Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Πίνοντας καφέ με τον Πλάτωνα, τον φιλόσοφο που οραματίστηκε την Ιδανική Πολιτεία, των Θανάση Λάλα & Σταμάτη Κωνσταντινίδη

cover-pinontas-kafe-me-ton-platona-ton-filosofo-pou-oramatistike-tin-idaniki-politeia-ton-thanasi-lala-kai-stamati-konstantinidi

Μια εποχή στον λήγοντα: Σημείωμα για το εγχειρίδιο φιλοσοφοφίας «Πίνοντας καφέ με τον Πλάτωνα, τον φιλόσοφο που οραματίστηκε την Ιδανική Πολιτεία» των Θανάση Λάλα &Σταμάτη Κωνσταντινίδη από τις εκδόσεις Αρμός.

Μικρό και ολιγόβιο πράγμα η πολιτεία του θείου Πλάτωνα. Εμφανίστηκε πριν από είκοσι πέντε αιώνες και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της. Πάνω σε ότι μας αποκάλυψαν οι κύκλοι της πλατωνικής σχολής, στερεώθηκαν ουτοπίες, πολιτείες μοναδικές, πιστές στο αγαθό, σε αυτό που στέκει από τα χρόνια της Ακαδημίας ως τις μέρες μας, το μεγάλο ζητούμενο. Πόσες μεταφράσεις δεν δόθηκαν , πόσα πολλά δεν προσωποποίησαν μοναδικά τα μεγάλα έργα μιας χρυσής περιόδου, γενναία έργα στα αλήθεια, που μίλησαν τόσο πειστικά για το στοχασμό, για το προχώρημα του κόσμου που ορθώνεται με ελευθερία απόλυτη. Ύστερα μεσολάβησαν περίοδοι αναγέννησης και σκοτεινές εποχές, η πολιτεία θάφτηκε κάτω από τα στρώματα του χρόνου. Οι αρχικές ιδέες που έλαμψαν μες στην απλότητά τους, επανήλθαν με καινούριες αφορμές και διαφορετικά κοστούμια, υποβλήθηκαν σε επιρροές, σημασίες άλλαξαν και απορροφήθηκαν από τη μνήμη, έτσι που να’ναι τόσο δυσχερής η εξιχνίαση της αρχικής αφορμής που τα έφερε στο φως. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν έζησε σε μια τέτοια πολιτεία, περισσότερο υπέκυψε στην ανθρωπιά του, όμως πρόλαβε να σκιαγραφήσει το αγαθό που σήμερα αλλάζει πρόσωπο, παραδομένο σε ρεύματα εφήμερα, καταστροφικά, ρεύματα σαρωτικά. Τα ανθρώπινα έθεσαν το Θεό στο προσκήνιο, έπειτα την ομορφιά για να καταλήξουν στον άφταστο ρεαλισμό του προηγούμενου αιώνα, με δυνάμεις που ασκήθηκαν, αλλάζοντας τη σκέψη και την πορεία του κόσμου. Ο θείος Πλάτων πέθανε, ζήτω οι καινούριες κοινωνίες, ζήτω τα καθεστώτα, οι υπόγειες δυνάμεις, το σκληρό πρόσωπο του φιλελευθερισμού που αφήνει κάθε πιθανότητα, εκεί έξω, να πλανάται στη σφαίρα του εφικτού. Η αναξιοκρατία, το κριτήριο που γελοιοποιείται και που υπονομεύεται διαρκώς, οι στρατιές των σοφιστών που με την φριχτή τους ημιμάθεια φέγγουν με ένα αδύναμο φως στο μέλλον που φθάνει προτού καν το υποψιαστούμε. Γνώμες θολές, ευμετάβλητες, συγκεχυμένες, η κριτική και η σάτιρα που πεθαίνουν όσο οι ανόητες μόδες μας σπαράζουν. Διαρκώς να αναζητούμε τη φρεσκάδα, το νέο και το αδοκίμαστο, καταδικασμένοι έτσι να κινούμαστε σε σφαίρες επιφανειακές, στα ρηχά του κόλπου της ζωής, ανήμποροι να παραδεχτούμε πως δεν μπορούμε να ζήσουμε όλες εκείνες τις ζωές που στήνουμε με το τίποτε , με τα μέσα μας τα τόσο μοντέρνα. Γυρεύουμε το πρόσωπο του κόσμου, παραδίδουμε τα κλειδιά στην τεχνητή νοημοσύνη και η πεθαμένη μας φαντασία για μια στιγμή ξαναζεί. Το πρόσωπο του Χριστού όπως εγγράφηκε στην Σινδόνη, τα μεγάλα βιβλία και τα έργα της τέχνης τα μεγαλύτερα, όλα έχουν μια καλύτερη, δεύτερη μα τεχνητή ευκαιρία. Ο θείος Πλάτων πέθανε, ζήτω ο θείος Πλάτων και ζήτω η ζωή που της δανείζουμε το δικό μας πρόσωπο, αυτό που εκπληρώνει τη μοίρα του μεγάλου αγαθού. Ο στοχαστικός άνθρωπος πνίγηκε μες στις ιστορικές χειρονομίες, ζήτω ο καινούριος άνθρωπος των επιστημονικών καιρών, ο άνθρωπος της λογικής και της χιλιετίας, ζήτω η ανθρωπότητα που περιμένει τις απαντήσεις, που συγκινεί αλλά δεν συγκινείται μες στις έξαλλες τροχιές και τους φρενήρεις ρυθμούς.

