Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Γιάννης Καλπούζος: «Άμα δε φέγγουν οι πολλοί, είναι καταδικασμένοι να ζουν στο σκοτάδι που τους ετοιμάζουν οι λίγοι»

feature_img__giannis-kalpouzos-ama-de-feggoun-oi-polloi-einai-katadikasmenoi-na-zoun-sto-skotadi-pou-tous-etoimazoun-oi-ligoi
Ήρθα σε επαφή, για πρώτη φορά, με το έργο του Γιάννη Καλπούζου διαβάζοντας το «Ιμαρέτ», όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2008. Από τότε, το σύστηνα συνέχεια σε φίλους και γνωστούς και φέτος, αφού διάβασα το «Άγιοι και Δαίμονες», νεότερο έργο του κ. Καλπούζου, αποφάσισα να ξαναπιάσω το «Ιμαρέτ» στα χέρια μου για να θυμηθώ τους λόγους που το ξεχώρισα. Συνειδητοποίησα λοιπόν, ότι πέραν από την παραστατική χρήση της γλώσσας, ανεξάρτητα από το μυθιστορηματικό ταξίδι στην Ελλάδα του 19ου αι. και την ηδονοβλεπτική ματιά στην καθημερινότητα ενός Έλληνα και ενός Τούρκου που σε ένα γύρισμα της μοίρας γίνονται ομογάλακτοι και οι ζωές τους διαγράφονται παράλληλα, ο κυρίαρχος και μάλλον απλοϊκός λόγος που ξεχώρισα το βιβλίο είναι η μυθιστορηματική προσωπικότητα του παππού Ισμαήλ. 

Από μικρή έτρεφα μία ιδιαίτερη συμπάθεια στους ηλικιωμένους ανθρώπους, ίσως γιατί αφυπνίζεται ο παιδικός μου εαυτός κάθε φορά που συνομιλώ μαζί τους, ίσως γιατί είμαι ψυχαναγκαστικά συνδεδεμένη με τον δικό μου παππού και γιαγιά. Ο παππούς Ισμαήλ, λοιπόν, σκιαγραφείται ως ένας ηλικιωμένος, μορφωμένος άνθρωπος που μέσα του έχει ενσταλάξει η σοφία των χρόνων που κουβαλάει στους ώμους του, που διδάσκει τα παιδιά και τα εγγόνια του, που ξεχειλίζει από αγάπη, καλοσύνη και στωικότητα, που κατευνάζει τις εντάσεις γύρω του, που δείχνει κατανόηση στα αντίπαλα δέη της οικογένειάς του, ένας παππούς που κερδίζει τον συνομιλητή του με τις ακριβοδίκαιες κουβέντες του, που έχει την θαυμαστή και σπάνια ικανότητα να απομακρύνει τους φόβους και τη σκοτείνια της ζωής που κουβαλάμε μέσα μας, ένας άνθρωπος που προδιαγράφει το μέλλον όχι λόγω μαντικών ικανοτήτων, αλλά χάριν στην ιδιαίτερη, διεισδυτική ματιά του που ερμηνεύει γεγονότα και κατάστασεις. Οπότε θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Καλπούζο, όχι μόνο για την κουβέντα που μου χάρισε και που θα διαβάσετε παρακάτω, αλλά που δημιούργησε έναν μυθιστορηματικό ήρωα που έχει εγχαρακτεί στη μνήμη μου και που, όπως μας εξομολογήθηκε, θα ήθελε να του μοιάσει μεγαλώνοντας.

