώσεις ισχύος και προβάλλουν το Δέον στο Είναι ή απορροφούν το Είναι στο Δέον. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε» επισημαίνει ο συγγραφέας,
πως ο Κονδύλης δεν ενδιαφέρεται άμεσα για τα ερωτήματα της κλασικής οντολογίας, αντιθέτως στο επίκεντρο της σκέψης του βρίσκεται το πεδίο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνική οντολογία. Δηλαδή η σκέψη του εστιάζει στον άνθρωπο και την κοινωνία του και μόνο δευτερευόντως και συμπληρωματικώς, στον βαθμό που εμπλέκεται στην ανθρώπινη κατάσταση, ασχολείται με τη ζωική και ανόργανη πραγματικότητα (112-113).
Αυτή θα είναι άλλωστε η κριτική τού Κονδύλη στον Nietzsche: Έχοντας με επιδέξιο τρόπο ξεσκεπάσει το θεολογικό αίμα που ρέει στις φλέβες της φιλοσοφίας και δη της παραδοσιακής μεταφυσικής και των ορθολογιστικών μεταμορφώσεών της, θα επιδοθεί κατόπιν και ο ίδιος στην υποστήριξη σαφώς μεταφυσικών θέσεων με τις σύστοιχες κανονιστικές συμπαραδηλώσεις (η «αιώνια επιστροφή», ο «υπεράνθρωπος», το αίτημα μιας «μεταξίωσης των αξιών» και φυσικά η ίδια η «θέληση για δύναμη» ή «βούληση της ισχύος», η οποία, δίχως ν’ αποτελεί μεταφυσική αρχή παλαιού τύπου, υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια που θέτει η αγνωστικιστική ευσέβεια). Δεν θα συναντήσει κανείς στον Κονδύλη το ένθερμο ενδιαφέρον του Nietzsche για τις συγκαιρινές εξελίξεις στα πεδία της βιολογίας και της χημείας (όπως το έργο των Wilhelm Roux, William Rolph και Carl von Nägeli) ως τεκμήρια της επενέργειας της «βούλησης στη φύση» (όπως ήταν ο τίτλος ενός σχετικού πονήματος του Schopenhauer). Πάντως δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι ο Κονδύλης μεριμνούσε για τη διαφοροποίησή του από τα συναφή ρεύματα ιστοριστικού νατουραλισμού του 19ου αι., τα οποία συνδέονταν με τις «στρατευμένες θεωρίες τής απόφασης» των Lebensphilosophen και των υπαρξιστών των πρώτων δεκαετιών τού 20ού αι., και ότι είναι βιαστικές οι συσχετίσεις τού έργου του με αυτές τις τάσεις (όπως το είχε επιχειρήσει λίγο μετά τον αδόκητο χαμό του η Σταυρούλα Τσινόρεμα, διαπιστώνοντας τον αναγωγιστικό ρόλο που διαδραματίζει στη θεωρία του η «μυστηριώδης βιοψυχική δομή» ως εννοιολογικό ισοδύναμο μιας βιολογικής εγγραφής της «βούλησης για ισχύ»).
