Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Δημήτρης Μίγγας: «Η σύλληψη, η κύηση και ο τοκετός ενός βιβλίου είναι μια πορεία που με συναρπάζει»

feature_img__dimitris-miggas-i-sillipsi-i-kiisi-kai-o-toketos-enos-bibliou-einai-mia-poreia-pou-me-sinarpazei
Το «Έρως Ανίατος» είναι το όγδοο έργο του Δημήτρη Μίγγα, όπου με μία ιδιαίτερη αφηγηματική ροή ξετυλίγει το νήμα της ζωής του Νίκου Στεφανίδη, ενός διακεκριμένου ηθοποιού και της Όλγας, μιας γοητευτικής και μοναχικής καθηγήτριας, όταν αυτή ανατρέπεται με απρόσμενο και αμετάκλητο τρόπο. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο συγγραφέας μας μιλάει για τον έρωτά του με τη συγγραφή, για τη σχέση του με τους ήρωές του και φυσικά απαντάει στα ερωτήματα που αναδύθηκαν κατά την ανάγνωσή του βιβλίου του.

«Έρως Ανίατος». Ο τίτλος του βιβλίου σας αναφέρεται στη συναισθηματική σχέση του Νίκου και της Όλγας ή συμβολίζει κάτι πέρα και πάνω από τον δεσμό τους; Υπάρχει κάποιος συμβολισμός που σηματοδοτεί ίσως το «ανίατο» των ασθενειών τους;
Απάντηση σε αυτή την ερώτηση ενδεχομένως να δώσει ο αναγνώστης, αν βέβαια αισθανθεί την ανάγκη, όταν θα φτάσει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου. Καθένας βρίσκει και βγάζει διαφορετικά συμπεράσματα διαβάζοντας ένα κείμενο, ανάλογα με τη συναισθηματική του φόρτιση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, τις καταστάσεις που έχει βιώσει, τις εμπειρίες και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη ζωή. Επιλέγοντας τον συγκεκριμένο τίτλο δεν είχα πρόθεση να καταφύγω σε κάποιον συμβολισμό που να αφορά τον δεσμό των ηρώων μου. Ο ανίατος έρωτας, όπως ελπίζω πως θα φανεί στη συνέχεια της κουβέντας μας, τουλάχιστον για εμένα είναι και άλλος. Πρόκειται για τον έρωτα που έχει σχέση με το γράψιμο και τη διαδικασία της γραφής. 

Έχετε χαρακτηρισθεί ως «κοινωνικός λογοτέχνης». Ενστερνίζεστε αυτόν τον χαρακτηρισμό και, αν ναι, πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια αυτή;
Δεν μου αρέσουν οι χαρακτηρισμοί και δεν ξέρω αν βοηθούν σε κάτι. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που ασχολούνται με τη συγγραφή ενδιαφέρονται να γράφουν καλή λογοτεχνία. 

Καθημερινές εικόνες της Θεσσαλονίκης, των κατοίκων της, των δρόμων και των κτιρίων της –κυρίως του ιστορικού κέντρου– δεσπόζουν σχεδόν σε κάθε σελίδα του βιβλίου σας. Η πόλη διαδραματίζει, μέσα από τις περιγραφές σας, πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημά σας ή κάνω λάθος;
Μου αρέσει να γράφω για πράγματα που γνωρίζω και αγαπώ και για ζητήματα που κατέχω. Λατρεύω τη θάλασσα και είναι φυσικό να κυριαρχεί στα περισσότερα από τα βιβλία μου. Κάποτε είχα διατελέσει μουσικός, έτσι η μουσική και οι μουσικοί έχουν εισχωρήσει σε αρκετά από τα διηγήματά μου. Ζω στη Θεσσαλονίκη από το 1995. Δεν είναι ο τόπος καταγωγής μου, όμως με τα χρόνια συνήθισα και αγάπησα αυτή την πόλη. Από τη στιγμή που κινούμαι καθημερινά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και έχω καταγράψει στον νου λεπτομέρειες από γωνιές της και τη μυρωδιά τους, αισθάνομαι πολύ άνετα, όταν και οι ήρωες του βιβλίου μου περπατούν στους ίδιους χώρους. 

