Κώστας Ακρίβος: «Ο Οδυσσέας είναι μια προσωπικότητα της λογοτεχνίας που δεν χωράει σε στερεότυπα, φυλές, πατρίδες. Είναι κτήμα όλου του κόσμου»
Έτσι ο Καβάφης ενδύεται τον ρόλο του Μέντορα, ένα τσιγγανάκι παραπέμπει στον Τηλέμαχο, ένας ελληνό-κουβανός τραγουδοποιός γίνεται ο Καπετάνιος Οδυσσέας, ένας συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού παρομοιάζεται με τον θρυλικό Αχιλλέα. Το βιβλίο δεν είναι ένας απλός φόρος τιμής του συγγραφέα στα ομηρικά έπη. Τονίζοντας την τόσο ανθρώπινη χροιά των ομηρικών ηρώων, ο Ακρίβος ανακινεί το ενδιαφέρον μας και μας καλεί να ξαναπιάσουμε στα χέρια μας την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Και παράλληλα, όπως κάθε αξιόλογο λογοτεχνικό έργο γεννάει ερωτήματα στον αναγνώστη για περαιτέρω διάβασμα και οξύνει την κριτική του σκέψη.
«Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό». Παραθέτετε τους στίχους του Σεφέρη στην αρχή του βιβλίου σας. Αντικατοπτρίζουν τα συναισθήματά σας;
Το βιώνουμε σήμερα πιο οδυνηρά από κάθε άλλη εποχή: όλο και πιο συχνά πιάνουμε τον εαυτό μας να επιστρέφει στο παρελθόν, να το ωραιοποιεί, να το ξαναβαφτίζει στα απατηλά νερά της νοσταλγίας και να νομίζει πως όλα τα περασμένα ήταν άγια και ωραία. Τι θαυμάσια που ήταν τη δεκαετία του ΄60! Πόσο όμορφα περνούσαμε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης! Τι καλά θα ήμασταν με τη δραχμή! Πόσο αθώοι και αγνοί ήταν οι άνθρωποι μετά τον πόλεμο!… Με λίγα λόγια ονειρευόμαστε ένα παρελθόν που είχε πόνο, ζόρια, αδικίες, κατάφωρες διακρίσεις. Κάτι τέτοιο είναι το χειρότερο για μια χώρα. Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να πηγαίνει μπροστά. Ναι μεν να αναπολεί όσα καλά υπήρξαν, αλλά είναι ολέθρια διαδικασία να ακυρώνεις το παρόν και προπάντων το μέλλον με το να μένεις αγκυλωμένος σε μια λάγνα ονειροφαντασία.
Με το βιβλίο σας ανακινείτε το ενδιαφέρον μας για να ξαναδιαβάσουμε τα ομηρικά έπη. Ποια είναι η σημασία της Οδύσσειας στις μέρες μας;
Αυτό ίσως θα ήταν και το μεγαλύτερο κέρδος, το ύψιστο μπράβο για το βιβλίο: να παρακινήσει τον αναγνώστη να ξανασκύψει στα ομηρικά έπη. Αυτά τα δύο μεγάλα ποιήματα ήταν τα πρώτα που ανέσυραν από τα βάθη του σκοτεινού λογισμού ερωτήματα που μας παιδεύουν ακόμη ή, μάλλον, ιδίως και σήμερα: τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος; Το άτομο έχει μεγαλύτερη σημασία ή η κοινότητα; Τι είναι μοίρα; Πώς πρέπει να ζει κανείς; Και βέβαια: πώς πρέπει να πεθαίνει κανείς. Δεν είναι επομένως αγωνίες διαχρονικές; Ζητήματα που θα συνεχίσουν εσαεί να ταλανίζουν τη θνητή μας ύπαρξη;
Πρώτα ήρθε η κεντρική ιδέα και μετά ανακαλύψατε τους ήρωες ή οι ήρωες ήταν αυτοί που σας θύμισαν τα πρόσωπα του Ομήρου και οδήγησαν στη σύλληψη του έργου; Ποια ιστορία σας παίδεψε περισσότερο;
Επειδή είναι ένα βιβλίο που έχω ξεκινήσει να το γράφω εδώ και μια εικοσαετία, θα ήμουν ψεύτης αν θυμόμουν τι από τα δύο έγινε πρώτο. Ας πούμε ότι ήταν μια σύνθετη διαδικασία. Όσο για το ποιος ήρωας με παίδεψε πιο πολύ, ασυζητητί ο Φήμιος, επειδή έπρεπε να μιλήσω με τον τρόπο που μιλούσε αυτός. Και μια και ήταν αοιδός, ένας τραγουδιστής λοιπόν, επιχείρησα να μπω στα δύσκολα χωράφια της ποίησης και να του δώσω ανάλογη φωνή ύπαρξης.