Εν πάση περιπτώσει, η θέση τού Αμάραντου είναι ότι υφίσταται «εκλεκτική πνευματική συγγένεια» μεταξύ των δύο φιλοσόφων. Πρόκειται για θέση αναμφίβολα ορθή, ενίοτε όμως διατυπώνεται ως ο τολμηρότερος ισχυρισμός ότι «η πραγματική έμπνευση για τον έλληνα στοχαστή είναι το έργο τού Αρθούρου Σοπενχάουερ, τόσο έμμεσα όσο και άμεσα», και άρα υφίσταται «άμεση πνευματική παρουσία του Σοπενχάουερ στην περιγραφική θεωρία τής απόφασης». Η σύγκλιση αυτή άπτεται τόσο του διαπιστούμενου δυϊστικού σχήματος που χρησιμοποιούν (ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση, ο προκαταρκτικός κόσμος τής χαοτικής ποικιλομορφίας και ο διευθετημένος που παρέχεται από τις κοσμοεικόνες) όσο και της αναγωγής της βούλησης σε καθορίζουσα αρχή η οποία οργανώνει τον φαινομενολογικό πλούτο της εμπειρίας, ενώ επισφραγίζεται από τον υπαρξιακό οδοδείκτη που προτείνουν αμφότερες οι θεωρήσεις – στην περίπτωση του Schopenhauer άμεσα ως ηθικοπρακτικός γνώμονας, ενώ σ’ εκείνη του Κονδύλη έμμεσα ως μεθοδολογικό ιδεώδες και γνωσιολογική προϋπόθεση. Πρόκειται για την ενδεδειγμένη υπαρξιακή στάση τής παραίτησης, η οποία επιφυλάσσεται για τις μεγαλοφυΐες και τους ασκητές ή αντίστοιχα για τους «επαΐοντες του περιθωρίου», των οποίων η εμφάνιση ευνοείται στις ιστορικές μεσοβασιλείες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η σύγκλιση αυτή «παρέχει μια ακλόνητη τεκμηρίωση για τις οφειλές τού Παναγιώτη Κονδύλη στη φιλοσοφία τού Αρθούρου Σοπενχάουερ» (120). Εάν μάλιστα επιχειρούσαμε «εν είδει διανοητικού πειράματος να αφαιρέσουμε τις επιρροές αυτές», θα λάμβανε χώρα η «κατάρρευση του οντολογικού και γνωσιολογικού υποβάθρου τής περιγραφικής θεωρίας τής απόφασης» (122). Ο Αμάραντος επιμένει στον επίλογο ότι πρόκειται για μείζονος σημασίας ομοιότητες και όχι απλώς για αναλογίες στα έργα των δύο φιλοσόφων, οι οποίες «δεν αφήνουν περιθώρια στην άρνηση του συμπεράσματος για την καταγωγική σχέση τού σκληρού πυρήνα των εννοιολογικών εργαλείων του δεύτερου [σ.σ. του Κονδύλη] από την πνευματική παραγωγή του πρώτου [σ.σ. του Schopenhauer]» (172). Ενώ, αναφερόμενος εκ νέου στο προταθέν νοητικό πείραμα, υπερθεματίζει: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς αυτό. Η αφαίρεση θα σήμαινε την οντολογική και λειτουργική κατάρρευση της περιγραφικής θεωρίας τής απόφασης» (173).
Στο τελευταίο κεφάλαιο του δοκιμίου, αναδεικνύονται τα όρια της κονδυλικής θεωρίας όπως εξακτινώνεται στην κοινωνική και πολιτική εξέλιξη των τελευταίων αιώνων. Η κύρια μομφή που διατυπώνεται είναι συναφής προς την εγελιανή κριτική στον Schelling: Η βούληση για ισχύ επιβάλλεται ως αδιαφοροποίητο πέπλο που καλύπτει τα πάντα και ανευρίσκεται παντού, ως προκρούστεια κλίνη στην οποία προσαρμόζεται η πραγματικότητα, ώστε ο φορμαλισμός του θεωρητικού σχήματος καταλήγει να καταπιέζει και να