Θεωρείστε ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους και αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς ιστορικού μυθιστορήματος. Ποια πιστεύτε είναι τα στοιχεία εκείνα που οικοδομούν ένα αξιόλογο δείγμα του είδους; Έχετε ασχοληθεί ή σκεφτήκατε να ασχοληθείτε με ένα είδος εκ διαμέτρου αντίθετο, όπως για πχ. το μυθιστόρημα φαντασίας;
Ο συγγραφέας όταν ξεκινά να γράψει ένα μυθιστόρημα καλείται να υποδυθεί τον ρόλο ενός μικρού Θεού. Ωστόσο, ενός μικρού Θεού που διαφέρει από συγγραφέα σε συγγραφέα, κι αυτή είναι μία από τις πολλές ομορφιές της λογοτεχνίας. Για μένα το πρώτιστο είναι η γλώσσα και ο μύθος. Τι λες και πώς το λες. Όμως επί αυτού δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή. Σε κάθε περίπτωση ένα ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να αντέχει στη σύγκριση με την πραγματικότητα, να αναπλάθει παραστατικά και με ακρίβεια την εποχή που πραγματεύεται και ταυτόχρονα να υπηρετεί τον λογοτεχνικό του στόχο. Για να επιτευχθούν τούτα, πέρα από το τάλαντο κάθε συγγραφέα σε σχέση με τη γλώσσα και τη φαντασία, απαιτείται εμβριθής έρευνα και σκληρή δουλειά.
Όσον αφορά το άλλο σκέλος της ερώτησής σας, με έναν τρόπο ήδη το έχω κάνει πράξη με το Σάος, όπως και παλαιότερα με τη συλλογή διηγημάτων «Μόνο να τους άγγιζα». Εξάλλου και το «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου» δεν εντάσσεται στην κατηγορία των ιστορικών μυθιστορημάτων. Όπως και να 'χει, οι λογοτεχνικές μου ανησυχίες με τραβούν προς πολλές κατευθύνσεις και μέλλει να δούμε τι θα υλοποιηθεί. 

Τόσο στο «Ιμαρέτ» όσο και στο «Άγιοι και δαίμονες» επιλέγετε περιόδους της ιστορίας των Ελλήνων του 19ου αι. ως χωροχρονικό πλαίσιο αφήγησης. Τι σας ελκύει σε εκείνη την περίοδο;
Το «Άγιοι και δαίμονες» εξελίσσεται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση του Εικοσιένα. Απεναντίας το «Ιμαρέτ» παρακολουθεί τα χρόνια από το 1854 μέχρι το 1882. Κοινό τους στοιχείο είναι ο ελληνισμός στις γεωγραφικές εσχατιές του, όπως και στο μυθιστόρημά μου «Ουρανόπετρα», η Οθωμανοκρατία και η συνύπαρξη ή μη των κατοίκων διαφορετικών φυλών και θρησκειών σε χρονικές περιόδους που δεν ισχύουν οι ίδιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Γενικότερα με ελκύει η περπατησιά της ιστορίας που καταγράφουν οι απλοί άνθρωποι, η γνώση, οι συνήθειες και οι νοοτροπίες που κληροδοτούν μέσα από την προφορική εκπαίδευση από γενεά σε γενεά, αλλά και τα διδάγματα που μπορεί να προσφέρει η αναδρομή σε αλλοτινούς καιρούς. Με ελκύει και η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς ανά τους αιώνες, η οποία ελάχιστα διαφοροποιείται. 

Το «Ιμαρέτ» είναι ίσως το πιο γνωστό και αγαπητό από το κοινό, βιβλίο σας. Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι κατέκτησε τις καρδιές των αναγνωστών; Μπαίνετε στη διαδικασία να «ανταγωνίζεστε» το «Ιμαρέτ» και τίνι τρόπω τον ίδιο τον εαυτό σας, όταν γράφετε ένα καινούργιο βιβλίο;
Λέω, συνήθως, ότι το καλύτερό μου βιβλίο δεν το έγραψα ακόμη, προκειμένου αυτό να λειτουργεί ως κίνητρο και δημιουργική πρόκληση στη μάχη που με αναμένει για κάθε μελλοντικό μυθιστόρημά μου. Κατά συνέπεια μάλλον ανταγωνίζομαι τον εαυτό μου κι όχι τα πρωτύτερα έργα μου. Άλλωστε κάθε μυθιστόρημά μου, παρότι σε όλα μπορεί να διακρίνει κανείς το προσωπικό μου ύφος, θεωρώ ότι διαφέρει σε πολλά σημεία από τα υπόλοιπα· στη δομή, στον τρόπο ανάπτυξης της μυθοπλασίας, στους χαρακτήρες, στη θεματική, στη γλώσσα και πολλά άλλα.
Όσον αφορά το «Ιμαρέτ», θεωρώ ότι συνετέλεσαν στην επιτυχία του η ατμόσφαιρά του, το γεγονός της διαδοχικής αφήγησης από έναν Έλληνα και έναν Τούρκο που επιτρέπει να φανεί η αλήθεια του «άλλου», η πιστή αναπαράσταση μιας άγνωστης εποχής και η δουλειά την οποία κρύβουν οι σελίδες του και την αναγνώρισαν οι αναγνώστες. 