Και εγώ φανταζόμουν πως ο κύριος λαχειοπώλης που απαντούσε στο όνομα Ανέστης ήταν ο θείος Πλάτων. Έτσι έμοιαζε καθώς βάλθηκε να μας βάλει τα γυαλιά πάνω σε ζητήματα φιλοσοφικά. Περισσότερο θα’ταν η μοναξιά, αυτός ο κόσμος με τον καθένα μονάχο του να διαβαίνει τον κίνδυνο. Φανταζόμουν πως τον είχα συναντήσει και εγώ, όπως οι Θανάσης Λάλας και Σταματης Κωνσταντινίδης στη σειρά των εκδόσεων του Αρμού. «Πίνοντας Καφέ με τον Πλάτωνα, τον Φιλόσοφο που οραματίστηκε την Ιδανική Πολιτεία» τιτλοφορείται η πρωτότυπη εργασία του αναγνωρισμένου δημοσιογράφου και συγγραφέα και ενός άλλου αυτοδίδακτου σοφού που βρήκε μες στο φιλοσοφικό στοχασμό, όχι τα νησιά μα την πορεία ως αυτά. Στην Ακαδημία, στον ιερό αυτό χώρο που δονήθηκε από τις διαυγείς τοποθετήσεις του Σωκράτη, του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, από τον λαμπρό Δημοσθένη που με το φανάρι του φώτισε τα ανθρώπινα πίσω από τα πρόσκαιρα μασκαρέματά τους. Και άλλοι πολλοί, χάρισαν στην Αθήνα κάτι από το πνεύμα τους και θεμελίωσαν έναν άλλο τρόπο σκέψης για τον κόσμο που θα ερχόταν. Σχολές που ανέδειξαν το περίφημο, πλατωνικό αγαθό σε ένα χώρο συλλογικής ευθύνης, σε μια πατρίδα που βρήκε το θάρρος να αποτινάξει από πάνω της τον ζυγό της ματαιοδοξίας και της υποκρισίας.

