Στάμος Τσιτσώνης: «Η μικρή φόρμα, το διήγημα, με συνεπαίρνει και με ενθουσιάζει»
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Διπλές Κούρσες», ένας ταξιτζής περιγράφει τις εντυπώσεις μίας ημέρας στο ταξί του. Συναντάει, όπως φαίνεται από τις περιγραφές, αρκετούς από τους ήρωες των προηγούμενων διηγημάτων σας, ακούγοντας το “Yellow Submarine” των Beatles. Do “We all live in a yellow submarine”?
Ο εν λόγω ταξιτζής φυσικά είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, αλλά ταυτοχρόνως ένας ουτοπικός αφηγητής συναντήσεων με τους καθημερινούς ανθρώπους που φιλοξενεί μέσα στον κίτρινο θαλαμίσκο που οδηγεί. Αν τυχαίνει τώρα αυτοί να αποτελούν τους ήρωες κάποιων διηγημάτων που προηγούνται, ε, λοιπόν σας πληροφορώ ότι δεν είναι καθόλου, μα καθόλου τυχαίο! Ο καθένας από αυτούς βρίσκει πρόσκαιρη απαντοχή στο ασφαλές περιβάλλον του κίτρινου ταξί, όπως νιώθει ένας ναυαγός που γαντζώνεται σε ένα υποβρύχιο που τυχαία τον σώζει από τον πνιγμό μέσα στη θάλασσα των προβλημάτων του.
Όσον αφορά στο στοιχείο της επανάληψης, ορισμένοι ήρωες πρωταγωνιστούν σε παραπάνω από ένα διήγημα της συλλογής, όπως πχ. η κ. Αλίκη Δογάνη, η άρρωστη ηρωίδα στο “Steinway & Sons” και στο «Γκρι». Ποιος είναι ο λόγος αυτής της «επιλεκτικής» επανάληψης χαρακτήρων στα διηγήματά σας; Αισθάνεστε, ίσως, πιο κοντά με κάποιους από τους ήρωές σας;
Ναι, η αλήθεια είναι πως αισθάνομαι πιο κοντά, αν η έκφραση είναι δόκιμη, με κάποιους από τους ήρωές μου, αλλά δεν πρόκειται για αυτούς που επανεμφανίζονται σε κάποια από τα διηγήματα. Απλώς οι περισσότεροι είναι άτομα κάποιας ηλικίας, και νομίζω ότι νιώθω μια μεγαλύτερη ευαισθησία γι’ αυτούς.
Ξεκινήσατε να γράφετε τα διηγήματα της συλλογής έχοντας κάποιον κοινό θεματικό άξονα ή γράψατε το καθένα υπό διαφορετικές συνθήκες και στη συνέχεια αντιληφθήκατε τις κοινές συνισταμένες που οδήγησαν και στη δημιουργία της συλλογής; Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο κοινός θεματικός άξονας των διηγημάτων αυτών;
Το κάθε διήγημα γράφτηκε σε διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς ήρωες, όπως και άλλα διηγήματά μου που δεν περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο. Εκ των υστέρων όμως διαπίστωσα πως αρκετά από αυτά συνδέονταν με ένα άτυπο σενάριο, σαν σκηνές κάποιων ταινιών μικρού μήκους. Δεν ξέρω τι με οδήγησε σε αυτή τη μορφή της αφήγησης, αλλά υποψιάζομαι κάποιο από τα άυλα νήματα που συνδέουν τους ανθρώπους, αλλά που δεν γίνονται αισθητά λόγω του περιορισμένου μήκους κύματος της αντίληψής μας.