συγκαλύπτει αντί να αναδεικνύει τα φαινόμενα σ’ όλη τους την ετερογένεια και την ιδιοσυστασία. Επιπλέον, η αξιολογικά ελεύθερη θεωρία μοιάζει να μην επιτρέπει τις ποιοτικές διακρίσεις στη συγκρότηση του γνωστικού αντικειμένου και να μην διαθέτει κριτήρια για την ιεραρχική διάταξη των επιμέρους όψεών του (λχ. πολιτισμικών φαινομένων, κοινωνικών σχηματισμών, καλλιτεχνικών ρευμάτων, πολιτικών ιδεολογιών, διαφορετικών πολιτευμάτων), σε αντίθεση με την κοσμοσυστημική γνωσιολογία τού Κοντογιώργη, η οποία εκκινεί από την ιστορική ανάδυση του προτάγματος της ελευθερίας, η έκταση και η ένταση της εμπέδωσης και διάχυσης του οποίου επιτρέπει τη σύγκριση διαφορετικών πολιτισμικών μορφωμάτων και θεσμίσεων, όπως και των επιμέρους σταδίων στη μακρά διάρκεια της εξέλιξης. Το αναδυθέν σε πραγματικό ιστορικό χρόνο πρόταγμα της ελευθερίας αποκαλύπτεται αναδρομικά ως το διαλεκτικό συμπλήρωμα της ισχύος, οριοθετώντας την εμβέλεια της βούλησης για ισχύ και μετριάζοντας τις θεμελιωτικές αξιώσεις της. Δεν θα υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, δεδομένου ότι οι επεξεργασίες αυτού του τμήματος μάς φαίνονται λιγότερο ενδιαφέρουσες (υπό την έννοια ότι απομακρύνονται από τα μεταθεωρητικά ζητήματα – εξυπακούεται ότι για έναν άλλο τύπο αναγνώστη, το πρόσημο θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν αντίστροφο). Σ’ αυτό το σημείο ο Αμάραντος απευθύνει μια παράξενη κριτική στον Κονδύλη, διαπιστώνοντας τις οφειλές του στη γερμανική κουλτούρα, ενώ μοιάζει ν’ αποδέχεται μια εκδοχή τού αφηγήματος περί «πρωσικού εξαιρετισμού», έστω και με αντιστραμμένη, αρνητική φόρτιση. Σχολιάζοντας τη διάκριση του Michel Foucault μεταξύ του άγριου και του βάρβαρου, ο Αμάραντος γράφει ότι
αυτή συνεπάγεται, πέρα από το κοινό τους χαρακτηριστικό, όπου είναι η πολιτισμική υστέρηση, ότι ο βάρβαρος σε αντίθεση με τον καλοπροαίρετο άγριο, διακατέχεται από την αλαζονεία τής ισχύος και την έπαρση της επιβολής. Ώστε ο βάρβαρος μεταφράζει ψυχολογικά την πολιτισμική του υστέρηση μέσω της ισχύος σε υπεροχή. Αδυνατεί, λοιπόν, να τοποθετηθεί υπέρ μιας ειρηνικής διευθέτησης, μέχρι τη στιγμή που θα νιώσει τους συσχετισμούς δύναμης να στρέφονται εις βάρος του. Τις περισσότερες φορές, αυτή η συνειδητοποίηση έρχεται πολύ αργά, ώστε το τίμημα της επιβολής να το πληρώνει ο βάρβαρος με την ίδια του την καταστροφή. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που έχουμε δει κάτι τέτοιο να επαναλαμβάνεται στη γερμανική ιστορία (159).[3]
