Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Jaume Cabré: «Είναι το βλέμμα του συγγραφέα που γίνεται το βλέμμα του θεού που δημιούργησε αυτόν τον αφηγηματικό κόσμο…»

feature_img__jaume-cabr-einai-to-blemma-tou-siggrafea-pou-ginetai-to-blemma-tou-theou-pou-dimiourgise-auton-ton-afigimatiko-kosmo
Αν αγαπάς τα βιβλία, ξεχωρίζεις το “Confiteor” του Καταλανού συγγραφέα Jaume Cabré (Ζάουμε Καμπρέ) ήδη από το εξώφυλλο και την εικόνα ενός νεαρού, καλοντυμένου αγοριού, γόνου αριστοκρατικής οικογένειας αλλοτινής εποχής με ολόισια χωρίστρα και μπριγιαντίνη στα μαλλιά, να τεντώνεται μπροστά σε μια πελώρια βιβλιοθήκη για να φτάσει το βιβλίο που επιθυμεί. Κάπως έτσι φαντάζεσαι τον ήρωα του μυθιστορήματος Αντριά Αρντέβολ ι Μποσκ στην παιδική του ηλικία, στη Βαρκελώνη της δεκαετίας του ΄50. Το “Confiteor” ξετυλίγει την ερωτική εξομολόγηση, τις ανομολόγητες αλήθειες, το κολοσσιαίο γράμμα ενός «αφηρημένου σοφού» 60 ετών στη νεκρή αγαπημένη του, στην προσπάθειά του να της χαρίσει ένα δώρο αιώνιας ζωής για να συνεχίσει να ζει «κάθε φορά που κάποιος θα διαβάζει αυτές τις σελίδες», πριν το Αλτσχάιμερ νεκρώσει τον εγκέφαλό του και κατασπαράξει τις μνήμες του. 

Στην πίσω όψη των σελίδων μίας μελέτης για τη φύση του Κακού, ο Αντριά αποφασίζει να ξεδιπλώσει τις αναμνήσεις του, το νήμα της ζωής του, που συνδέεται άρρηκτα με ένα πολύτιμο βιολί Στοριόνι, το Βιάλ, που μετράει πέντε αιώνες ιστορίας. Με αρωγούς τη μνήμη, τη γνώση και τη φαντασία του, πραγματοποιεί ένα δαιδαλώδες ταξίδι στο γενεαλογικό δέντρο του βιολιού, ξεθάβοντας ιστορίες από τα μαύρα κατάστιχα του ευρωπαϊκού παρελθόντος, που καταδεικνύουν το παράδοξο της ανθρώπινης φύσης: «Ο άνθρωπος καταστρέφει τον άνθρωπο και συνθέτει επίσης τον “Χαμένο παράδεισο”».
Πρόκειται για έναν συγγραφέα που αγκαλιάζει το είναι του ανθρώπου και αναμφίβολα εξελίσσει και εμπλουτίζει την τέχνη του μυθιστορήματος με την ιδιαίτερη, μαγευτική φόρμα αφήγησης ποικίλων τεχνικών που χρησιμοποιεί.
Είχα τη χαρά να επικοινωνήσω με τον κ. Cabré και του είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων που δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις μου για ένα μυθιστόρημα που, το δίχως άλλο, θα αποτελεί κλασικό ανάγνωσμα για τους μεταγενέστερους.