Στις «Βρύσες» αναφέρεστε με ιδιαίτερα χιουμοριστικό ύφος σε μία οικογένεια που θέλει να αναρριχηθεί στις «υψηλότερες» κοινωνικές τάξεις. Κριτική της ελληνικής κοινωνίας, άλλοτε εντονότερα άλλοτε πιο ήπιου ύφους, ασκείτε, ίσως, σε όλες τις ιστορίες σας. Το χαρακτηριστικό αυτό της συλλογής είναι αυτοσκοπός; Η κριτική αυτή στοχοθετεί συγκεκριμένα πτυχές του Έλληνα πολίτη ή έχει πιο οικουμενικό χαρακτήρα;
Οι «Βρύσες» είναι μια χιουμοριστική φανταστική ιστορία που δημιουργήθηκε στη σκέψη μου από την εποχή που υπηρετούσα σε κάποιο από τα μεγάλα σχολεία της Αθήνας ως μαθηματικός. Τώρα, αν οι ιστορίες μου περιέχουν και στοιχεία κριτικής της ελληνικής κοινωνίας, θα ήμουν αρκετά επηρμένος αν το παραδεχόμουν, αφού μέλος αυτής της κοινωνίας είμαι και εγώ. Πάρτε το λοιπόν καλύτερα σαν έναν σαρκασμό.
Τα διηγήματά σας έχουν βιωματικό χαρακτήρα ή αποτελούν προϊόν φαντασίας;
Μόνο «Η περίθαλψη» έχει ισχυρά βιωματικά στοιχεία και είναι ένα από τα λίγα διηγήματά μου που δεν περιέχουν χιούμορ, αλλά πίκρα. Νομίζω όμως πως όφειλα να το δημοσιοποιήσω ως φόρο τιμής.
Ξεχωρίζετε κάποιο από αυτά; Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για την ιστορία πίσω από το διήγημα;
Ω, δεν νομίζω πως μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Το καθένα έχει τον δικό του χαρακτήρα και αναδεικνύει τους δικούς του στόχους. Όλα έχουν κάποιον στόχο που σε ορισμένα διηγήματα είναι εμφανής και σε κάποια άλλα πρέπει να τον ανακαλύψεις και αυτό το τελευταίο έχει τη χάρη του.
Η ειρωνεία και το χιούμορ είναι ευδιάκριτα στο ύφος σας. Πιστεύετε πως η ειρωνεία είναι σύμφυτη με την τέχνη του διηγήματος/μυθιστορήματος;
Για μένα, το χιούμορ αποτελεί μια επιθετική στάση απέναντι στη δυστυχία και τα δυσάρεστα συναισθήματα, μια στάση που αντιπαραθέτει την ευχαρίστηση και την ευτυχία, και ως τέτοιο απαιτεί μια ψυχική δύναμη, απαιτεί μια υπέρβαση και μια ανατροπή και αυτό είναι που επιδιώκω στα διηγήματά μου.
Έχετε σκεφτεί να ασχοληθείτε με τη συγγραφή κάποιου μυθιστορήματος;
Ναι. Κάτι ετοιμάζω αλλά θέλει χρόνο. Άλλωστε, η μικρή φόρμα, το διήγημα, με συνεπαίρνει και με ενθουσιάζει.
Στην «Απόδραση» ο ήρωας, συγγραφέας, αντλεί έμπνευση για τις ιστορίες του, σεργιανίζοντας «στον ευτυχισμένο κόσμο των παιδικών ηρώων του» που ζουν στα βιβλία της πλούσιας συλλογής του. Ποιοι είναι οι δικοί σας λογοτεχνικοί ήρωες από τους οποίους αντλείτε έμπνευση;
Θα σας φανεί παράξενο, αλλά οι δικοί μου ήρωες είναι οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου, φίλοι και γνωστοί που υπάρχουν ή έχουν «φύγει» και πολλοί από αυτούς είχαν μυθιστορηματική ζωή. Τέτοιοι χαρακτήρες έρχονται στη σκέψη μου και τους καλωσορίζω κάθε φορά, τους εκφράζω συγγραφικά την ευγνωμοσύνη μου και στη συνέχεια τους οδηγώ στο λογοτεχνικό βεστιάριο των ηρώων μου, όπου τους αφήνω να επιλέξουν εκείνοι τη φορεσιά του χαρακτήρα που θα υποδυθούν.
Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ
Πετεινός νοτίων προαστίων, του Στάμου Τσιτσώνη
Εκδόσεις Κριτική, 2016
σελ. 256