500 ποιήματα από την παλατινή ανθολογία
Επικίνδυνες Αμυμώνες: Σημείωμα για την σπουδαία έκδοση «500 ποιήματα από την παλατινή ανθολογία» σε μετάφραση του Ανδρέα Λεντάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.
Έπεφτε η βροχή δίχως ενοχή. Βλέπετε, δεν καταλαβαίνουν τα καιρικά φαινόμενα από τις συνήθειες τις ανθρώπινες. Και έτσι, όλοι εμείς, που προσμένουμε σαν ερωμένες τον Γρηγόρη να φανεί απέναντι στη διάβαση, καταπράσινος και εύρωστος με το ανοιχτό του το βήμα το ελεύθερο, προχωρούμε, ισορροπώντας ανάμεσα στα νερά, αποφεύγουμε επιδέξια τις λακκούβες, ριχνόμαστε με ορμή στη διάβαση της λεωφόρου. Και όλο προχωρούμε προς τον σκοπό μας, τον μικρό ή τον μεγάλο. Και η βροχή μας ξεπλένει την ντροπή την κυριακάτικη που ξέμεινε μες στις τσέπες μας. Με τη μορφή ενός εισιτηρίου, ενός φιλιού, ενός αποκόμματος που δεν κατέχει πια την παραμικρή, την ελάχιστη σημασία. Ενός χωρισμού, της αδειανής υπόσχεσης.
Δυνάμωνε η βροχή και όλα θολά γινόντουσαν. Ή κάπως διακεκομμένα, σαν τους πίνακες του Παπασπύρου. Και τόπους τόπους η θερμοκρασία της πόλης που ονομάζεται μνήμη άφηνε τολύπες καπνού και ατμούς. Και οι δρόμοι γυαλίζανε σαν τους παλιούς καθρέφτες. Και θυμήθηκα, – πώς το ‘παθα κανείς δεν ξέρει, άβυσσος η ψυχή που αναδεύει τις θύμησες – εκείνη τη φράση των Θαλασσινών των Διαλόγων του αξεπέραστου Λουκιανού. Νεφέλης παίδων διαέριος φυγή. Να μπορούσα λέει να χαθώ από τούτη τη ζωή, να μπορούσα να πετάξω πάνω από την πόλη, να την δω που γερνάει, με τα βρεγμένα της μαλλιά τα αρχαία. Μόνον σαν άκουσα την παρατηρητική φωνή της μητέρας πλάι μου, επανήλθα στα γήινα και άνοιξα και εγώ το βήμα μου, κάπου να φτάσω, σε έναν προορισμό βρε αδελφέ, σε ένα μηδέν.
Τότε ήταν που την είδα. Κοιτούσε προς μια άγνωστη μεριά. Ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, ένα κορίτσι που τ’αγαπάμε για αυτό που είναι. Για την αρχαία του την κατατομή, για τις γραμμές του προσώπου της που κλείνουν εντός τους ολάκερο τον κόσμο τον γνωστό μα και τον άλλον τον μυστηριώδη και νεφελώδη. Ήταν σαν να λέμε εκείνο το κορίτσι ένας αποσπερίτης ανάμεσα στους ζωντανούς νεκρούς που κατοικούν σήμερα τις πολιτείες μας. Τι δραματική που έκανε τη ζωή μου εκείνη η Αμυμώνη της τρίτης χιλιετίας. Με το αποφασιστικό της βλέμμα, με τον λαιμό της το χυτό που στερέωνε μια προτομή σπάνιας και θερμής ομορφιάς.
Το σύνθημα δόθηκε. Τώρα ξεκινούσαμε καθένας από τον προμαχώνα του. Ορμητικό το πλήθος και από τις δυο μεριές εφορμούσε, δίχως στρατηγούς, ίσια στο θάνατο και τον σκοπό του. Και είχα μόνον μια ολομόναχη ευκαιρία, δεν είχα τίποτε άλλο στα χέρια μου. Είχα μονάχα μια ευκαιρία προτού χαθούν όλα μες στο δειλινό. Θυμάμαι κάποιον ζωγράφο που μετρούσε τον καιρό με τον τρόπο που η νύχτα αφανίζει τις πλώρες από την ακτή. Μια τέτοια πλώρη ήμουν και εγώ, η νύχτα με απειλούσε.