Πρόσφατα κυκλοφόρησε και η εφηβική έκδοση του «Ιμαρέτ». Ποιες είναι οι αλλαγές που έγιναν, ώστε να θεωρείται κατάλληλο ανάγνωσμα για τους εφήβους;
Προσαρμόστηκε η γλώσσα, ώστε να είναι κατανοητή σε παιδιά άνω των δέκα ετών και εφήβους, και ορισμένες σκηνές που θα μπορούσε να θεωρηθούν προκλητικές από το ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ αφαιρέθηκαν και οι λιγοστές αθυροστομίες που εμπεριείχε η έκδοση για ενήλικες. Εν τούτοις προσφέρεται να το διαβάσουν αναγνώστες κάθε ηλικίας, μιας και αντιμετωπίζω τα παιδιά με τη σοβαρότητα που τους πρέπει. 

Χρησιμοποιείτε αυτοβιογραφικά στοιχεία στις ιστορίες των βιβλίων σας; Υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που θυμίζει περισσότερο τον Γιάννη Καλπούζο;
Συνήθως δε χρησιμοποιώ αυτοβιογραφικά στοιχεία στα βιβλία μου. Ωστόσο δεν το απέφυγα παντελώς στο «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου», καθώς αναφέρεται στα δικά μου χρόνια και προσφέρονταν όσα βίωσα, είτε ως γενικότερη ατμόσφαιρα είτε ως πιο προσωπικές στιγμές, για να αποδώσουν την εποχή, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές από το 1960 και μετέπειτα. Πάντως κανένας από τους ήρωές μου δεν ταυτίζεται μαζί μου. Σ' εκείνον τον οποίο θα ήθελα να μοιάσω είναι ο παππούς Ισμαήλ, από το «Ιμαρέτ». Πασχίζω να συμβεί, όμως ακόμη βρίσκομαι πολύ μακριά απ' τη στωικότητα με την οποία αντιμετώπιζε τη ζωή. 

Η γλώσσα αφήγησης που χρησιμοποιείτε στο βιβλίο «Άγιοι και δαίμονες» αποτελεί σίγουρα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Προσπαθείτε να ανασυστήσετε την καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής στην Πόλη, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την ανάγνωσή του. Για ποιους λόγους πήρατε αυτήν την απόφαση και πόσο δύσκολο ήταν να υλοποιήσετε τον στόχο σας; Σκεφτήκατε ότι μπορεί η γλώσσα του βιβλίου να ξενίσει τον αναγνώστη και να αποβεί κατασταλτικός παράγοντας στην αποδοχή του βιβλίου από το κοινό;
Πρόκειται για λογοτεχνική γλώσσα η οποία προσεγγίζει τη ρωμαίικη γλώσσα της εποχής. Απαιτήθηκαν πάμπολλες ώρες μελέτης κειμένων εκείνων των χρόνων, στίχων τραγουδιών, επιστολών, περιοδικών, λεξικών και πολλών βιβλίων στα οποία χρησιμοποιείται παραπλήσια γλώσσα, όπως και συζητήσεις επί μακρόν με ανθρώπους που την κρατούν ζωντανή στην καθημερινότητά τους. Ένας από αυτούς είναι η μητέρα μου.
Επέλεξα τη συγκεκριμένη γλώσσα, λέξεις της οποίας εντάσσω σε όλα τα μυθιστορήματα και τις ποιητικές μου συλλογές, γιατί γοητεύει εμένα τον ίδιο· για τον λεξικό της πλούτο, που δυστυχώς χάνεται μέσα στον χρόνο· για να αποδοθεί ακόμη πιο παραστατικά η εποχή κατά την οποία εξελίσσεται η μυθοπλασία του βιβλίου· για να φανεί ένα μέρος της πορείας της ελληνικής γλώσσας ζωντανεμένη μέσα από τους μυθοπλαστικούς ήρωες· γιατί οι ίδιες οι λέξεις κουβαλούν ιστορία· για να φανεί τι σήμαινε Ελληνισμός και ελληνική γλώσσα στην Πόλη του 1808-1832· και για να κτιστούν πιο στέρεα οι χαρακτήρες.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημά σας, θα σας παραπέμψω στα γραπτά του Καζαντζάκη, του Καρκαβίτσα, του Ροΐδη, του Κόντογλου, του Μυριβήλη, του Παπαδιαμάντη. Θαρρείτε ότι έγραφαν με γνώμονα τι θα ξενίσει ή όχι τον αναγνώστη; Στάθηκε εμπόδιο η γλώσσα που χρησιμοποίησαν ως προς την αποδοχή του έργου τους; Θεωρώ ότι συνέβη το αντίθετο, του προσέδωσαν δύναμη.
Η μαγεία της γραφής δεν μπαίνει σε τέτοια καλούπια, τι θα ξενίσει και τι όχι. Άλλωστε βρεθήκαμε συνοδοιπόροι με χιλιάδες αναγνωστών στο «Άγιοι και δαίμονες», καθώς ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 50.000 αντίτυπα. Πέραν αυτού η αποδοχή ενός έργου κρίνεται μέσα στο διάβα του χρόνου και για το «Άγιοι και δαίμονες» δεν έχω καμιά αμφιβολία ποια θα είναι η τύχη του. Ειδικά όταν θα πάψει να στέκεται για ορισμένους κύκλους «εμπόδιο» η φυσική μου παρουσία. 