 Οι συγγραφείς του πανέξυπνου, μικρού αυτού εγχειριδίου της φιλοσοφίας που δίχως να εκλαϊκεύει δεν παύει να αφαιρεί, το μέτρο βρίσκει και μας καθηλώνει. Δεν τα βάζει με το χρόνο και παραχωρεί στον Πλάτωνα μια δεύτερη ζωή, μικρή όσες και οι σελίδες του βιβλίου, με αρώματα που όμως διεγείρουν το νου και όλα, ένα προς ένα τα στρώματα της ψυχής μας. Το χαρμάνι από τις ιδέες του Αθηναίου φιλοσόφου γεμίζει με φρέσκα αρώματα την ατμόσφαιρα. Κατά τη διάρκεια της οικείας τελετής του καφέ, περιδιαβαίνουμε τους δρόμους της Ιδανικής, πλατωνικής πολιτείας, εκείνης που μέχρι σήμερα στάθηκε αδύνατο να θεμελιωθεί. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και κλειδιά για τις πύλες της, μόνο η πίστη στην καλύτερη, δυνατή εκδοχή μας. Μια ολόκληρη δεοντολογία ζωής και ένα αξιακό σύστημα που τα βάζει με την ανούσια πρόζα της ζωής και κερδίζει στα σημεία. Το μόνο που θα βρεις στις γειτονιές της Πολιτείας, δεν είναι άλλο από τον πιο ακέραιο εαυτό σου, εκείνον που τραγούδησε ο Νίκος Καζαντζάκης. Ένα επίγραμμα, ένα σύμπαν ακέραιο και περιεκτικό, με τους ήλιους του και τις ευαισθησίες και τα άστρα του. Μα δίχως ευχές, μόνο με αποφάσεις οριστικές, τελειωτικές που ανοίγουν δρόμους ως την καρδιά του ανθρώπου. Ίσως εκεί έξω, να υπάρχουν ακόμη μερικοί λαθρεπιβάτες της πλατωνικής πολιτείας, έξω και πέρα από όσους μιλούν στο όνομα του μεγάλου φιλοσόφου που δεν δίδαξε, μόνον χάραξε την πορεία για εκείνους που θα φανούν, κρατώντας όρθιο τον αγώνα του ανθρώπου περί δικαίου και περί ομορφιάς. Μια αριστοκρατία του πνεύματος, της ανθρώπινης αξίας, μια τάξη από ανθρώπους υπεύθυνους, μια εποχή με θεούς έκπτωτους, με μοιρασμένη τη ζωή ανάμεσα στο επιθυμητικόν, το θυμοειδές και το λογιστικό.

Οι συγγραφείς ρωτούν, μα τα καλά βιβλία δεν δίνουν απαντήσεις. Τα δόγματα συντρίβονται στην Ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα, τα υπερούσια της φιλοσοφίας κρατούν το ίσιο του κόσμου, όπως άλλοτε ο άνεμος έφερνε παντού το λιβάνι του νεκρού Θεού. Στην Ακαδημία Πλάτωνος ο αιώνια σύγχρονος άνθρωπος εκείνων των αιώνων, συνέθεσε τα πράγματα, με την αλήθεια τους απείραχτη, με την πεποίθησή του στραμμένη στην ανθρώπινη ψυχή που μαγεμένη, ολόκληρη από πάθος σφοδρό, γυρεύει να αντικρίσει διάφανο τον κόσμο. Οι Σταμάτης Κωνσταντινίδης και Θανάσης Λάλας το γνωρίζουν καλά και έτσι στήνουν μια αυτοσχέδια συζήτηση με τον φιλόσοφο, θίγοντας όλες εκείνες τις αξίες που σημαδεύουν απ’άκρη σ’άκρη την ιδανική πολιτεία.

Ίσως έτσι και εγώ να πέρασα τον κύριο λαχειοπώλη για Πλάτωνα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό από την ελευθερία , δεν υπάρχει χρώμα που να αντιστάθηκε στο φως, δεν υπάρχουν μεγαλύτερες αυθαιρεσίες από εκείνες που στήνει πραξικοπηματικά η φαντασία μας. Αυτήν μας κληροδότησε ο θείος Πλάτων, – όχι ο λαχειοπώλης, μα τώρα εκείνος ο άλλος ο «ιδανικός» – απ’αυτήν που απέχουμε τόσο σήμερα, αθεράπευτοι νεοέλληνες που ονειρεύονται πως γίνονται Αμερικάνοι, Γάλλοι, Γερμανοί, αφήνοντας έξω από το παιχνίδι τη συνθήκη της ελληνικότητας που ο μύθος, η επιστήμη και η γλώσσα υπερασπίστηκαν χρόνια ολόκληρα. Πες μου, θείε Πλάτωνα, τι να’χασα άραγε από τούτη την εξίσωση; Όλο άγνωστοι χ, κάτι επίμονοι παράγοντες που συγκρατούν μες στην ομίχλη, το μεγάλο, το ιδανικό μας όνειρο.

