Κισότ, όπως Δον Κιχώτης, του Sir Ahmed Salman Rushdie
Ένα γενναίο ρόδο: Σημείωμα για το μυθιστόρημα του Sir Ahmed Salman Rushdie «Κισότ, όπως Δον Κιχώτης» σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
...Ο Δον Κιχώτης
του Θερβάντες
τούτο το πλανόδιο έμβλημα
που σε όλους
έδωσε βρόντο γερό
και όλους μας άφησε
λαβωμένους...
Juan de Marujan
Καμιά φορά η επικαιρότητα προλαβαίνει τις ανθρώπινες προθέσεις. Καμιά φορά πέφτει τριγύρω μια σκοτεινιά, μας αρπάζει από τα κόκαλα, μας κάνει κομμάτια. Η κτηνώδης ζωή μεταγγίζει τον μηχανικό της ρυθμό στις προσωπικές μας ιστορίες και κάνει κομμάτια τις εκεχειρίες που νομίζαμε πως κατορθώσαμε δυο χιλιάδες χρόνια μετά την αγάπη. Τότε είναι οι τροχαλίες του κόσμου που κάνουν την γνώριμή τους κίνηση και θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς απάνθρωπους και ανεξήγητους. Ένας τέτοιος μηχανισμός προσπάθησε να κόψει το νήμα της ζωής του γεννημένου στην Βομβάη συγγραφέα Ahmed Salman Rushdie . Ο εκτελεστής δηλώνει αμετανόητος, προχωρεί μες στο κάδρο της κάμερας έχοντας στο πλευρό του τον θαυμασμό και την εκτίμηση μερικών ακραίων κύκλων. Στις πρώτες του δηλώσεις ο παραλίγο δολοφόνος του βραβευμένου συγγραφέα διατυπώνει την έκπληξή του που απέτυχε στους σκοτεινούς σκοπούς του. Τα τραύματα που του κατάφερε ήταν αρκετά για να του στερήσουν την ζωή, μα δεν ήταν ακόμη γραφτό τούτος ο σύγχρονος Δον Κιχώτης να κρατηθεί στην ζωή, έτσι όπως ο Σπανιόλος ήρωας των παλιών, σκοροφαγωμένων αιώνων αντέχει τις δυσκολίες του ταξιδιού, την φριχτή πεζότητα αυτού του κόσμου που δεν κατόρθωσε ποτέ να δει τα σπίτια σαν ανεμόμυλους, που δεν αγάπησε ποτέ τις Δουλτσινέες, που δεν μοιράστηκε ποτέ τον δρόμο του ταξιδιού του με έναν Σάντσο. Ο Rushdie κατάφερε να σωθεί και η ρυτίδα του θανάτου που πλανήθηκε για λίγο γύρω από τα μάτια του ξεθώριασε και έσβησε. Βλέπετε τέτοιοι δημιουργοί στέκουν ενέχυρα για την ανθρωπότητα. Ο σκληρός αγώνας της επιβίωσης, η αδυσώπητη αντιπαράθεση με τον χρόνο , μας επιστρέφει μερικές ποιητικές ιστορίες που μιλούν για την αγάπη και κάνουν τα δοκάρια του κόσμου να σαλέψουν. Τέτοιες ήταν πάντα οι προθέσεις του Sir Ahmed Salman Rushdie που διαβάζει το αφήγημα του κόσμου και κλαίει για την ανεπανόρθωτη Αμερική του, αυτή που φυτοζωεί στις μακρινές ενδοχώρες, μια χώρα πεθαμένη εδώ και χρόνια, ένα κουφάρι πάνω στον Ατλαντικό, με όλη την ένδοξη μεγαλοπρέπεια του ασάλευτου σώματος της. Ο συγγραφέας τραγουδάει για την φοβερή ζωή, εκεί έξω. Για την ζωή που στην βαθύτερη έκφρασή της αφήνει χνάρια, σχήματα του χρόνου και του θανάτου.