Το βιβλίο σας μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και, ήδη, όλοι συζητούν γι΄αυτό. Περιμένατε αυτήν την ανταπόκριση; Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο λόγος που ο κόσμος το αγκάλιασε τόσο θερμά σε όλες τις χώρες που κυκλοφορεί;
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Είναι μέρος του μυστηρίου. Ό,τι πλησιάζει πιο κοντά σε μια απάντηση είναι ότι το «κτίσιμο» αυτού του μυθιστορήματος κράτησε οχτώ ολόκληρα χρόνια.
Και έχει γραφτεί με «τρομερή ειλικρίνεια», έκφραση που δεν πολυκαταλαβαίνω ούτε κι εγώ ο ίδιος. Όπως όμως κάνω συνήθως, τάχθηκα να φτάσω στο βάθος της ψυχής των χαρακτήρων μου× σε διαβεβαιώ ότι έχω δώσει την ίδια μου την ψυχή σ’ αυτό το μυθιστόρημα, όπως κάνω με όλα μου τα μυθιστορήματα… Καθώς με συνέπαιρνε ο ενθουσιασμός για τους χαρακτήρες που είχα ανακαλύψει, κάθε φορά που υποπτευόμουν ότι μπορούσα να επιτύχω μια σύνδεση μεταξύ των προσώπων, ή μεταξύ προσώπων και αντικειμένων, ή μεταξύ γεγονότων σε διαφορετικό χρονικό φάσμα… Δεν μπορούσα παρά να προσπαθήσω να το πετύχω. Στην πραγματικότητα, ο στόχος της συγγραφής για μένα, είναι να με διαβάσει κάποιος οπουδήποτε στον κόσμο, και όταν τελειώσει η ανάγνωση να αποφασίσει να μείνει σ’ αυτήν την ησυχία για λίγο… 

Ποιος ήταν ο ψίθυρος που οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου; Ενός βιβλίου που έχει χαρακτηριστεί ως «το απόλυτο κείμενο» και που αγγίζει, ίσως, την ανθρώπινη ζωή στο σύνολό της: τη ζωή και τον θάνατο.
Αν εννοείς τον λόγο για τον οποίο έγραψα αυτό το βιβλίο, δεν μπορώ ν’ απαντήσω. Γράφω γιατί κάποιοι χαρακτήρες μού αντιτίθενται. Στέκονται όρθιοι στο γραφείο μου και με προκαλούν. Το πρώτο πράγμα που έγραψα και που έπειτα έγινε μέρος του μυθιστορήματος ήταν ένα κείμενο με τον τίτλο Palimpsestus: η σύντηξη ενός κορυφαίου στην ιεραρχία Ναζί και ενός Ιεροεξεταστή. Στη συνέχεια θα προσεγγίσω με περισσότερες λεπτομέρειες αυτό το θέμα απαντώντας σε μια άλλη ερώτηση. Το πρόσωπο όμως που απαιτούσε θορυβωδώς και επίμονα τη συνέχιση της ιστορίας του είναι άσχετο με τους δύο αυτούς σκοτεινούς χαρακτήρες: ήταν ένα ντροπαλό, μοναχικό αγόρι με πολύ περίεργους γονείς, σχεδόν επικίνδυνους, που εμφανώς έχρηζε ψυχολογικής υποστήριξης από τον Μαύρο Αετό (τον γενναίο αρχηγό Αραπάχο) και από τον θαρραλέο σερίφη Κάρσον. 

Για τη συγγραφή του βιβλίου χρησιμοποιείτε ιδιαίτερες και ξεχωριστές αφηγηματικές τεχνικές όπως πχ. τα συνεχή περάσματα από την πρωτοπρόσωπη στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο, ακόμα και στην ίδια περίοδο, χωρίς κάποια «προειδοποίηση»… Νομίζω, ότι η μαγεία του κειμένου κρύβεται εν μέρει σε αυτές τις τεχνικές. Ποιοι είναι οι λόγοι που υιοθετήσατε αυτόν τον τρόπο συγγραφής;
Δεν πρόκειται για καπρίτσιο. Είναι ένα συγγραφικό στιλ που αποδείχθηκε αναγκαίο σε προηγούμενα μυθιστορήματα (“L’ombra de l’eunuc” και «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο») αλλά εδώ εξελίχθηκε περισσότερο. Γιατί; Από την οπτική γωνία ενός «δημιουργού κόσμων» αισθάνομαι σαν θεός που μπορεί να ελέγχει τους ήρωες, τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι, θέλω να μιλήσω για τα πάντα ταυτόχρονα. Η λογοτεχνία, όμως, είναι μία τέχνη γραμμικής έκφρασης, διαβάζεται λέξη προς λέξη, όπως και η μουσική διαβάζεται νότα προς νότα. Εφόσον ξέρω ό,τι συμβαίνει σε κάθε μέρος, την κάθε στιγμή… προσπαθώ να γράψω για όλα σαν να «συμβαίνουν την ίδια στιγμή», έτσι ώστε ο/η αναγνώστης να μπορεί να τα δεχτεί με τη μία. Βέβαια, δεν είναι ακριβώς έτσι. Με τις αλλαγές από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, με την αλλαγή προσώπου στην ίδια πρόταση ενός διαλόγου, ή του χώρου πάλι μέσα στην ίδια πρόταση, αισθάνομαι ότι είμαι πανταχού παρών με όλους τους χαρακτήρες, σαν να πρόκειται για μια σφαιρική τέχνη όπως η ζωγραφική, όπου βλέπουμε την εικόνα στην ολότητά της. Κατά αυτό τον τρόπο, βέβαια, το κοινό κινδυνεύει να χαθεί. Φροντίζω όμως να έχει πάντα μια αναφορά απ’ όπου να μπορεί να προσανατολιστεί, ακόμη και χωρίς να το αντιλαμβάνεται… Εμπιστεύομαι το αναγνωστικό κοινό γιατί ξέρω ότι είναι έξυπνο. Είναι πολύ δύσκολο να γράφει κανείς έτσι… Άλλα, όταν είδα την ευκαιρία, δεν μπόρεσα να αντισταθώ, έπρεπε να το προσπαθήσω… 