Ο λαχειοπώλης με κοιτάζει. Απ’αμηχανία αγοράζω ένα από τα λαχεία. Μου προτείνει ολόκληρη τη σειρά.  Πιάνουμε μια κουβέντα για τις πιθανότητες να κερδίσει κανείς. Όλα στέκουν εναντίον μου. Ωστόσο αυτός ο έμπορος, αυτός ο πλανόδιος Βαλκάνιος τύπος με αφοπλίζει με μια φράση του. «Και επειδή δεν θα κερδίσεις, πάει να πει πως δεν θα παίξεις ποτέ σου;»

Αργότερα στο σπίτι, μια παρδαλή δημοκρατία στον δέκτη εκλιπαρεί για λίγη βοήθεια. Στο φόντο η γέρικη αλήθεια, σε μόνιμη εξορία, ηθελημένη. Τι ωφελεί να αστρονομίζεται κανείς; Η πολιτεία που γύρεψες στέκει εντός σου, ένα τοπίο απέραντης ομορφιάς και ευθύνης. Τι ωφελούν τα σαιξπηρικά μπαλώματα, η σκέψη η παραδομένη στην τρυφή και το εφήμερο, πες μου, τι; Ποιο το κέρδος να ανάψεις τον λύχνο, όταν το τίποτε είναι ότι γυρεύεις; Τίποτε δεν ωφελεί όταν λείπει από μέσα μας ο άνθρωπος. Πες μου τότε τι θα γίνει εκείνο το σπάνιο ρόδο που είπαμε ψυχή μας;

Δεν παίρνω απάντηση. Επιστρέφω στο βιβλίο. Η νύχτα με γραπώνει μα εγώ διαθέτω τη λύση του καφέ. Την ιδανική πολιτεία , συλλογίζομαι, πως την λένε Αντιγόνη. Όχι για άλλο λόγο, μα για το σύμβολο που τρέμει, για την απουσία που καραδοκεί. Δεν έχει ήρωες μες στον δέκτη και τα παλιά σου κτένια κάπου πεθαίνουν, σαν όλα τα πράγματα.

Ακούω το σύνθημα. Ο λαχειοπώλης περνά από τη γειτονιά μου, μου χαμογελάει, μα όχι με το πρόστυχο το βλέμμα τούτου του καιρού. Τραβά για την ιδανική του πολιτεία. Θυμάμαι εκείνο που είπε ο Πλούταρχος, πως το μυαλό είναι λέει μια φωτιά που πρέπει να ανάψει, όχι ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει.

Ποστάρω το εξώφυλλο της έκδοσης του Αρμού και συμβουλεύομαι τα αποτελέσματα της πρόσφατης κλήρωσης του Λαϊκού. Το λαχείο κερδίζει. Ιδανική θα’ναι μια πολιτεία που θα ξέρει να ξεχωρίζει απ’τ’όμορφο, το ομορφότερο. Ας είναι. Για απόψε το πλατωνικό αγαθό τελειώνει στον λήγοντα και η εποχή γερνά αδιόρθωτη. Και εγώ μαζί της.

Πίνοντας καφέ με τον Πλάτωνα, τον φιλόσοφο που οραματίστηκε την Ιδανική Πολιτεία των Θανάση Λάλα & Σταμάτη Κωνσταντινίδη

Εκδόσεις Αρμός
σελ. 144

5
Μοιράσου το