Το βρήκα, πάει να πει θα σκαρώσω τώρα δα, ένα επίγραμμα σαν εκείνα του Μελέαγρου. Κάποιο σαν αυτά που μπορείς να βρεις στον Κύκλο του Αγαθία ή την Ανθολογία του Κεφαλά και του Πλαντίδη. Μες σε μια στιγμή θα γενώ σαν εκείνους τους κόπτες ποιητές που ζήσανε μια φορά και έναν καιρό στις αιγυπτιακές τις Θήβες. Βεβαίως, μπορεί να παρεκτραπώ έτσι όμορφη που είναι η Αμυμώνη μου, μπορεί να παρεκτραπώ και κάτι να σκαρώσω σαν εκείνα τα ερωτικά, τα έκφυλα του Στράτωνα. Μα για μια στιγμή καλύτερα το σκέφτομαι το πράγμα και βρίσκω πως καλύτερα θα ‘ταν να εφεύρω ένα δίστιχο, γεμάτο δόξα και χάρη, σαν εκείνα του Σιμωνίδη του Κείου.
Και όλο ερχότανε και εμπρός μου γκρεμιζόταν ο σκελετός της πόλεως. Και το αίσθημά μου μεγεθυνόταν. Για μια στιγμή είπα η καρδιά μου πως θα σπάσει, ιδίως σαν την είδα να πλησιάζει, ικανή ως και το χειλάκι του στυγνού του Ωρίωνα να τσακίσει. Θεέ μου, κράτα με όρθιο, έλεγα και ξανάλεγα και εντός μου πύκνωναν οι λόγοι, οι συγκινησιακοί που εντός μας ξυπνούν την ώρα της ψυχικής εντάσεως, της πιο αλόγιστης.
Και σαν ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο, έτσι με τα ίχνη της βροχής στα πρόσωπά μας, η κόρη μου χαμογέλασε. Ανεπαίσθητα, όπως το ‘πε ο ποιητής, πάει να πει με ένα χαμόγελο συγκρατημένο, ένα χαμόγελο αδέσποτο μες στη λυπημένη πολιτεία. Η γη εχάθη κάτω από τα πόδια μου και η καρδιά μου ταράχτηκε και συνήλθα μόνον σαν μου βάλανε να μυρίσω το άρωμα. Κάποιο κορίτσι θα πρόστρεξε, τρεχάτε μωρέ, ο επιγραμματοποιός πάει, χάθηκε, θα είπαν. Εκείνο το κορίτσι πρόλαβε και μου συστήθηκε. Αμυμώνη, μου ‘πε και φάνηκαν πάνω στο λαιμό της οι γραμμές των μαρμάρων και οι φλέβες των υλικών.
Και τώρα που επιστρέφω στο δυαράκι μου, τώρα που έπεσε το παραβάν της νύχτας, κάπως λιγοψυχισμένος αναρωτιέμαι μην ήταν τ’όνειρο η Αμυμώνη μου. Στην βιτρίνα του μικρού βιβλιοπωλείου, κάτω από τη λάμπα, το μάτι μου κλείνουν «500 ποιήματα της παλατινής ανθολογίας», όλα τους μεταφρασμένα από τον σπουδαίο Ανδρέα Λεντάκη. Στο εξώφυλλο εκείνου του βιβλίου, με την αναπαράσταση από τις ζωγραφιές του Ερκουλάνεουμ και τους λυράρηδες τους έρωτες βρήκα εκείνο που γύρευα. «Μια μέρα θα γενώ και εγώ επιγραμματοποιός, την Αμυμώνη μου σαν ξαναδώ, κάτι θα έχω πρόχειρο να της πω , μα και μεγαλειώδες, εφάμιλλο της ομορφιάς και της δόξας που κατέχουν τα ανθρώπινα. Μια μέρα, εκείνη τη μέρα που θα την ξαναδώ, θα είμαι έτοιμος. Και μεμιάς θα της αραδιάσω ένα σωρό εγκωμιαστικά στιχάκια. Δεν μπορεί, θα την γοητεύσω μια στάλα». Πήρα που λένε «τα πάνω μου».
Κάποιος με άκουσε που τα ‘λεγα δυνατά εκείνα τα λόγια, τόσο με είχε κατακλύσει ο έρωτας εκείνου του κοριτσιού. Και με τη σοφία χιλίων και βάλε αιώνων, μου ψιθύρισε τάχα εμπιστευτικά τα παρακάτω λόγια. «Της Δημαρέτης τα νομίσματα τίποτε δεν αξίζουν, να θυμάσαι». Και ο έρωτας επέρασε, ο έρωτας για την Αμυμώνη μου που με έριξε καταμεσίς του δρόμου, ο έρωτας που με έκανε εκεί σε μια στιγμή, μες στην βοή της λεωφόρου, έναν γνήσιο επιγραμματοποιό, πέρασε και πάει.
Μόνο τα ποιήματα μας μένουν, μόνο τα ποιήματα στην ξεχωριστή εκείνη έκδοση που επιμελήθηκε ο Λεντάκης και φρόντισαν ξανά οι εκδόσεις Gutenberg.
500 ποιήματα από την παλατινή ανθολογία
Μετάφραση: Ανδρέας Λεντάκης
Εκδόσεις Gutenberg
σελ. 488