Νόμος περί τέκνων, του Ian McEwan
Ποια είναι τα όρια του νομικού δικαίου, της ατομικής βούλησης, της προσωπικής ελευθερίας; Πώς τοποθετείται η ελευθερία της σκέψης απέναντι στη θρησκευτική πίστη; Μεταξύ του Νόμου του Θεού και του Νόμου των Ανθρώπων, τίνος η εξουσία υπερισχύει;
Η Φιόνα Μέι είναι μια διακεκριμένη νομικός που εκδικάζει στο Ανώτατο Δικαστήριο υποθέσεις οι οποίες εμπίπτουν στο οικογενειακό δίκαιο. Φημίζεται για την οξυδέρκεια και την ευαισθησία της, για τις καλοζυγισμένες αποφάσεις της. Οι υποθέσεις που εκδικάζει αφορούν ως επί το πλείστον αντιδικίες στις οποίες εμπλέκονται παιδιά. Άτεκνη από επιλογή η ίδια («…τα χρόνια της γονιμότητας ξεγλιστούσαν ώσπου να χαθουν οριστικά, ενώ εκείνη παραήταν απασχολημένη για να το προσέξει»), δίνει αθόρυβα και διακριτικά τη δική της οικιακή διαμάχη, εκεί όπου επίσης καλείται να πάρει μια σημαντική απόφαση. Η κρίση που ξεσπάει στον πολύχρονο γάμο της δίνει το έναυσμα για την αναθεώρηση του ρόλου της ως συζύγου, ως μη-μητέρας, ως εργασιομανούς δικαστικού απορροφημένης ολοκληρωτικά στις υποθέσεις της.
Θλίψη και διογκούμενη αίσθηση αδικίας, ενώ ο πραγματικός θυμός καραδοκούσε. Μια εγκαταλειμμένη πενηνταεννιάχρονη γυναίκα, στη ηπιακή ηλικία των γηρατειών, που μόλις είχε μάθει να μπουσουλάει...
Η δικαστίνα Φιόνα αντιμετωπίζει για άλλη μια φορά ένα μείζον ηθικό δίλημμα όταν καλείται να αποφασίσει αν ο δεκαεπτάχρονος Άνταμ, λίγο πριν τα 18α γενέθλια και τη ενηλικίωσή του, θα ζήσει ή θα πεθάνει. Γιατί περί αυτού πρόκειται, όταν αρνείται τόσο ο ίδιος όσο και οι γονείς του τη θεραπεία που προτείνουν οι ενάγοντες γιατροί –μια επείγουσα μετάγγιση αίματος– λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και ως πιστοί Μάρτυρες του Ιεχωβά, με άμεσο κίνδυνο να πεθάνει.
Τα στεγανά και οι όποιες ρωγμές του νομικού συστήματος, η σκοταδιστική, μέχρι τυφλότητας προσήλωση στο γράμμα του θεϊκού νόμου από μεριάς της αίρεσης στην οποία είναι ταγμένοι οι γονείς του Άνταμ (δυο γονείς που αδιαμφισβήτητα λατρεύουν τον γιο τους) η μοναδικότητα της ανθρώπινης συνθήκης η οποία επιβάλλει την προσαρμογή των πάσης φύσεως νόμων και επιταγών στην κατά περίπτωση ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου, είναι τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα που το 1998 τιμήθηκε με το βραβείο Booker για τη νουβέλα του «Άμστερνταμ» (Πατάκης, 2021). Για να αποφασίσει, η Φιόνα επισκέπτεται τον Άνταμ στο νοσοκομείο. Πρέπει να πειστεί ιδίοις όμμασι ότι ο νεαρός Άνταμ έχει απόλυτη επίγνωση των συνεπειών της απόφασής του. Μέσα από την μεταξύ τους συνάντηση όλα θα ξεκαθαρίσουν. Τόσο για την ίδια όσο και για τον Άνταμ.
Της πέρασε από το νου η βλάσφημη ιδέα ότι δεν είχε και μεγάλη σημασία αν θα ζούσε ή αν θα πέθαινε το αγόρι. Τα πάντα θα παρέμεναν λίγο ως πολύ ίδια. Βαθιά θλίψη, πικρή μεταμέλεια ίσως, τρυφερές αναμνήσεις και ύστερα η ζωή θα ορμούσε σαν κύμα και όλα αυτά θα σήμαιναν ολοένα και λιγότερα, καθώς όσοι τον αγαπούσαν θα γερνούσαν και θα πέθαιναν, ώσπου στο τέλος δε θα σήμαιναν πια τίποτε απολύτως. Θρησκείες, ηθικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένου και του δικού της, έμοιαζαν με κορυφές σε μια πυκνή οροσειρά ιδωμένη από μακριά, καμιά καταφανώς ψηλότερη, πιο σημαντική, πιο αληθινή από την άλλη. Τι είχε να κρίνει; Για ποιο πράγμα να αποφανθεί;
Η Φιόνα επιστρέφει στο δικαστήριο και ανακοινώνει την πλήρως τεκμηριωμένη απόφασή της, εξέλιξη που θα πάρει απρόβλεπτη τροπή. Εκείνη η επίσκεψή της στο νοσοκομείο θα λειτουργήσει καταλυτικά τόσο για τον νεαρό ασθενή όσο και για την ίδια.
Το μυθιστόρημα του Ian McEwan ανατέμνει τις έννοιες της δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων σχέσεων, των ηθικών διλημμάτων και των νομικών, θρησκευτικών, κοινωνικών ορίων, χωρίς ηθικολογικά διδάγματα και δαιμονοποιήσεις, υπενθυμίζοντας, όπως μόνο η λογοτεχνία μπορεί να το κάνει, τη μοναδικότητα και το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ταινία έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο (“The Children Act”, 2017) με την Emma Thompson στο ρόλο της δικαστίνας να αποδίδει άψογα την αγγλοσαξωνική νηφαλιότητα, αυτοσυγκράτηση και διορατική ευαισθησία της Φιόνα Μέι).
Εξαιρετική, όπως πάντα, η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
Νόμος περί τέκνων, του Ian McEwan
Μετάφραση: Κατερίνα ΣχινάΕκδόσεις Πατάκησελ. 272