Κατάλογος απολεσθέντων, της Judith Schalansky
Πως είναι σε θέση να μιλήσει κανείς για όσα έχουν περάσει στην αφάνεια και τη λήθη; Κρατώντας τη σκαπάνη της ανά χείρας, η Judith Schalansky, μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές, σκάβει στο παρελθόν και προσπαθεί να ανασύρει πράγματα που έχουν χαθεί. Στόχος της δεν είναι να παραθέσει την ιστορία τους, αλλά να τα κάνει να επαναβιωθούν μέσα από την αφήγηση και την ανάγνωση, και τελικά να συναποτελέσουν μια ελεγεία στην θεματική της σχέσης μεταξύ απώλειας και παρουσίας, λήθης και θύμησης.
Η συγγραφέας γεννήθηκε στο Greifswald της Ανατολικής Γερμανίας το 1980, σπούδασε Ιστορίας της Τέχνης και Σχεδιασμό της Επικοινωνίας, και πέρα από συγγραφέας, είναι σχεδιάστρια βιβλίων και επιμελήτρια εκδόσεων, όντας υπεύθυνη της σειράς Naturkunden (φυσικής ιστορίας) των εκδόσεων Matthes & Seitz. Ο «Κατάλογος απολεσθέντων» είναι το πέμπτο βιβλίο που έγραψε, αλλά είναι το πρώτο της που μεταφράζεται και εκδίδεται στην Ελλάδα, κάτι που πρέπει να αναγνωρισθεί στις πάντα «ενημερωμένες» εκδόσεις Αντίποδες. Μάλιστα, ο «Κατάλογος απολεσθέντων» συμπεριλήφθηκε στην μακρά λίστα του International Booker Prize για το 2021. Το πιο γνωστό έργο της Schalansky είναι το “Atlas der abgelegenen Inseln” (2009) και μαζί με τον «Κατάλογο απολεσθέντων» αποτελούν διεθνή best-sellers.
Τί μπορεί να περιέχει όμως ένας κατάλογος απολεσθέντων; Αυθόρμητα, ίσως σκέφτεται κανείς το χ ρούχο που ξέχασε σε ένα μπαρ, ένα παιδικό παιχνίδι που ανακάλυψε ξεχασμένο σε ένα πατάρι χρόνια μετά κλπ. κλπ. Η σύλληψη της συγγραφέως είναι όμως αρκετά ευρύτερη. Ο κατάλογός της είναι μια σειρά διηγημάτων για διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα που έχουν χαθεί, είτε με την έννοια της εξαφάνισης κατά την υλιστική έννοια είτε με την έννοια του περάσματος στη λήθη. Στα απολεσθέντα περιλαμβάνονται ένα νησί που βυθίστηκε και εξαφανίστηκε από το χάρτη, η χαμένη καριέρα-δημοφιλία της Greta Garbo, έως και το ξεχασμένο «Μέγαρο της Δημοκρατίας του Βερολίνου».
Τα μικρά διηγήματα που πραγματεύονται τα απολεσθέντα, επιχειρούν να αφηγηθούν την ιστορία τους, όχι με μια πραγματολογική παράθεση της πορείας τους στο χρόνο, αλλά ως βιώματα που έρχονται να ανασυρθούν από την αφάνεια και στο βαθμό του δυνατού να επαναβιωθούν από τον αναγνώστη και ίσως και την ίδια τη συγγραφέα. Η Schalansky, ενίοτε, επιλέγει να παρεμβάλλει την προσωπική της εμπειρία στην μελέτη του εκάστοτε θέματος, κινούμενη στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και μυθοπλασίας (π.χ. «με τα πανιά τους ξεφούσκωτα, τα δύο ιστιοφόρα αρμένιζαν μεσοπέλαγα, τυλιγμένα σε μια εκκωφαντική σιωπή διαμετρικά αντίθετη από τη γαλήνη που βασίλευε γύρω μου στην αίθουσα της Βιβλιοθήκης», σελ. 42). Είναι ενδιαφέρον ότι ο γερμανικός τίτλος του βιβλίου είναι “Verzeichnis einiger Verluste“ που σε αυτολεξεί μετάφραση αποδίδεται ως «Κατάλογος προσωπικών απωλειών». Επιτυχημένα, όμως, δεν επιλέχθηκε αυτή η μετάφραση, γιατί θα έδινε έναν υπερβολικά προσωποκεντρικό τόνο στο βιβλίο, ενώ, διαβάζοντάς το, παρατηρεί κανείς ότι η προσωπική χροιά είναι σπάνια ορατή. Αυτό που συμβαίνει, μάλλον, είναι το ότι το προσωπικό βίωμα της συγγραφέως απλώς συνυπάρχει μαζί με τα βιώματα όλων των υπολοίπων που παρουσιάζονται στον κατάλογο αυτό.