Στον Αντριά αρέσει να μαθαίνει ξένες γλώσσες, ακόμα και νεκρές γλώσσες όπως είναι τα αραμαϊκά. Γιατί είναι επιτακτική η ανάγκη της εκμάθησης μιας νεκρής γλώσσας;
Γιατί η περιέργειά του δεν έχει τέλος. Στην πραγματικότητα, τα αραμαϊκά είναι μια ακόμα ζωντανή γλώσσα παρά το γεγονός ότι απειλείται. Αλλά ο Αντριά δεν αντιμετωπίζει τη γνώση εργαλειακά× αναζητά τη γνώση για τη χαρά της μάθησης. Έτσι, ανακαλύπτει ένα γράμμα από τον πατέρα του γραμμένο στα αραμαϊκά, το οποίο μόνον αυτός μπορεί να αποκρυπτογραφήσει! Πρέπει να ομολογήσω ότι θα ήθελα να ξέρω τα πάντα. Επειδή δεν είμαι ιδιαίτερα έξυπνος, έχω μεταθέσει αυτήν την ανησυχία για γνώσεις στον χαρακτήρα που έπλασα… 

Το “Confiteor” είναι ένα βιβλίο (και) για την ιστορία της Ευρώπης. Ποιο πιστεύετε είναι το μέλλον της Ευρώπης, ειδικά μετά την οικονομική και κοινωνική κρίση που τη μαστίζει τα τελευταία χρόνια;
Μακάρι να ήξερα! Τι εύχομαι; Θα ήθελα μια ενωμένη Ευρώπη, όπου οι λαοί και οι πολιτισμοί τους θα έχουν ισχυρότερη παρουσία από αυτή των κρατών, των τραπεζών και των trusts… μια Ευρώπη με ανθρώπινο όραμα και συμπονετική στο θέμα της προσφυγικής κρίσης ή άλλων ανθρωπιστικών συμφορών για τις οποίες θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Η πραγματικότητα: τα κράτη στην Ευρώπη του σήμερα έχουν τόσο έντονα συμφέροντα, που αντί να εμπλουτίζουν με τις πράξεις τους την περιοχή, ξιφομαχούν το ένα με το άλλο για να υποστηρίξουν τα δικά τους συμφέροντα… 