Ποια είναι η σχέση του Δημήτρη Μαρωνίτη με το βιβλίο;
Το βιβλίο τού οφείλει το ευ ζην. Εξηγούμαι. Όταν το καλοκαίρι του 1988 τον άκουσα να διαβάζει στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας τη δική του μετάφραση για τη ραψωδία ε της Οδύσσειας, την «Οδυσσέως Σχεδία», συνειδητοποίησα ότι οι ομηρικοί ήρωες έχουν μια τέτοια δυναμική που μπορούν να ταξιδέψουν μέχρι τις μέρες μας αποκτώντας νόημα διαφορετικό ή παραπλήσιο με εκείνο που τους γνωρίζουμε. Ας θυμηθούμε τον James Joyce και τον Οδυσσέα του! Αυτό το ευεργέτημα λοιπόν οφείλω στον Δ. Ν. Μαρωνίτη: ότι με τον τρόπο του με ώθησε να δω τον Οδυσσέα και τους συν αυτώ με μια νέα ματιά, λίγο πιο φρέσκια και κάπου κάπου πιο αιρετική.
Στο βιβλίο σας επαναφέρετε γεγονότα της ελληνικής ιστορίας –με θλιβερή έκβαση– που έχουν αποσιωπηθεί, όπως η κατάληψη της Κέρκυρας. Είναι η καταγραφή της ιστορίας μια επιλεκτική διαδικασία;
Δυστυχώς η «επίσημη» Ιστορία μάς έχει δώσει πάμπολλα παραδείγματα μεροληψίας, υποκειμενισμού, διαστρέβλωσης, υποτίμησης ή υπερτίμησης προσώπων και γεγονότων. Είναι πολύ δύσκολο για τον ιστορικό να μπορέσει να διώξει όλες τις αράχνες και να φτάσει στην καρδιά τού «έτσι ακριβώς έγινε». Μοχθεί ο σωστός ιστορικός και με τα εργαλεία του παλεύει για το κρύσταλλο της αλήθειας. Πολλές φορές όμως έρχεται αρωγός η λογοτεχνία που είναι ικανή να φωτίσει με τον δικό της τρόπο τις γκρίζες ζώνες του γεγονότος και να δώσει φωνή στους άσημους και άγνωστους στρατιώτες της παγκόσμιας ιστορίας.
Η ιστορία του δωσίλογου Γεώργιου Πούλου και ο τρόπος που αντιπαραβάλλετε τα δύο αποσπάσματα από τα ιντερνετικά blogs μού κίνησε το ενδιαφέρον να το ψάξω παραπάνω. Βρήκα επίσης στο ίντερνετ το δεύτερο απόσπασμα που παραθέτετε. Είναι οι ιστορίες σας ένας τρόπος να καταγγείλετε τη στάση ορισμένων ατόμων; Υπήρξαν αντιδράσεις από την ενσωμάτωση των κειμένων αυτών;
Ο ρόλος της λογοτεχνίας δεν είναι ούτε να καταγγέλλει ούτε να διδάσκει, απλώς καταδεικνύει με τον δικό της τρόπο στάσεις, συμπεριφορές, δράσεις, πρόσωπα και γεγονότα. Παραθέτω αντικριστά τις δύο εκδοχές για το ίδιο πρόσωπο για να τονίσω ότι η ερμηνεία και η αποδοχή αμφιλεγόμενων προσώπων εναπόκεινται κάθε φορά στην ιδεολογία του αναγνώστη.
