Το αίνιγμα του κόσμου στον Cormac McCarthy
Στο “Stella Maris”, το δεύτερο βιβλίο του διπτύχου που εξέδωσε ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας Cormac McCarthy το 2022, η πρωταγωνίστριά του αφηγείται στο γιατρό της ένα όνειρο. Η ίδια βλέπει ότι βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο, σε ένα μέρος με κάτι αδιευκρίνιστους φρουρούς μπροστά σε μια πύλη, και κάπου πέρα από τους φρουρούς, κρυμμένη, ελλοχεύει μια αδιευκρίνιστη παρουσία, ένα ον το οποίο κατά κάποιον τρόπο επικοινωνεί μαζί της ασκώντας της μια τρομακτική γοητεία, απευθύνοντάς της έμμεσα και ένα κάλεσμα. Για την Αλίσια η παρουσία του όντος είναι κάτι που τη στοιχειώνει, είναι δείγμα μιας οντότητας που στην υπερβατική και ασύλληπτη υπόστασή της έχει σημαδέψει τη ζωή της, τις σκέψεις της, την ίδια τη σχέση της με τον κόσμο. Είναι βασικά ένα δείγμα της ίδιας της (απροσπέλαστης) δύναμης που κινεί (κατά κάποιο τρόπο) τον κόσμο.
Αυτή η εικόνα από το “Stella Maris” –μια εικόνα που απηχεί πολύ έντονα καφκικές αναφορές (για παράδειγμα την παραβολή για το Νόμο στη «Δίκη»)– καθρεφτίζει σε μεγάλο βαθμό τον τόνο και την προβληματική του δίπτυχου μυθιστορήματος του Cormac McCarthy στο σύνολό του. Γιατί και στο “Stella Maris” αλλά και στον «Επιβάτη» (το πρώτο από τα δύο αυτά μυθιστορήματα), ο συγγραφέας αναπτύσσει έναν ευρύτερο φιλοσοφικό προβληματισμό που αφορά τη σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα και τις δυνάμεις που την απαρτίζουν. Στην καρδιά του τελευταίου αυτού έργου του βρίσκεται η βασανισμένη σκέψη του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τον κόσμο και παλεύει να βρει ποιο είναι το νόημά του, ποια είναι η καρδιά του, αν υπάρχει κάποια (θεϊκή;) παρουσία η οποία κυβερνά τις μοίρες των ατόμων και δίνει νόημα και προοπτική στη ζωή των πάντων. Όπως και στο όνειρο της Αλίσια, ο Cormac McCarthy στην ουσία προσπαθεί με τη γραφή του να αποτυπώσει άτομα που στέκονται εμπρός στη άβυσσο και παλεύουν να αποκωδικοποιήσουν τι υπάρχει πέρα από αυτή, παλεύουν να διαχειριστούν το κάλεσμά της και τη λογική του…
Σε ό,τι αφορά την ιστορία των έργων αυτή έχει ως εξής: Ο McCarthy αφηγείται την ιστορία δύο αδελφών, του Μπόμπυ και της Αλίσια, που μοιράζονται μεταξύ τους μια πολύ στενή και πολυεπίπεδη σχέση. Το πρώτο από τα δύο μυθιστορήματα, ο «Επιβάτης», επικεντρώνεται στον Μπόμπυ. Εκεί ο ήρωας -ο οποίος έχει σπουδάσει αρχικά φυσική- έχει καταλήξει, μετά από διάφορα στάδια, να εργάζεται ως επαγγελματίας δύτης. Στα πλαίσια μιας υποβρύχιας έρευνας στα συντρίμμια ενός αεροπλάνου, ο Μπόμπυ διαπιστώνει ότι στο αεροπλάνο επέβαινε και ένας επιπλέον επιβάτης ο οποίος δεν είναι καταγεγραμμένος και φαίνεται πως έχει διασωθεί. Αυτή είναι η αφετηρία για μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου: χωρίς να μαθαίνει ποτέ το λόγο, ο Μπόμπυ γίνεται στόχος πρακτόρων του αμερικανικού κράτους που τον καταδιώκουν θεωρώντας ότι γνωρίζει ευαίσθητες απόρρητες πληροφορίες. Έτσι (πάλι θυμίζοντας την καφκική «Δίκη»), ο πρωταγωνιστής βλέπει ολόκληρη τη ζωή του να