Κάποιες φορές, οι ιστορίες ξετυλίγονται ταυτόχρονα, μπερδεύονται μεταξύ τους, συγχέονται αν θέλετε. Για παράδειγμα, οι ιστορίες του Ιεροεξεταστή και του Ναζί που διαπράττουν εγκλήματα στο όνομα κάποιας πίστης. Ποιος είναι ο λόγος αυτής της «ταύτισης»;
H σύντηξη των δύο προσώπων, του Ιεροεξεταστή και του Ναζί, ήταν από τα πρώτα κομμάτια αυτού του μυθιστορήματος που έγραψα, όπως ανέφερα πριν. Συνειδητοποίησα ότι, παρά τα 500 χρόνια που τα χωρίζουν, τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος χαρακτήρας: για να υπερασπιστούν την Ιδέα (ο Ιεροεξεταστής υπερασπίζεται την Αληθινή Πίστη, ενώ ο Ναζί την Ιδανική Αρία Κοινωνία), ήταν ικανοί να ασκήσουν κάθε είδους βία ενάντια σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, ανίκανοι να δείξουν οίκτο προς τα θύματά τους ή να έχουν τύψεις για τις εγκληματικές τους πράξεις. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, σκέφτηκα ότι αυτό το μυθιστόρημα, όπως μεγάλωνε ο κόσμος που αφηγούμουν, θα μπορούσε να συσχετίσει σχεδόν όλα τα γεγονότα, ακόμα και όσα είχαν συμβεί σε διαφορετικό χώρο και χρόνο. Είναι το βλέμμα του συγγραφέα που γίνεται το βλέμμα του θεού που δημιούργησε αυτόν τον αφηγηματικό κόσμο… 

Υπάρχουν βιωματικά στοιχεία στο έργο σας;
Πολλά στοιχεία άσχετα μεταξύ τους είναι όντως αυτοβιογραφικά. Ο Αντριά γεννιέται, μεγαλώνει και ζει στο δικό μου σπίτι, στο Eixample της Βαρκελώνης, σ’ ένα σπίτι που μοιάζει πολύ με το σπίτι που βλέπεις στο εξώφυλλο του βιβλίου, όπου ένα αγόρι ντυμένο και χτενισμένο όπως τα παιδιά στις αρχές του 1950 προσπαθεί να φτάσει ένα βιβλίο που θα μπορούσε να είναι απαγορευμένο. Η γειτονιά όπου ζει, πολύ κοντά στην Ακαδημία Μουσικής, το σχολείο στο οποίο πηγαίνει… Η αγάπη που έχει ο Αντριά για τη μουσική, η έλλειψη ικανοποίησης του Μπερνάτ, η φιλία τους… Τα σημεία εκείνα των Πυρηναίων (Gerri de la Sal και Sant Pere de Burgal), όπου πέρασα πολλές ώρες γράφοντας το «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο»… Όλα αυτά είναι στοιχεία αυτοβιογραφικά. Παρεμπιπτόντως, οι γονείς μου δεν έχουν καμία σχέση με τους γονείς του Αντριά: ήταν καλοί άνθρωποι που νοιάζονταν για τα πέντε τους παιδιά, γεμίζοντάς τα με όλη τους την τρυφερότητα και πάρα πολλή μουσική.

Προς το τέλος του βιβλίου ο Αντριά λέει: «Δεν ξέρω πού βρίσκεται το κακό και αδυνατώ να εξηγήσω την αγνωστικιστική μου σύγχυση. Μου λείπουν τα φιλοσοφικά εργαλεία για να συνεχίσω προς αυτήν την κατεύθυνση. Επιμένω να ψάχνω πού εδρεύει το κακό και είμαι σίγουρος ότι δεν κατοικεί στο εσωτερικό του κάθε ανθρώπου». Θα θέλατε να μας σχολιάσετε λίγο το απόσπασμα αυτό;
Ο Αντριά, μετά από όλη τη δύσκολη ζωή που έζησε, αποφασίζει να γράψει ένα δοκίμιο με θέμα το κακό. Συνειδητοποιεί όμως ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί υπάρχει. Δεν καταλαβαίνει με ποιον τρόπο το κακό ενσαρκώνεται στους ανθρώπους… Βρίσκεται σε αδιέξοδο. Επομένως, παρατάει τη στοχαστική σκέψη και αρχίζει μια αφήγηση. Λέει στην αγαπημένη του αυτά που θα έπρεπε να της είχε εξηγήσει εδώ και καιρό. Εγκαταλείπει τον στοχασμό του λόγιου. Για να εξηγήσει τις ασυνέπειες στη ζωή του, χρησιμοποιεί τα όπλα της αφήγησης. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει πει κάτι παρόμοιο, όταν αποφάσισε να γράψει «Το Όνομα του Ρόδου», μετά από χρόνια αφοσίωσης στο δοκίμιο και τον θεωρητικό στοχασμό.