Ο γεννημένος το 1947 συγγραφέας δεν χρειάζεται τις συστάσεις αυτού εδώ του σημειώματος. Ο Salman Rushdie μετανάστευσε στην Αγγλία το 1961 και σήμερα ζει στην Αμερική. Τα βιβλία του έχουν τιμηθεί με εξόχως σημαντικά βραβεία, όπως η σπουδαία, τιμητική διάκριση του Booker of Bookers που δικαιωματικά έλαβε το 2007 για «Τα παιδιά του μεσονυκτίου». Τα βιβλία του πάντα θα προκαλούν κριτικές και θύελλες αντιδράσεων. Ίσως επειδή ετούτος ο κόσμος χρειάζεται κάπως να αφοπλιστεί, όσο τα ιερά και τα όσια του παλεύουν για την επιβίωση. Και όσο εκείνος γερνά και η ασχήμια του θάβεται κάτω από ολόλευκα tendanto, καμωμένα στην Νάπολη με τα στενοσόκακα της και τα θαμμένα στους αιώνες κοιμητήρια της.
Οι εκδόσεις Ψυχογιός και ο καταξιωμένος Γιώργος Μπλάνας στην θέση του μεταφραστή, επαναφέρουν τον Rushdie στο αναγνωστικό προσκήνιο. Και με ένα κατακόκκινο εξώφυλλο, έξοχο στην προοπτική του η Βίκυ Αυδή στην μακέτα και οι εκδόσεις Ψυχογιός με την πολυετή τους πείρα γύρω από τον χώρο του βιβλίου παραχωρούν στον σπουδαίο δημιουργό μια θέση στην πρώτη γραμμή του βιβλιογραφικού ενδιαφέροντος. Κοιτάζω το εξώφυλλο και θαρρώ πως αντικρίζω εκείνη την Ιρλανδή γυναίκα με το πορφυρό φουστάνι που κάποτε έκλαψε πικρά για μια αγάπη μες στις σελίδες της λαϊκής δοξασίας. «Κισότ, όπως Κιχώτης» τιτλοφορείται το μυθιστόρημα τω εκδόσεων Ψυχογιός που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα, κορυφαία γεγονότα στον χώρο της ελληνικής μετάφρασης. Ο μύθος, με την ριπή του πόθου, με του βυθού την ταραχή βρίσκει μια θέση στην αμερικανική ενδοχώρα. Καπνίζει σέρτικα τσιγάρα έξω από τα μοτέλ με τις βιαστικές διαμονές και τα λερά σεντόνια. Κάθε τόσο χαμογελά στον θείο Σαμ που διαβαίνει τους δρόμους της Νέας Υόρκης, το Μίσιγκαν, την εξωτική Αλαμπάμα για να πει δυο τρία λόγια πάνω στο όνειρο. Ο Δον Κιχώτης οδηγεί το αμερικάνικο αυτοκίνητό του και όπως η Σπάρτη του Δημήτρη Λιαντίνη όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Ελένη. Έτσι και ο Κισότ του Rushdie ανοίγει μονοπάτια που βγάζουν κατευθείαν στην αμερικανική καρδιά. Τι και αν στίχοι σαιξπηρικοί ερμηνεύουν σαν ψυχογράφημα τον αβαθή κόσμο του Σάντσο, με τα μπαλώματα στην σκέψη και την φήμη του τρελού. Ο Δον Κιχώτης των αυτοκινητόδρομων, ο ιππότης της Μάντσα που έχει απορροφήσει εντός του ολάκερη την λαϊκή ιστορία του πολιτισμού, αυτός ο διαχρονικός άγιος που έχει φορτωθεί τα ακυρωμένα όνειρα και τις εσωτερικές αλήθειες ενός μητροπολιτικού κόσμου, αφηγείται από την αρχή έναν από τους πιο φημισμένους μύθους της ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι δυο τους παραχωρούν μια αυθεντική μαρτυρία της πιο σπάνιας ομορφιάς, προχωρούν με την νεκρή, μελαγχολική αίσθηση ενός σύμπαντος κλεισμένου σε φυτολόγιο. Ρωτούν όπως η θρυλική Μαργαρίτα του Φάουστ και η Αμερική των χιλίων και ενός πολιτισμών που θυμίζει μια αδειανή στέρνα, με χαλασμένες ιδέες και σκουριασμένα ύφαλα κάτι αυθεντικό αποκρίνεται Απομένει στον συγγραφέα να στήσει στις σελίδες του Ψυχογιού το λαμπορατόριο των μακρών ενοράσεων που κάτι τίμιο και δοξαστικό κουβαλούν για την βιογραφία της ανθρωπότητας. Οι δυο τους, ο Κισότ και ο Σάντσο που γεννιέται από ένα πείσμα και ένα όνειρο, ρυθμίζουν το στόχαστρο προς την πλευρά της συγκίνησης, μιας αποκάλυψης που λέει πολλά περισσότερα από ότι καταφέρνει να ψελλίσει η σημερινή Αμερική για τον εαυτό της τον ίδιο. Εκείνο το κινδυνώδες αίσθημα που κράτησε ζωντανή την ρομαντική καρδιά του δονκιχωτικού μύθου εφευρίσκει έναν άλλον τρόπο για να υπάρξει.