Ο Νίκος Στεφανίδης, ο πρωταγωνιστής του έργου σας, ένας εγωκεντρικός και αλαζόνας ηθοποιός, ένας δον ζουάν, σιγά σιγά παραδίδει τα όπλα και οδηγείται σε μαρασμό, όταν συνειδητοποιεί ότι το τέρας της άνοιας εισβάλλει στη ζωή του και του κλέβει μυαλό και αναμνήσεις. Η αρρώστια που τον κατακεραυνώνει επέρχεται ως ένα είδος τιμωρίας;
Ο Στεφανίδης είναι ένας άνθρωπος χαρισματικός και κακομαθημένος. Η επιτυχία, η άνοδος, η καθιέρωση ήρθαν για αυτόν εύκολα. Δεν χρειάστηκε να αγωνιστεί, δεν αντιμετώπισε αντιξοότητες στη ζωή και στην καριέρα του και θεώρησε πως αυτό είναι το φυσιολογικό και πως έτσι θα γινόταν πάντα. Γι’ αυτό η φυσιολογική φθορά του σώματος και κάποιες επαγγελματικές αποτυχίες τον βρήκαν ανυποψίαστο και ανοχύρωτο. Δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες, να ισορροπήσει ώστε να χαρεί αυτά που έχει και όχι εκείνα που είχε κάποτε ή θα ήθελε να έχει. Δεν είχε μάθει να παλεύει. Έτσι μοιραία αφέθηκε και παρασύρθηκε. Μια τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσα να ισχυριστώ πως χαρακτηρίζει κάπως και τη δικιά μου τη γενιά. Ήταν όλα εύκολα για μας, πιστέψαμε πως έτσι θα είναι πάντα, φερθήκαμε εγωιστικά, κάναμε λάθος επιλογές και καταλήξαμε στις κρίσιμες στιγμές στο περιθώριο να παρακολουθούμε τα γεγονότα ανήμποροι να αντιδράσουμε. 

Και οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, ο Νίκος και η Όλγα, νοσούν σωματικά και ψυχικά. Γιατί θελήσατε να σκιαγραφήσετε τις ζωές δύο ανθρώπων που πάσχουν από ανίατες ασθένειες; Αν δεν υπέφεραν, πιστεύετε ότι θα ερχόντουσαν τόσο κοντά;
Δεν τους αντιμετωπίζω σαν ανθρώπους που νοσούν σωματικά ή ψυχικά. Πρόκειται για χαρακτήρες που με το πέρασμα του χρόνου γίνονται φανερά πάνω τους τα σημάδια της φθοράς, τα όνειρα και οι φιλοδοξίες τους δεν εκπληρώνονται πάντα και κάποια ατυχήματα τους σημαδεύουν τη ζωή, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε όλους μας. Δεν είχα πρόθεση να αποτυπώσω στο χαρτί τις ζωές δύο άρρωστων ανθρώπων. Έφερα κοντά δύο ήρωες με κάποια προβλήματα, αλλά και με διαφορετική νοοτροπία. Η Όλγα είχε στη ζωή της ένα ατύχημα, όπως μπορεί να συμβεί στον καθένα. Στην αρχή πανικοβλήθηκε, σκοτείνιασε ο κόσμος γύρω της, απομονώθηκε· όμως κάποια στιγμή αντέδρασε. Αντιμετώπισε την κατάσταση κάτω από το πρίσμα των καινούργιων δεδομένων, διεκδίκησε τη θέση της μέσα στη ζωή κι ανάμεσα στους ανθρώπους. Συνάντησε δυσκολίες, αντιδράσεις, αντιμετωπίστηκε παράλογα, προσπάθησαν να την αποκλείσουν. Απαίτησε ισοτιμία και στο τέλος κατάφερε να επιβάλει τους όρους της. Σε αντίθεση με τον Στεφανίδη εκείνη αγωνίστηκε και κέρδισε. Η ζωή είναι πεπερασμένη, ανεπανάληπτη, και αξίζει κάποιος να την εξαντλήσει ακόμα και όταν δεν του προσφέρεται ακριβώς όπως θα ήθελε. 