Παρόλο που οι ιστορίες που ξετυλίγονται στο βιβλίο προκαλούν μεγάλη θλίψη, δεν μπόρεσα παρά να χαμογελάσω αρκετές φορές με το αδιόρατο χιούμορ που χαρακτηρίζει αρκετά σημεία του έργου. Ποιος είναι ο ρόλος του χιούμορ στη συγγραφή και τη ζωή σας;
Δεν είμαι άνθρωπος που αστειεύεται πολύ, αλλά μου αρέσει να γελάω και όταν κάποιος με κάνει να γελάω… Παρατηρώντας, πάντως, από την οπτική γωνία του δημιουργού τους χαρακτήρες μου, εμφανίζονται κάποιες ειρωνικές καταστάσεις, κάποτε σοκαριστικές ή απλώς αστείες. Δεν είναι σκοπός μου να αστειευτώ: απλώς χρησιμοποιώ την ειρωνεία απαλά, δεν το κάνω άτσαλα. 

Τόσο ο Αντριά, όσο και ο Μπερνάτ φαίνεται ότι επιδίδονται στο κυνήγι της ευτυχίας, μάταια όμως, αφού ποτέ δεν είναι ευτυχισμένοι. Είναι τελικά η ευτυχία άπιαστο όνειρο;
Ο Αντριά και ο Μπερνάτ είναι φίλοι. Ο ένας θαυμάζει τις ικανότητες του άλλου. Ο Αντριά θα ήθελε να παίζει βιολί όπως ο Μπερνάτ. Ο Μπερνάτ θα ήθελε να είναι τόσο σοφός όσο ο Αντριά.
Και οι δύο επιθυμούν να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους. Αλλά και οι δύο νιώθουν μια έλλειψη ικανοποίησης, ναι. Επειδή δεν μπορούν να συμβαδίσουν με την πραγματικότητά τους. Αντιθέτως, οι χαρακτήρες της Σάρα και της Τέκλα φαίνεται να έχουν περισσότερο την ίδια τη ζωή ως κέντρο βάρους, έχοντας αμφότερες μια ρεαλιστική ματιά. Οι δύο άντρες είναι ονειροπόλοι. 

«Η πραγματική τέχνη γεννιέται πάντα από την απογοήτευση. Από την ευτυχία δεν δημιουργούμε τίποτα» λέει ο Αντριά. Είναι καταδικασμένοι οι άνθρωποι που αφιερώνονται στην τέχνη;
Για να δούμε… Αυτή θα ήταν μια ευλογημένη καταδίκη… Όταν στην «Ωραία Μυλωνού» ο Wilhelm Müller δίνει στο τραγούδι του ερωτευμένου τόνο ευφορίας («Η αγαπημένη μυλωνού είναι δική μου!»), κάνει επίσης τον ερωτευμένο άνδρα χαρούμενο που η γυναίκα τού χαμογέλασε. Λέει χαρακτηριστικά: 

«Κρέμασα το λαούτο μου στον τοίχο
Το τύλιξα με πράσινη κλωστή
Δεν μπορώ άλλο να τραγουδήσω, η καρδιά μου είναι γεμάτη τόσο,
Που να χωρέσει σ’ έναν στίχο δεν μπορεί…» 

Αυτό που λέει ο ερωτευμένος νεαρός είναι ότι δεν χρειάζεται να τραγουδήσει. Η μουσική δεν του είναι απαραίτητη, γιατί την ευτυχία τη ζει. (Μετά θα δούμε την απογοήτευσή του να επιστρέφει, και γίνονται πράγματα που τον πικραίνουν, σ’ εκείνο το βιβλίο ποίησης που μετέφερε ο Σούμπερτ σ’ έναν εξαιρετικό κύκλο τραγουδιών).
Γενικά, ο καλλιτέχνης είναι ανήσυχος, αβέβαιος: δεν ξέρει τι ψάχνει, ούτε το γιατί. Αν ήταν απολύτως ευτυχής θα αφιερωνόταν σε αυτήν την ευτυχία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε καλλιτέχνης πρέπει να είναι λυπημένος. Πρέπει όμως να έχει κάποια αβεβαιότητα, που να τον κάνει να ψάχνει για ποιος ξέρει τι… (δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα). Ξέρω πάντως ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να κρεμάσει το λαούτο του στον τοίχο…

