Ποιήματα, του Michelangelo Buonarroti
Oscuro: Σημείωμα για την καινούρια έκδοση του Αρμού «Ποιήματα» του Michelangelo Buonarroti σε μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια της Κίας Σακελλαρίδου.
Διαβάζοντας απόψε τα «Ποιήματα» του Μιτσελάντζελο, του μεγάλου τεχνίτη, του μαρτυρικού προφήτη, βρίσκω μια αφορμή. Κρυμμένη μένει μες στους στίχους που μεταφράζει η Κία Σακελλαρίδου ολοκληρώνοντας μια σπάνια εργασία με ολοκληρωμένη επιμέλεια, με σχόλια και εισαγωγή. Εκεί θα βρω τα επιχειρήματα που ζητούσα. «Εμπόδια βάζει ύστερα στους πόθους μου τους αναιδείς, και με τραβάει ψηλά, κατάκοπο και τιποτένιο, ανάμεσα στους εκλεκτούς και τους ημίθεους».
Να’χε άραγε ο Μιχαήλ Άγγελος, αυτός ο καλλιτέχνης που δεν στάθηκε ποτέ κάτι λιγότερο από τ’όνειρο της τέχνης το πιο μαγικό, συνείδηση του εαυτού του; Να’χε άραγε φανταστεί πως στο τέλος του βίου του σε γαλλικά εδάφη, θα έθετε το μέτρο και τη στάθμη της καλλιτεχνικής αρτιότητες, της τεχνικής, του θέματος που συγκινεί και συγκλονίζει;
Μπορεί να’χε ονειρευτεί πως κάποτε το έργο του θα στόλιζε ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό, κανείς δεν το ξέρει. Μόνο την τραγωδία και το μεγαλείο του διασώζει απόψε η ιστορία, την οροφή του που φέγγει ατλαζένια, έναν ολόκληρο Ευαγγελισμό με προφήτες και ανθρώπους, με ήρωες και ανθρώπους, μόνον αυτά κρατά απόψε όρθια η ιστορία.
Ίσως μια νύχτα ρωμαϊκή να ‘δε μες στο βάθος της ζωής του το πώς και το γιατί της διαδρομής του, τους αγώνες και τις ήττες που έπρεπε να αντέξει ώσπου να φέρεις εις πέρας μια θεϊκή αποστολή. Δίχως πουθενά να βρίσκει γαλήνη, έξω από τις πέτρες της Φεράρα με τις χρωματιστές της φλέβες, κάποια νύχτα, με χέρια αδύναμα από τον κόπο, ίσως να κύλησε μες στα ποιήματα, μιλώντας για τ’αρρητο που του κατέτρωγε την ψυχή.
Από έμπνευση θαρρώ μερικές φορές πως πέθανε ο Μικελάντζελο. Κυριευμένος από μορφές και συμπλέγματα αρχαιοελληνικών θεών, παραδομένος στην μυθολογία που σιγοκαίει, της φαντασίας μας κεράκι που ακόμη κρατά. Τίποτε δεν εξηγήθηκε, θα ήθελα απόψε να του πω, τίποτε δεν εξηγήθηκε Μικελάντζελο. Η τέχνη σου παρέμεινε το μεγάλο αίνιγμα, κλειδί μονάχο της η ομορφιά Μικελάντζελο, παλιέ μου δάσκαλε.
Απόψε νομίζω πως ο Μικελάντζελο πέθανε από τον καημό του, εμπρός στο μάρμαρο στάθηκε και το βρε μεγαλειώδες, ατέλειωτο. «Δεν θέλω πια να ζω», θα’πε μες στη σιγαλιά και ευθύς το πνεύμα του αναλήφθηκε στους ουρανούς, στο ύψος της έκφρασης, μιας έκφρασης που θα τσάκιζε τους αιώνες ξανά, όπως πριν από τόσους και τόσους αιώνες, όταν τρία κορίτσια, τρία ολομόναχα κορίτσια μεταμορφώνονταν σε νύμφες από το χέρι του Φειδία.
Τη μορφή και το έργο του υδατογραφεί το βιβλίο των εκδόσεων του Αρμού που έρχεται με τη φροντισμένη, μεταφραστική επιμέλεια της Κίας Σακελλαρίδου να ανανεώσει το ενδιαφέρον γύρω από τον Μιχαήλ Άγγελο, αυτόν τον θυελλώδη εκφραστή της τελειότητας.
Ο Michelangelo Buonarroti ζει στην περίπλοκη, θρησκευτική, λογοτεχνικά και φιλοσοφική ατμόσφαιρα της εποχής: τον νεοπλατωνισμό και τους Έλληνες και Ρωμαίους κλασικούς, τους οποίους μελετούν οι διανοούμενοι του περιβάλλοντος του πρίγκιπα – κυρίου της Φλωρεντίας και ποιητή Lorenzo il Magnifico “του μεγαλοπρεπούς” των Μεδίκων. Με αυτούς συναναστρεφόμενος συμμετέχει στη διαδικασία εξέλιξης της πλατωνικής σκέψης. Βρίσκεται στο περιβάλλον των προφητειών του Girolano Savonarola και της θρησκευτικής μεταρρύθμισης.