Η αξιόλογη συμβολή του Αμάραντου στην κριτική φιλοσοφική γραμματεία για το έργο του Κονδύλη θα μπορούσε να εντρυφήσει περισσότερο στις συνδέσεις και τις αντιστοιχίες που επιχειρεί στο επίπεδο της ιστορίας των ιδεών, όπως και να έχει λάβει υπόψη ορισμένες από τις εργασίες που αναφέραμε προκειμένου ν’ ανασυγκροτήσει με πλουσιότερους όρους όχι μόνο την επιχειρούμενη στάθμιση ή αποτίμηση της φιλοσοφικής συνεισφοράς του Κονδύλη συναρτήσει της ιστορίας των ιδεών, αλλά και τις γόνιμες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις που διεξάγονται, έστω και με όρους «χαλασμένου τηλεφώνου», στη σύγχρονη ελληνόγλωσση πραγματικότητα (το καταβαλλόμενο τίμημα θα ήταν βέβαια η αύξηση σε όγκο τής μελέτης). Ανεξάρτητα από το αν θεωρούμε «τραβηγμένη» τη διαπίστωση ότι η επίδραση του Schopenhauer υπήρξε ίσως η πλέον καθοριστική κατά την πνευματική διαμόρφωση του Κονδύλη, η πρωτοβουλία τής διατύπωσης και εξερεύνησης αυτής της υπόθεσης είναι αξιέπαινη, όπως και η συγκριτική αντιπαραβολή με τις συναφείς επεξεργασίες τού Κοντογιώργη. Όσον αφορά τις επισημανθείσες νωρίτερα κριτικές, η γνώμη μας είναι ότι μπορούν ν’ αποφευχθούν ή ν’ αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά με τους πόρους που διαθέτει ή μπορεί ν’ αντλήσει η περιγραφική θεωρία τής απόφασης. Συγκατανεύουμε στη διαπίστωση του Μεταξόπουλου ότι ο Κονδύλης είχε υπόψη του τις σύγχρονες γνωσιοθεωρητικές και μεθοδολογικές συζητήσεις, όμως τις «σνόμπαρε», αρκούμενος κατά κάποιον τρόπο, πέραν των απαντήσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη διαβεβαίωση της εντιμότητας και της ακεραιότητάς του (σε κάθε περίπτωση, ο Μεταξόπουλος θεωρεί τις εκφερόμενες ενστάσεις διαχειρίσιμες). Μήπως ο Κονδύλης είναι τελικά κακός φιλόσοφος; Ή θα έπρεπε μάλλον ν’ αποφανθούμε ότι δεν είναι καν φιλόσοφος, εφόσον αφενός η περιγραφική θεωρία τής απόφασης, όπως η «μη φιλοσοφία» τού Francois Laruelle (hat tip, Τζόνι Ευσταθίου aka Γιόχαν φον Όιστατ [Ονειρμάρξ]), συνιστά μια επιστημονική προσέγγιση που λαμβάνει τη δομή τής φιλοσοφικής απόφασης ως πρώτη ύλη, ενώ, επιπλέον, αφιέρωσε ορισμένες από τις πλέον αξιόλογες σελίδες του έργου του στην ιστορία των ιδεών, την κοινωνική οντολογία και ευρύτερα τη θεωρία του πολιτισμού;
Εν κατακλείδι, το δοκίμιο του Αμάραντου αποτελεί μια μεστή στοχαστική χειρονομία που φτάνει στο αναγνωστικό κοινό σε μια κομψή και σε γενικές γραμμές προσεγμένη έκδοση (την οποία παραλείψαμε να αναφέρουμε ότι προλογίζει ο Στέφανος Ροζάνης). Ολοκληρώνοντας την πραγμάτευσή του, ο Αμάραντος επιχειρεί να εντάξει το θεωρητικό εγχείρημα του Κονδύλη στη μακρά διάρκεια της ιστορίας των ιδεών από την άποψη της πρωτοτυπίας. Διακρίνει τρία επίπεδα –τα οποία εκτείνονται από την επινόηση νέων εννοιολογικών εργαλείων ή/και των σύστοιχων πεδίων (ή την ίδρυση «σχολής») ίσαμε τη δημιουργική ανάκτηση, ιδιοποίηση, αξιοποίηση και μετάπλαση ήδη διαθέσιμων εννοιολογικών εργαλείων και την επέκτασή τους σε νέα πεδία εφαρμογής, η οποία απλώς υπερβαίνει τη συνετή διαχείριση των υπαρχόντων νοητικών εργαλείων στα θετικά περιγεγραμμένα πεδία που τους αναλογούν– και σπεύδει να κατατάξει την περιγραφική θεωρία της απόφασης στην ενδιάμεση βαθμίδα – εκτίμηση τον γενικό χαρακτήρα της οποίας συμμεριζόμαστε, ανεξάρτητα από κάποιες επιμέρους περιπλοκές της επιχειρηματολογίας που την υποβαστάζει. Σε κάθε περίπτωση, προσυπογράφουμε μετ’ επιτάσεως τον ισχυρισμό τού συγγραφέα ότι ο Κονδύλης