Στο «Άγιοι και δαίμονες» λέει κάποιος στον Τζανή, τον πρωταγωνιστή και αφηγητή του βιβλίου σας:
«Σκοπός της τέχνης, εκτός των άλλων, είναι να ημερέψει το άγριο εις τις ψυχές των ανθρώπων. Κι ο φόβος είναι αγριότης. Γνωρίζεις άλλον τρόπο ν’ απαλύνει τον φόβο των ημερών μας;» Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια πάνω στο απόσπασμα αυτό; Πιστεύετε ότι και σήμερα, στην περίοδο της κρίσης, μπορεί η Τέχνη να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τον σκόπελο και τους φόβους μας; Αν ναι, γίνονται αξιόλογες προσπάθειες από Έλληνες καλλιτέχνες;
Ξεκινώ απ' το τελευταίο. Αξιόλογες προσπάθειες γίνονται. Όμως η λογοτεχνία και οι τέχνες γενικότερα δεν εντάσσονται στις προτεραιότητες της ελληνικής κοινωνίας. Κατά συνέπεια μένουν στη σκιά και δεν μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο τους στα ευρύτερα στρώματα του λαού μας.
Η αληθινή τέχνη πασχίζει να ημερέψει το θηρίο μέσα μας, το οποίο διψά για εξουσία, χρήμα και σάρκα. Προσπαθεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στον υλιστικό κατήφορο του ανθρώπου και να υψώσει αναχώματα στις πάμπολλες θεωρίες που θέλουν ως μοναδικό κέντρο της ζωής μας την οικονομία. Παλεύει να φέρει σε αρμονία και ισορροπία την ύλη και το πνεύμα κι όχι να γκρεμίσει το ένα από τα δύο. Όμως στις μέρες μας και ιδιαίτερα στον τόπο μας υφίσταται ως προς την επιρροή της συντριπτικές ήττες. Γιατί η τέχνη σού δίνεται άμα της δοθείς. Δεν έρχεται ούτε ως θαυματοποιός, ούτε ως λαϊκίστικο σύνθημα, ούτε ως κομματικό πανηγύρι. Μήτε λειτουργεί ως καιροσκοπική φωτοβολίδα και αποκούμπι ενός σαθρού κατεστημένου. Μήτε ως σελίδα ή διορθώσεις στο γραμμένο με άλλη κοσμοθεωρία βιβλίο της σύγχρονης πραγματικότητας. Η τέχνη σού προσφέρεται ως θεία μεταλαβιά, που απαιτεί την πρωτύτερη μακρόχρονη νηστεία και την κάθαρση απ' τα τοξικά βέλη του άκρατου υλισμού και της αισθητικής ευτέλειας. Όποιος το αντιλαμβάνεται και συμπορεύεται με τα οράματα της αληθινής τέχνης, καταφέρνει και να τιθασεύει τους φόβους και την ταραχή της ψυχικής του γαλήνης ακόμη και μέσα στην υφιστάμενη κατάσταση. Να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες πιο ψύχραιμα, νηφάλια, με καθαρό νου και χωρίς τον πανικό πάνω στον οποίο επενδύουν πλείστες όσες εξουσίες και πάσης φύσεως τυχοδιώκτες.
Για όσο η τέχνη θα βρίσκεται στη σκιά, όπου την έχει παραπετάξει η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, ας γνωρίζουμε τούτο: Άμα δε φέγγουν οι πολλοί, είναι καταδικασμένοι να ζουν στο σκοτάδι που τους ετοιμάζουν οι λίγοι. 