ανατρέπεται και να περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα παράνοιας και παραλόγου, που τον φτάνει στα απώτατα όρια των δυνατοτήτων κατανόησης της ίδιας της πραγματικότητας. Σε αυτά τα αφηγηματικά πλαίσια, ο McCarthy φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για την ίδια την ιστορία και της λεπτομέρειές της αλλά φροντίζει να επιμείνει στα φιλοσοφικά και φαινομενολογικά απόνερά της: εστιάζει στο ίδιο το βίωμα του ήρωά του, στις διασταυρώσεις και συνδιαλλαγές του ήρωα με άλλα πρόσωπα (του παρελθόντος ή του παρόντος του), αλλά και στην καταγραφή των συνεπειών και των φιλοσοφικών/διανοητικών διαστάσεων που λαμβάνει η ιστορία και η τύχη του πρωταγωνιστή. Έτσι ο «Επιβάτης» είναι περισσότερο ένα διανοητικό, φιλοσοφημένο πορτρέτο ενός τραγικού και παράλογου ήρωα έτσι όπως αυτός καλείται να αντιμετωπίσει τον κόσμο.
Από την άλλη, το “Stella Maris” είναι το μυθιστόρημα τη Αλίσια, της αδελφής του Μπόμπυ. Χρονικά το “Stella Maris” τοποθετείται πριν από τον «Επιβάτη», αφού ήδη από την αρχή του πρώτου βιβλίου μαθαίνουμε ότι η Αλίσια έχει αυτοκτονήσει, γεγονός που έχει σημαδέψει τον Μπόμπυ. Στο δεύτερο τόμο αυτού του δίπτυχου, οι αναγνώστες παρακολουθούν την Αλίσια –μια μαθηματικό, από παιδί χαρισματική και ιδιοφυή–, η οποία έχει οικειοθελώς νοσηλευθεί σε ψυχιατρική κλινική. Πιο συγκεκριμένα, το “Stella Maris” είναι η καταγραφή των διαλόγων της ηρωίδας με τον γιατρό της, λίγο πριν αποφασίσει η ίδια να βάλει τέλος στη ζωή της. Σε αυτούς τους διαλόγους, ο McCarthy παρουσιάζει συζητήσεις βάθους, στις οποίες η Αλίσια εκθέτει απόψεις και προβληματισμούς για τον κόσμο και την υφή της πραγματικότητας, την ψυχολογία, την επιστήμη και τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία και τον έρωτα, εκθέτοντας έτσι τον (πάντα φευγαλέο) πυρήνα του δικού της εαυτού και των βασάνων που την ακολουθούν.
Όσο διαφορετικά κι αν είναι αυτά τα δύο μυθιστορήματα μαζί δημιουργούν ένα δίπτυχο με κοινές θεματικές και κοινό ύφος. Και πράγματι, οι διαφορές μεταξύ τους, δηλαδή το γεγονός ότι αναφέρονται σε δύο διαφορετικά πρόσωπα και δύο διαφορετικές ιστορίες (και χρονικές περιόδους), δεν παύουν να καθιστούν τα δύο έργα κάτι ενιαίο. Γιατί, στο κάτω-κάτω, προσωπικά διάβασα τον «Επιβάτη» και το “Stella Maris” σαν ένα δίπτυχο που παραμερίζει ουσιαστικά τις λεπτομέρειες και τα συμβάντα των επιμέρους ιστοριών για να παραδώσει στο αναγνωστικό μάλλον ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα, έναν λόγο που με δυναμικές χειρονομίες αρθρώνει ένα ευρύ φάσμα συλλογισμών πάνω στον πυρήνα της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, νομίζω ότι πολύ σκόπιμα και εύστοχα ο Cormac McCarthy, απογυμνώνει την πλοκή και κρατά ένα ελάχιστο σκελετό αρκετό για να αποδώσει την πεμπτουσία της, να αποδώσει με στιβαρό τρόπο μια εικόνα για την τραγωδία και το παράλογο και τον τρόμο που περιγράφει την πορεία των ανθρώπων στον κόσμο. Και έτσι, ο Αμερικανός συγγραφέας σε αυτό το έργο -που είναι μάλλον και απολογισμός- έχει την ευκαιρία να μιλήσει για τα προσωπικά