αποτελεί μια σημαντική μορφή τής σύγχρονης φιλοσοφίας. Είναι όντως υποδειγματικός ο τρόπος που αξιοποιεί το πλήθος των γνώσεων που διαθέτει για να λειτουργήσει ως ιστορικός των ιδεών. Εξίσου αξιομνημόνευτη είναι και η ικανότητά του να συνδέει τις προκείμενες προτάσεις του με τις συμπερασματικές, αναζητώντας ορθολογικές εξηγήσεις στις δαιδαλώδεις διαδρομές τής σκέψης. Επίσης, η περιγραφική θεωρία τής απόφασης, στο μέτρο που παρέχει ορισμένα κρίσιμα εργαλεία ανάλυσης των σύγχρονων γεωπολιτικών συσχετισμών δύναμης, δύναται να προσεγγίσει με σχετική επάρκεια γεγονότα τού κοντινού μέλλοντος. (179)
[1] Βλ. αντιστοίχως Γιώργος Φαράκλας, Νόημα και κυριαρχία. Νοηματική συγκρότηση και κριτική των σχέσεων κυριαρχίας (Αθήνα: Εστία, 2007). Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, πόλεμος, πολιτική. Όψεις του μετανεωτερικού κόσμου υπό το φως της θεωρίας της κοσμοκατασκευής (Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη, 2005). Πέτρος Λάζος, Αξιακός σχετικισμός, κανονιστικότητα και αποφασιαρχία στο έργο του Π. Κονδύλη. Όροι, προϋποθέσεις συγκρότησης και θεωρητικές συνέπειες μίας αποφασιαρχικής θεωρίας (Ιωάννινα, 2011). Για μια εμπεριστατωμένη αποτίμηση της πρώιμης υποδοχής τού κονδυλικού έργου στην Ελλάδα, παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο μελέτημα του Γιώργου Ευαγγελόπουλου, «Μελαγχολία και Πολεμική και η υποδοχή τού έργου τού Π. Κονδύλη στην Ελλάδα», Νέα Κοινωνιολογία, 39 (2004), 43-64.
[2] Πρβλ. τα όσα αναφέρει σχετικά στη μνημειώδη εργασία του Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, τόμος Β΄: από τον Χέγκελ και τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ και τον Βίττγκενσταϊν, μετάφραση: Μιχάλης Παπανικολάου (Ηράκλειο & Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012), 27-28: «Το Υπερβατικό παύει ν’ αποτελεί ενσάρκωση του Δέοντος ή ανώτατη κανονιστική βαθμίδα δικαιοδοσίας, κι αντί γι’ αυτό γίνεται η αρχέγονη πηγή που παράγει αφ’ εαυτής όλες τις μορφές τού Πεπερασμένου, τις κακές και τις άσχημες εξίσου με τις καλές και τις ωραίες. Βέβαια, οι ακριβείς συνθήκες κάτω απ’ τις όποιες λάμβανε χώρα τούτη η παραγωγή ή, μ’ άλλα λόγια, οι σχέσεις μεταξύ Πεπερασμένου και Απόλυτου, Όντος και Είναι, κτλ., παρέμεναν εξίσου ασαφείς όπως και σε ανάλογες δομές σκέψης τού παρελθόντος, το κυριότερο όμως ήταν ότι πλέον είχε πεθάνει όχι μόνο η ιδέα τής Δημιουργίας, παρά κι η παλιά ιεραρχία των οντολογικών επιπέδων, καθώς και καθαυτό το Υπερβατικό παλαιού τύπου». Στον Schopenhauer αναφέρεται στις σελίδες 34-36, 224-225.