Ο μύθος του Κισότ που στο ομώνυμο βιβλίο των εκδόσεων Ψυχογιός φθάνει στην επιφάνεια με την ίδια καθαρότητα, με την απαράλλαχτη μοναξιά του ήρωά του, συνιστά ένα από τα παλιότερα παραμύθια αυτού του αθεράπευτου κόσμου. Ο Michael Nerlich στο δοκίμιό του που περιλαμβάνεται στο Βλέμμα του Ορφέα υπό την εκδοτική επιμέλεια της Bernadette Bricout χαρακτηρίζει τον αλαφροΐσκιωτο ήρωα της Μάντσα «σύμβολο περιπλανώμενο». Και είναι πέρα για πέρα δικαιωμένος ο χαρακτηρισμός αυτός αν συλλογιστεί κανείς το οδοιπορικό που καταγράφει ο Sir Ahmed Salman Rushdie στην Αμερική της τρίτης χιλιετίας. Στους κόλπους του πολιτισμού ο Κισότ παραμένει ο αθεράπευτος ρομαντικός, απομεινάρι της γενιάς των beat που έζησε και πέθανε με την δίψα του ταξιδιού. Πέρα από την κριτική αξιολόγηση της εποχής που τόσο γλαφυρά και διακριτικά δίνεται στις σελίδες του ξεχωριστού μυθιστορήματος, έξω από τους συσχετισμούς που ο μύθος αναπτύσσει με την ίδια την εποχή μας, ο τωρινός Δον Κιχώτης του Rushdie, ο αλλοτινός ήρωας του Θερβάντες και μιας ανάπηρης πια φαντασίας, φορά το ρούχο της εποχής μας. Ο άνεμος που σαρώνει τούτα εδώ τα χρόνια τίποτε δεν στερεί από τους δύο εμβληματικούς ήρωες που επανεμφανίζονται για να ακούσουν το παράπονό μας. Ο Σάντσο που διαθέτει την στόφα ενός ολοζώντανου ήρωα, ο Κισότ που μες στην φτήνια του καιρού κατορθώνει να αποδείξει πως μες στην πρόστυχη ανθρωπότητα, μπορεί κανείς να βρει μια φύση θεϊκή, η μοναξιά τους καθώς διασχίζουν το άσυλο της αμερικανικής ενδοχώρας, το φόντο του τοπίου που γεννιέται μες στα δυο τους μάτια, αυτές οι δίχως τίποτε το πλαστικό μορφές, δυο σκελετοί σωμάτων που διέσχισαν τους αιώνες για να βρουν καταφύγιο στις σελίδες του Sir Ahmed Salman Rushdie . Η τρικυμισμένη ζωή του Δον Κιχώτη γεμάτη από την ανάγκη της επινοητικότητας και της προσωπικής επιθυμίας, η ζωή με τα χαμένα πεδία της μάχης και τους παγετώνες της κάνει τα έκπληκτα σκυλιά να σωπάσουν. Ο Κισότ ακολουθεί το πεπρωμένο του σε σπίτια και σε δωμάτια ξεχασμένα. Πλάι του ο Σάντσο κάτω από ήλιους και φεγγάρια, να σέρνει πίσω του έναν κόσμο που ετοιμάζεται να σφραγιστεί από τον κανόνα της σύγχρονης ανάγκης.