πάθη και βάσανα, για τις μνήμες και τις πληγές που κουβαλούν τα άτομα και καθορίζουν σε αρκετό βαθμό την (καταπιεσμένη ή τραυματισμένη) μετέπειτα ζωή τους, για το γνωστικό και ψυχικό σοκ και τις συνέπειες της απόπειρας του ανθρώπου να συνδιαλλαγεί με τις τεράστιες δυνάμεις της ανθρώπινης ιστορίας και ψυχολογίας, για τον -σισύφειο- αγώνα να διαπραγματευτεί κανείς και να συλλάβει την ίδια την υπόσταση του κόσμου και της πραγματικότητας (μέσα από την επιστήμη ή μέσα από τη φιλοσοφία), για την απελπισία να αναζητά να ανακαλύψει ή να αποκαταστήσει κανείς το νόημα στα γεγονότα, για τη ματαιότητα ή το δυσπρόσιτο της ευτυχίας…
Και αυτά ο McCarthy τα αποτυπώνει σα λέξεις που καρφώνονται με ακρίβεια χάρη στην απαράμιλλη πρόζα και τη μορφή που επιλέγει να δώσει στο κείμενο. Ο συγγραφέας έχει αφομοιώσει με έναν υπέροχο τρόπο όλες του τις επιρροές, λογοτεχνικές, φιλοσοφικές ή επιστημονικές (εγώ διέκρινα και κρίνω ως πλέον έντονες τις αναφορές στον Kafka, στο παράλογο του Camus, αλλά και στον Πλατωνισμό), έχει μεταφέρει όλη του τη μαεστρία (καλλιεργημένη όχι μόνο μέσα από τα μυθιστορήματα αλλά και από τα σενάρια που έχει γράψει) στη δόμηση των διαλόγων, και έχει φτιάξει ένα πεζογράφημα στην καρδιά του οποίου δε βρίσκεται η περιγραφή και η αφήγηση αλλά ο διάλογος – στο μεγαλύτερο μέρος του φιλοσοφικός. Κάπως έτσι η γραφή του McCarthy γίνεται γρήγορη, ζωντανή και εύστοχη, χωρίς να χάνει ούτε το λυρισμό της αλλά ούτε και τη gravitas, το υψηλό ύφος, που του κληροδοτεί αφενός η φιλοσοφική παράδοση και αφετέρου το κλασικό μυθιστόρημα των περασμένων αιώνων. Σε αυτές τις συνθήκες, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ότι βυθίζεται σε ένα κείμενο που από τη μια ρέει γρήγορα χάρη στο ζωντανό και παραστατικό του ύφος ενώ από την άλλη είναι εξαιρετικά πυκνό σαν ιστός που «κλείνει» γύρω σου αποπνικτικά αλλά και ηδονικά.
Εν κατακλείδι, το δίπτυχο αυτό μυθιστόρημα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα είναι ένα σπουδαίο έργο, με το δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα, που αξίζει να υπάρχει στις βιβλιοθήκες όσων έχουν την υπομονή και την επιθυμία να καταπιαστούν με τις στοχαστικές απαιτήσεις που δημιουργεί ένα δύσκολο κείμενο πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο και την τραγωδία του.
Εν είδει επιλόγου, αποφάσισα να ολοκληρώσω το άρθρο με ένα απόσπασμα από τον «Επιβάτη», στην αγγλική εκδοχή του (προκαταβολικά ζητώ συγγνώμη για το ξενόγλωσσο χωρίο), για να αφήσω μια γεύση της ίδιας της πρωτότυπης γοητείας της πρόζας του McCarthy:
Where the substance of a thing is an uncertain business the form can hardly command more ground. All reality is loss and all loss is eternal. There is no other kind. And that reality into which we inquire must first contain ourselves. And what are we? Ten percent biology and ninety percent nightrumor
Ο επιβάτης, του Cormac McCarthy
Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg
σελ. 593
Stella Maris, του Cormac McCarthy
Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg
σελ. 263