Η συνθήκη του βιώματος είναι σημαντική στο βιβλίο γιατί είναι αυτή που κάνει μια αφήγηση για θέματα ουσιωδώς διαφορετικά -αντικείμενα, ζώα, νησιά ολόκληρα, αλλά και ανθρώπους– να έχει ομοιομορφία. Κοινή θεματική στο έργο είναι η σχεσιακότητα με την οποία συλλαμβάνεται η ύπαρξη κάθε απολεσθέντος – η ύπαρξη ως συνύπαρξη και η διαλεκτική μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, απώλειας και παρουσίας. Για παράδειγμα, στην ήδη αναφερθείσα φράση της για την εκκωφαντική σιωπή των πλοίων σε αντιπαράθεση με τη γαλήνια σιωπή της βιβλιοθήκης, καταλύει τη γραμμικότητα του χρόνου και, με τη χρήση του παρατατικού, αφήνει να συγκατοικήσουν παρελθόν και μέλλον. Η ύπαρξη ως συνύπαρξη αναδεικνύεται στο γεγονός ότι τα διάφορα απολεσθέντα δεν αποτελούν αντικείμενο αφήγησης ως τέτοια, αλλά αναδεικνύονται μέσω ιστοριών για το πως τρίτοι τα βίωσαν, τα αγάπησαν ή και τα μίσησαν. Για παράδειγμα, το διήγημα για το «Μέγαρο της Δημοκρατίας» του Βερολίνου, δεν επιδίδεται ποτέ στην περιγραφή του κτιρίου, αλλά αναφέρεται στο το πώς η σχέση ενός ζευγαριού βρήκε το οριακό της σημείο, μια στιγμή εντός αυτού του κτηρίου.
Επειδή από την άλλη κάθε απολεσθέν είναι και πραγματικό, κάθε αφήγημα ξεκινά παραθέτοντας εν συντομία την πραγματική ιστορία του εκάστοτε απολεσθέντος πριν να ξεκινήσει το κομμάτι της μυθοπλασίας. Μάλιστα για να γίνει ακόμα ρεαλιστικότερο το «ξαναζωντάνεμά» τους, κάθε διήγημα συνοδεύεται από ένα σκίτσο-εικόνα του αναλυόμενου σε θολή απεικόνιση, για να συμβολίσει το ταξίδι κάθε διηγήματος, δηλαδή την ακροβασία μεταξύ λήθης και ζωής.
Αυτή η συσχέτιση κειμένου και υλικού φορέα διακρίνει τη Schalansky στο σύνολο του μέχρι σήμερα έργου της και αποτελεί και τη σημαντικότερη προσφορά της στη σύγχρονη λογοτεχνία. Μάλιστα, σε ένα μικρό δοκίμιο που προηγείται των διηγημάτων, θα τονίσει αυτή την ανάγκη «αδιάσπαστης ενότητας υλικού φορέα και περιεχομένου» (σελ. 33). Η προαναφερθείσα χρήση των εικόνων είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πώς καταφέρνει να επεκτείνει τους ορίζοντες της εμπειρίας της ανάγνωσης. Ακόμη πιο σημαντικό είναι, όμως, το ότι συνδέοντας αδιάσπαστα το κείμενο με τον υλικό του φορέα, επανανοηματοδοτεί την αξία του έγχαρτου βιβλίου στον 21ο αιώνα. Η επιμονή της στο θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοθαύμαστη και για την προσφορά της αυτή έχει λάβει το βραβείο γερμανικών εκδοτικών οίκων “Preis der Literaturhäuser“ το 2014.*
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι σχεδιασμένο από την ίδια τη συγγραφέα, κάτι που εγείρει σκέψεις για το νόημά του. Κατ’ εμέ είναι σαν να προοικονομεί το περιεχόμενο του βιβλίου και να δηλώνει τη βασική θεματική του. Σχεδιασμένο για να μοιάζει σαν σκονισμένο, το εξώφυλλο φέρνει στο μυαλό την εικόνα ενός βιβλίου που μόλις «ξεθάφτηκε», ξεχασμένο σε ένα ράφι. Παραλληλίζοντας την επιλογή αυτή, με μια φράση της ρομαντικά απαισιόδοξης Schalansky ότι «κάθε αντικείμενο είναι ήδη απόρριμμα και κάθε δημιουργία δεν είναι παρά μια καταστροφή» (σελ. 20), συνειδητοποιεί κανείς ότι το βιβλίο σχεδιάστηκε ως ήδη σκονισμένο για να εικονοποιήσει την παραπάνω σκέψη. Είναι σαν να μας εξομολογείται η ίδια, ότι δημιουργώντας το βιβλίο της, κατατρέχεται από τη σκέψη ότι και η δική της δημιουργία είναι ήδη καταδικασμένη στη σκόνη και την αφάνεια, όπως και όλα τα απολεσθέντα για τα οποία επιλέγει να μας μιλήσει.
*Για τους γερμανομαθείς
Κατάλογος Απολεσθέντων, της Judith Schalansky
Μετάφραση: Γιάννης ΚαλιφατίδηςΕκδόσεις Αντίποδεςσελ. 344