«Υπάρχει μια φιγούρα», γράφει ο Miguel de Unamuno y Jugo, στην πραγματεία του για τον Δον Κιχώτη, «μια φιγούρα κωμικά τραγική, ένα πρόσωπο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται όλο το τραγικό βάθος της ανθρώπινης κωμωδίας: η φιγούρα του Κυρίου μας Δον Κιχώτη… προικισμένη με την δική του φιλοσοφία», με την μεταφυσική μιας Αμερικής που έχει πάψει να πιστεύει στο όνειρο και τον εαυτό της, θα συμπληρώσει ετούτο το σημείωμα. Και κάπου αλλού, ο Nerlich επισημαίνει πως «είναι ανάγκη να θυμηθούμε την πολύ – πολιτισμική μας ταυτότητα» που τόσο εύστοχα θεμελιώνει ο διαχρονικός ήρωας του Θερβάντες. Οι ήρωες του βιβλίου γυρεύουν να εγκαταλείψουν τις φωνές τους, στοχεύουν σε μια καινούρια ζωή καμωμένη κάτω από τον πρωινό ήλιο και ολότελα απαλλαγμένη από το σκληρό πρόσωπο ενός κόσμου που γερνά. Θυμίζουν εκείνες τις φιγούρες του γλύπτη Bill Watson που καμιά φορά υψώνονται σαν τους μοναχικότερους ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και εκατοντάδες χρόνια τώρα φοβούνται την ζωή του Λονδίνου. Θυμίζουν θραύσματα ενός μύθου που δεν έπαψε να γοητεύει και να συναρπάζει το κοινό όλων των ηλικιών, επιτρέποντας στα πράγματα και τους ανθρώπους να πλευρίσουν στο πεπρωμένο τους, όπως τότε, όπως πάντα. Ο Κισότ και ο Σάντσο, δίχως να παραλείπουν τίποτε από την εγχώρια και την διεθνή, πολιτική σκηνή κατοικούν το κολασμένο χάος μιας ανθρώπινης βιογραφίας. Το αμερικάνικο πανόραμα δεν στερεί τίποτε από τον μύθο. Μες στους κόλπους του οι ήρωες μεταμορφώνονται σε ότι δεν πρόκειται να ξαναγίνουν ποτέ. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος που κάποτε ενσάρκωσε για τον δικό μας, νεοελληνικό πολιτισμό τον Δον Κιχώτη της σύγχρονης σκέψης αναγνωρίζει στο παλιό μια ιδέα έρωτα, μια αλήθεια που ίσως κάποτε να γίνει αντικείμενο υπεράσπισης ή αποτίμησης της ζωής που στήσαμε με σύμβολα σαθρά και δεκανίκια.
«Και ιδού που γεννιέται στην καινούρια έκδοση του Ψυχογιού ένα γενναίο ρόδο. Και ιδού, μες στις κόκκινες, θεαματικές αποχρώσεις που βρίσκει την πραγμάτωσή της η θέση του» Christian Johann Heinrich Heine όταν ισχυρίζεται πως «οι ώμοι του Δον Κιχώτη επιβαρύνονται από τα γεγονότα του παρόντος καιρού. Παραμένει τρελό να θέλουμε να εισάγουμε πρόωρα το μέλλον στον παρόντα χρόνο όταν έχουμε μόνο ένα αδύνατο άλογο, αμελητέα όπλα και ένα εύθραυστο σώμα σ’αυτήν την μάχη ενάντια στα συμφέροντα της εποχής μας».
Σε όλα ετούτα αντιστέκεται ο Δον Κιχώτης, ένας πολίτης του κόσμου, κυκλωμένος από τα ιδεώδη του, ένας άγγελος που βγαίνει από τον ευαγγελισμό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας για να συναντήσει τον άμεσο και όλο αιχμές λόγο του Sir Ahmed Salman Rushdie, και του ατέλειωτου βιβλίου του, του δίχως απάντηση. Ο Heine επισημαίνει πως «οι δυο σύντροφοι αφορούν ο ένας παρωδία του άλλου, μα αλληλοσυμπληρώνονται, σε τέτοιο βαθμό, ώστε πλάθουν μαζί τον πραγματικό ήρωα». Η καινούρια έκδοση του Ψυχογιού σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα με τίτλο Κισότ, όπως Δον Κιχώτης φανερώνει την ανάγκη της εποχής μας για σπουδαία βιβλία αλλά και ακόμη σπουδαιότερα ιδανικά. Ο Κισότ που κέρδισε την ζωή του κόντρα σε θεούς και θρησκείες συνιστά έναν άλλο Άμλετ που σε τούτο το βιβλίο του Ψυχογιού εφευρίσκει τον εαυτό του πέντε αιώνες μετά.
Κισότ, όπως Δον Κιχώτης, του Sir Ahmed Salman Rushdie
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.
Εκδόσεις Ψυχογιός
σελ. 496