Τελικά ποια είναι η σημασία του τίτλου «Άγιοι και δαίμονες». Στο βιβλίο χαρακτηρίζετε τον Ανθία και τον Παπαφλέσσα ως άγιους και δαίμονες…
Το ήμερο και το άγριο, το ηθικό και το ανήθικο, η ομορφιά και η ασχήμια, το καλό και το κακό, το αδιάφορο προς τα κοινά και το ηρωικό ή το πατριωτικό στοιχείο είναι δυνατόν να συνυπάρχουν σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής του ίδιου ατόμου και να εκδηλώνονται ανάλογα με τις καταστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει, τις συνθήκες που επικρατούν και το ειδικό βάρος της ψυχής και του πνεύματός του. Ο καθένας μας, κοντολογίς, μπορεί να λειτουργήσει ως άγιος, ως δαίμονας και ως άγιος και δαίμονας στη μια ή την άλλη περίοδο της ζωής μας. Όσον αφορά ειδικά τον Παπαφλέσσα, εξιλεώθηκε στο Μανιάκι για όλον τον πρωτύτερο βίο του και ο αφηγητής τον ονομάζει άγιο, με τη συμβολική έννοια του όρου κι όχι βεβαίως την εκκλησιαστική. 

Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για το καινούργιο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Απριλίου, το «Σέρρα, η ψυχή του Πόντου»;
Στην Τραπεζούντα του 1915 κι ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων μια δεκαπεντάχρονη καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Πολλά χιλιόμετρα μακρύτερα, στην Ορντού, ένα κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ' έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει.
Ο Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα στις δυο γυναίκες και δοκιμάζονται οι ηθικές αρχές του, ενώ ένας θηριώδης χωροφύλακας βρίσκεται συνεχώς στα ίχνη της δεκαπεντάχρονης Αρμενοπούλας κι ένας Ρωμιός καταδότης του παρέχει πληροφορίες.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος θα παρασυρθούν στη δίνη των μεγάλων ιστορικών γεγονότων μέσα από περιπετειώδεις διαδρομές. Ωστόσο σε μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα η ζωή κυλά στους ομαλούς ρυθμούς της καθημερινότητας, επιτρέποντας μεταξύ άλλων και στον έρωτα να ανθίσει.
Στο υπόστρωμα αλλά και στο προσκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Ελληνισμός του Πόντου. Εξιστορούνται οι σφαγές των Αρμενίων, η διετής κατάκτηση της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, το αντάρτικο κίνημα και οι προσπάθειες για τη δημιουργία ελληνικής Δημοκρατίας στον Πόντο. Ξεδιπλώνονται σελίδα προς σελίδα ο φόβος, η μισαλλοδοξία, ο εθνικισμός, η τρομοκρατία και πλήθος από τα εγκλήματα της γενοκτονίας των Ποντίων που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές. Αναπαριστάνεται η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, όπου κατέφυγε σημαντικό μέρος των προσφύγων του Πόντου, ενώ εντάσσονται στη μυθιστορία οι διώξεις επί Στάλιν, τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία, οι στέπες του Καζακστάν, με τους αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και το σφοδρό ψύχος τον χειμώνα, και πολλά άλλα.
Το «σέρρα», μιλά μέσα από παλιότερες εποχές και για το σήμερα, μεταφέροντας μεταξύ άλλων ως μήνυμα το φωτεινό παράδειγμα του Ελληνισμού του Πόντου, ο οποίος κατόρθωσε να σηκώσει το κεφάλι ύστερα από τα αλλεπάλληλα δεινά που τον χτύπησαν.

 

Ιμαρέτ, του Γιάννη Καλπούζου
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2015
σελ. 592

Άγιοι και δαίμονες, του Γιάννη Καλπούζου
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2015
σελ. 776

Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ

1
Μοιράσου το