[3] Στις «Κριτικές αντιρρήσεις στη φιλοσοφία του Παναγιώτη Κονδύλη», ο Φώτης Τερζάκης έχει επιμείνει στον υφέρποντα «πρωσικό αυταρχισμό» τής σκέψης τού Κονδύλη. Αξίζει να προσεχθεί το κρεσέντο με το οποίο διαδοχικά προσεγγίζει την πολεμική διαπίστωσή του, ως εάν όλο το κείμενο έχει γραφτεί για να νομιμοποιήσει σταδιακά την ακροτελεύτια φράση και την απόλαυση που η εκφορά της κομίζει: «Σε αυτές τις προγραμματικές διατυπώσεις εμφανίζονται όλα τα μοτίβα που θα γίνουν λίγο-λίγο αναγνωριστικά τής σκέψης τού Παναγιώτη Κονδύλη: ο βεμπεριανός του σχετικισμός που αξιώνει μιαν “αξιολογικώς ουδέτερη επιστήμη” και η έννοια της “ετερογονίας των σκοπών”· η αγωνιστική (ωμά εργαλειακή) αντίληψη του Λόγου και η αυταρχική υπαγωγή όλων των διαφορικών και κρίσιμων περιεχομένων σε μια υποτιθέμενη απαράλλακτη, υπαρξιακή και διαχρονική “δομή”· μια νεοδαρβινικού τύπου φυσικοποίηση της ιστορίας (που προϋποθέτει μία κοινωνική προβολή στην ίδια τη φύση) με την αναγωγή τής “έχθρας” σε υπεριστορική ανθρώπινη ουσία, ως αιώνια αμοιβαία διεκδίκηση “ζωτικού χώρου” (είναι ακριβώς η έννοια του ναζιστικού Lebensraum)· ένας επίσης φασιστικών αποχρώσεων αντιδιανοουμενισμός –που θα πρέπει να ενέχει σημαντικές ποσότητες αυτοπεριφρόνησης– και μια αντίληψη της επιβολής και της επικράτησης ως αυτού “που μετράει” πραγματικά στην ιστορία… […] Ποια είναι η ταυτότητα αυτής τής θεωρίας; Τα βασικά της κλειδιά έχουν ήδη διαφανεί, νομίζω. Ακριβέστερα, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το εγχείρημά του σαν μία μετάβαση από τον αξιακό σχετικισμό σε μια νεοδαρβινιστικού τύπου βουλησιαρχία. Ο πεισματικός του αντι-ουμανισμός βρίσκει τις εκλεκτικές του συγγένειες πρώτον σε πεσιμιστικές, κυκλικές αντιλήψεις τής ιστορίας (Θουκυδίδης, Μακιαβέλι, Όσβαλντ Σπένγκλερ), και δεύτερον στους πιο ζοφερούς (και κυριολεκτικά αντιδραστικούς, όσο προχωρούμε στην ύστερη νεωτερικότητα) επικριτές τού Διαφωτισμού: Τόμας Χομπς, Ντε Μαιστρ και Μπονάλντ, Τόμας [σ.σ. μάλλον εννοείται ο συντηρητικός πολιτειολόγος Carl Schmitt] Σμιτ… Ιδιαίτερη γοητεία φαίνεται να τού ασκεί ο μιλιταριστικός πρωσικός αυταρχισμός, όπως παραδειγματικά εκφράζεται στους στοχασμούς τού στρατηγού Καρλ φον Κλαούζεβιτς, με τον οποίον διαλέγεται διαρκώς (όπως και με τον μεγάλο νομικό τής Βαϊμάρης, θεωρητικό στυλοβάτη τού ναζισμού, τον Καρλ Σμιτ) σε όλο του το έργο. […] Παράγοντες οροεξαρτημένοι και ιστορικώς μεταβλητοί, όπως η συνθήκη τής υλικής σπάνης και οι εσωτερικεύσεις της, η παιδαγωγική βία και τα ψυχικά της αποτυπώματα, τυχόν σχέσεις υποδούλωσης, εκμετάλλευσης, ανισότητας και αδικίας που παράγουν εκρήξεις δικαιολογημένης οργής και αγανάκτησης, οιδιπόδειες αντιζηλίες που γεννιούνται ή επιτείνονται από πατριαρχικές δομές σχέσεων και σεξουαλικώς κατασταλτικούς κανόνες – όλο αυτό το φάσμα των διαφοροποιητικών συνθηκών που μπορούν να παράγουν βία, μίσος και ανταγωνισμό ανάμεσα στους ανθρώπους πολτοποιούνται κάτω από μία και μόνη, μη αναγώγιμη “υπαρξιακή” αρχή: την αρχή τής έχθρας. Αυτό είναι, ας μού επιτραπεί να το πω, η φασιστική ανθρωπολογία στην πιο καθαρή φιλοσοφική της έκφραση: την έκφραση, ακριβώς, που έκανε διάσημη με τις διατυπώσεις του ο Καρλ Σμιτ». Βλ. https://thepressproject.gr/fotis-terzakis/
Η βούληση της ισχύος στον στοχασμό του Παναγιώτη Κονδύλη, του Σωτήρη Αμάραντου
Προλεγόμενα: Στέφανος Ροζάνης
Εκδόσεις Παπαζήση
σελ. 190