Πάει να πει γνωρίζει τη σκοτεινιά της εποχής, νιώθει βαθιά μέσα του πως το ρεύμα της ζωής θα’ρθεί και θα σαρώσει τα πάντα εκεί έξω. Και ίσως να κάνει τη ρωμαϊκή παλιατσαρία να ξεφτίζει, αφήνοντας υπαινιγμούς ενός παλιού και άσβηστου μεγαλείου. Ο κόσμος με την ομορφιά του τον πληγώνει και εκείνος χαρίζει μορφές εδώ και εκεί, ακατέργαστες θεότητες και ανθρώπους που κοιτούν τον ουρανό, που πενθούν και ονειρεύονται και γίνονται βορά στους ιδεώδεις έρωτες. Μόνο τους στίχους θα πρέπει να φοβάται, αυτές τις λέξεις που φθάνουν ως το σήμερα μες στις σελίδες του Αρμού, λέξεις και στίχους, πράγματα από όπου δεν θα μπορέσει ποτέ να κρυφτεί. Γιατί καθρεφτίζουν μια εποχή, την εποχή του μεγάλου του φόβου, τότε που πίστεψε πως μπορεί και να πεθάνει αν δεν πράξει, αν δεν γράψει και αν μες στην απόγνωση του δεν κατορθώσει ακόμη ένα αριστούργημα.
«Εγώ είδα τον άγγελο μέσα στο μάρμαρο και το σμίλεψα, ώσπου να τον ελευθερώσω», γράφει ο ίδιος ή πάλι έτσι διασώζεται. Μόνο η λαμπρή του πρόθεση, μονάχα αυτή επιβεβαιώνεται. Σε εκείνο που στάθηκε μες στα χρόνια, επίγραμμα δικό του, στους στίχους που άδοξα πεθαίνουν, καθώς πάντα, φθάνοντας κοντά – τίποτε περισσότερο – σε εκείνο που πόθησε περισσότερο. Μόνον η πεποίθησή του, η μαρτυρική του συντριβή, μονάχα αυτή θα απομείνει, μια αμαζόνα ψυχή, ανήμπορη κάτι τέλειο να μην κατορθώσει.
Συλλογίζομαι το θάρρος, τον σεβασμό που απαίτησε αυτή η τελετή. Μιλώ για τη μετάφραση της κυρίας Σακελλαρίδου για την οποία η ίδια μας παραχωρεί τα κλειδιά.
«Θεώρησα εν τέλει πως όφειλα να εντοπίσω τον νοηματικό πυρήνα εκάστου ποιήματος», επισημαίνει στην εισαγωγή της η μεταφράστρια, «να διακρίνω το επίπεδο στο οποίο εκείνος το τοποθετεί». Με ετούτα τα λιγοστά που κλείνουν την προλογική της αναφορά στο σπουδαίο, τούτο εκδοτικό εγχείρημα η μεταφράστρια πτυχιούχος του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας του Α.Π.Θ. και συγγραφέας κυρία Κία Σακελλαρίδου, βοηθά να εντοπίσουμε τις αφετηρίες, να βρούμε τις άκρες σε αυτόν τον μίτο τον θυελλώδη, τον μυθολογικό, φθάνοντας ως τα βάθη του χαρακτήρα του Μικελάντζελο, της αδυναμίας του, εκείνου του φευγαλέου και του μυστηριώδους που συλλαμβάνεται από μια εύθραυστη, ραγισμένη ιδιοφυΐα, όπως εκείνος ώσπου να γίνει λέξη, ρήμα, μια ομολογία πίστεως και φόβου.
Ρώμη, Φλωρεντία, ξανά Ρώμη, Αβινιόν. Σταθμοί του βίου αυτού του μέγιστου δημιουργού, μιας σπάνιας και απρόσιτης κορυφής, βαθύτατα ανθρώπινης την ίδια στιγμή. Και αγάλματα και μισοτελειωμένες πιετά και τ’ανήσυχο πνεύμα που δεν βρίσκει παρηγοριά στο εγκόσμιο και όλο συναναστρέφεται θεούς και δαίμονες και βρίσκει παντού ρεαλισμό μα και όνειρο. Και ανάμεσα σε όλα εκείνα, τα ποιήματα, οι στίχοι οι γραμμένοι κοντά στην έβδομη δεκαετία του, τότε που έχει πια καταστεί μέγεθος και έχει τη ζωή του όλη σμιλέψει πάνω στο πρασινογάλαζο μάρμαρο. Τότε που ξέρει πώς γεννιούνται τα χρώματα, τι ήχο αφήνει η ζωή όσο υψώνεται σε έναν σκοπό μεγαλύτερο από το απλό και αδιάφορο πέρασμα, εκείνο που βγάζει έτσι εύκολα στο φως, δίχως να γευτεί κανείς το περιβόητο oscuro, το σκοτεινό της ύπαρξης.
«Ποιήματα» του Michelangelo Buonarroti από τις εκδόσεις του Αρμού. Τους στίχους μεταφράζει η κυρία Κία Σακελλαρίδου, υπεύθυνη για την εισαγωγή και τα εκτενή σχόλια, ατόφια πηγή και εκείνα, ενός αχανούς πεδίου έρευνας που αντλεί από τους στίχους, σαρκώνοντας τις εποχές, τις μορφές και τα πράγματα, υδατογραφώντας το μεγάλο καλλιτέχνη, το βαθύτατο εκείνο πνεύμα.
Ποιήματα, του Michelangelo Buonarroti
Mετάφραση, εισαγωγή και σχόλια: Κία Σακελλαρίδου
Εκδόσεις Αρμός
σελ. 160