Yπάρχει η μοναδική περίπτωση της Ευρύκλειας, της Τροφού, που δεν αντανακλάται σε ανθρώπινο ήρωα αλλά σε μια υπέργηρη ελιά της Χίου. Γιατί είναι τόσο έντονα διαφοροποιημένη τούτη η ιστορία;
Σε κάποιο βιβλίο του ο μεγάλος συγγραφέας Isaac Bashevis Singer γράφει: «Για τη φύση δεν είμαστε ανώτεροι από ψείρες. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια». Πράγματι, η φύση μάς περιλαμβάνει και, ενώ άλλες φορές αγαθοεργεί απέναντί μας, άλλες φορές τιμωρεί την ασυδοσία μας. Θέλοντας λοιπόν να δείξω ότι αυτή είναι η μάνα που μας τρέφει, μετέφερα το πρόσωπο της Ευρύκλειας και το μετάγγισα σε μια μοναξιασμένη ελιά σε κάποια ακτή της Χίου.
Η ιστορία των Τσιγγάνων –συντρόφων του Οδυσσέα– μου θύμισε έντονα τη μοίρα των προσφύγων του σήμερα αλλά και τη μοίρα του πρόσφυγα εν γένει. Ποια είναι η γνώμη σας;
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ντροπιαστικό για τον ανθρώπινο πολιτισμό και τίποτα πιο ιερό από τον άνθρωπο που ξεριζώνεται από την εστία του. Αν οι θρησκείες ήταν πιο κοντά στον ανθρώπινο πόνο, θα ΄πρεπε ίσως να βρουν και έναν άγιο προστάτη των προσφύγων.
Στο υστερόγραφο γράφετε ότι χωρίς τη συνεισφορά του Ηλία Μαγκλίνη «ο Οδυσσέας, the one θα είχε άλλη μορφή, ίσως και αλλιώτικη ψυχή». Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για την ιστορία αυτή;
Ο Ηλίας Μαγκλίνης έφερε πρώτος στην επιφάνεια της δημοσιότητας τη συναρπαστική ζωή του νέγρου τραγουδιστή Slim Gaillard, γράφοντας για αυτόν στη στήλη του στην Καθημερινή. Είναι μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου αλλά και καλλιτέχνη. Στη ζωή του έκανε πράγματα θαυμαστά, που μόνον οι ξεχωριστοί άνθρωποι μπορούν να τα κάνουν. Για μένα είναι το αντίστοιχο του ομηρικού Οδυσσέα: επιδέξιος, πανούργος, αυτοδημιούργητος, δημοφιλής, ήρωας που μόνο στα μυθιστορήματα μπορείς να τον συναντήσεις. Τη ζωή του λοιπόν και τα έργα του προέκτεινα με τη μυθοπλασία για να γράψω την τελευταία ιστορία του βιβλίου που την τιτλοφορώ «Οδυσσέας, the one». Με τον δίγλωσσο τίτλο θέλω να δείξω πως ο Οδυσσέας είναι μια προσωπικότητα της λογοτεχνίας που δεν χωράει σε στερεότυπα, φυλές, πατρίδες. Είναι κτήμα όλου του κόσμου. Η γλώσσα του ωστόσο είναι η ελληνική. Όπως μιλάει ελληνικά και ο Slim Gaillard καθώς τραγουδάει το μικρασιάτικο άσμα «Τι σε μέλει…»
Τελευταία νέα από την Ιθάκη, του Κώστα Ακρίβου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 280