Ο Αντριά φοβάται τον θάνατο από μικρό παιδί. Η Σάρα, παρόλο που δεν πιστεύει σε τίποτα, στο τέλος της ζωής της εξομολογείται ότι πιστεύει σε ένα είδος μεταθανάτιας ζωής, όπου οι μητέρες συναντούν τις νεκρές κόρες τους. Διαφορετικά, όπως λέει, η ζωή θα ήταν αφόρητη. Μήπως η πίστη στον Θεό δεν είναι παρά η συγκεκαλυμμένη ανάγκη μας να πιστέψουμε ότι υπάρχει συνέχεια; Να αποδυναμώσουμε το τρομακτικό γεγονός του θανάτου, του οριστικού και αμετάκλητου τέλους;
Είναι η θλίψη της μητέρας. Είναι το δικό της προσωπικό Stabat Mater, που την κάνει να πει ότι πρέπει να ενωθεί ξανά με τη νεκρή της κόρη. Συνέλαβα αυτό το επεισόδιο περισσότερο ως μια ιδέα συνέχειας, και για να απαλύνω τον αβάσταχτο πόνο μιας μάνας για το παιδί που έχασε, παρά από αληθινή πίστη στον Θεό. 

O φιλόσοφος Isaiah Berlin, που αποκτάει ζωή στο βιβλίο σας, λέει ότι ένα βιβλίο αξίζει όταν θέλεις να το ξαναδιαβάσεις. Μπορείτε να μου πείτε κάποια βιβλία που έχετε διαβάσει αρκετές φορές με το ίδιο ενδιαφέρον;
Η φράση «Ένα βιβλίο που δεν του αξίζει να ξαναδιαβαστεί δεν του άξιζε να διαβαστεί» ανήκει στον Εβραίο συγγραφέα και νομπελίστα Samuel Josef Agnon. Επέτρεψα στον εαυτό μου να βάλει στο στόμα του Isaiah Berlin αυτά τα λόγια για λόγους αφηγηματικού ρυθμού και τόνου: το να αναφέρεται o Berlin στον Agnon θα ήταν κάτι σαν παραπομπή, πολύ δύσκολη για τους καημένους τους αναγνώστες μου.
Ως απάντηση στην ερώτησή σου: ξαναδιάβασα πρόσφατα το «Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρους» του Μεξικανού συγγραφέα Carlos Fuentes, και μου άρεσε περισσότερο (αν δεν με απατά η μνήμη μου) από όταν το πρωτοδιάβασα πολλά χρόνια πριν. Αυτό που διαβάζω ξανά και ξανά (όπως λες) είναι ποίηση, όχι απαραιτήτως ολόκληρα βιβλία. Όταν έχω λίγη ώρα, πηγαίνω στο δωμάτιο όπου έχω τα βιβλία ποίησης, παίρνω ένα βιβλίο σχεδόν στην τύχη και διαβάζω μερικά ποιήματα. Είναι σαν βιταμίνες. Η ποίηση είναι ενέργεια για τον συγγραφέα. Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στους συγγραφείς που δεν διαβάζουν ποίηση. 

“Et in Arcadia ego”: Η Αρκαδία του Αντριά ειναι η παρουσία της γυναίκας του και η Τόνα, το χωριό που περνούσε τα καλοκαίρια του. Η δική σας Αρκαδία ποια είναι;
Η Αρκαδία που υπήρξε στο παρελθόν, θα μπορούσε να ήταν η Τόνα, γιατί εντελώς «τυχαία» εγώ και ο Αντριά έχουμε την ίδια Αρκαδία της παιδικής μας ηλικίας. Ιδού μια νέα αυτοβιογραφική πληροφορία που μπορείς να προσθέσεις στην ερώτησή σου! Η Αρκαδία που δεν έχω ζήσει ακόμη είναι ο δρόμος μας προς μια συλλογική Ιθάκη: την ανεξαρτησία της Καταλονίας.

Ο Ζάουμε Καμπρέ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1947. Σπούδασε Καταλανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια. Στα ελληνικά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάπυρος και το μυθιστόρημά του «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο.

Confiteor, του Jaume Cabré
Μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός
Εκδόσεις Πόλις (2016)
σελ. 736

Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Α.

1
Μοιράσου το