Ο αφηγητής της ιστορίας –διορθώστε με αν κάνω λάθος– εντελώς ξαφνικά γίνεται μυθιστορηματικό πρόσωπο και συναντάει την Όλγα ή ορθότερα η ηρωίδα τον επισκέπτεται σπίτι του. Εν συνεχεία, η Όλγα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της και ο αφηγητής- συγγραφέας αποκτάει ξεχωριστό ρόλο στην ιστορία, μεταφέροντας συγχρόνως σκέψεις και ιδέες περί συγγραφής. Ποιος βρίσκεται πίσω από το πρόσωπο του αφηγητή και ποιος είναι τελικά ο «Άλλος συγγραφέας» στον οποίο αναφέρεστε; Ποιος είναι ο λόγος πίσω από αυτήν τη μυθιστορηματική τροπή;
Κατά κανόνα ο μυθιστορηματικός ήρωας ή η ηρωίδα φτιάχνεται από χαρακτηριστικά και ιδιότητες ανθρώπων που έχω κατά καιρούς γνωρίσει. Με άλλα λόγια αξιοποιώ την παρατήρηση, τη μνήμη και τη φαντασία. Συνδυάζω, δηλαδή, τις γραμμές του προσώπου ενός, τις κινήσεις και το βάδισμα κάποιου άλλου, τον χαρακτήρα και τις αντιδράσεις φίλων ή γνωστών. Δημιουργώ με δανεικά χαρακτηριστικά ένα καινούργιο άτομο και προσπαθώ να του δώσω υπόσταση, μορφή, προσωπικότητα. Περνώ παρέα με τις ηρωίδες και τους ήρωές μου πολλές ώρες στο γραφείο, στη βόλτα, με συντροφεύουν στο κρεβάτι μέχρι να κοιμηθώ. Συζητώ μαζί τους για να κατανοήσω πώς σκέφτονται, ζητώ από κάποιους να μου δώσουν συνέντευξη, υποβάλλω δηλαδή τις ερωτήσεις μου κι ύστερα παίρνω τη θέση τους προσπαθώντας να απαντήσω για λογαριασμό τους κι όχι ως Δημήτρης Μίγγας· σαν να παίζω σκάκι ή τάβλι με αντίπαλο τον εαυτό μου. Τους συμπαθώ όλους ανεξαιρέτως και πασχίζω να κατανοήσω τη συμπεριφορά και να δικαιολογήσω για λογαριασμό τους τις πράξεις τους (ακόμα κι όταν δεν συμφωνώ με αυτές), γιατί διαφορετικά δεν θα είναι αυθεντικοί ως χαρακτήρες. Κάποιους ήρωες από προηγούμενα βιβλία μου τους θεωρώ πλέον φίλους κολλητούς. Κι αν πρόκειται για ηρωίδα, στην προσπάθειά μου να τη δω με τα μάτια ενός άντρα που την αγαπάει, που ξαπλώνει μαζί της στο κρεβάτι, κάνουν έρωτα και αγγίζει κάθε σπιθαμή του σώματός της, κινδυνεύω μοιραία να την ερωτευτώ. Αυτή τη συγγραφική πραγματικότητα θέλησα να δείξω με την επίσκεψη της ηρωίδας στο σπίτι του αφηγητή. Όσο για τον αφηγητή και τον «Άλλο συγγραφέα» δεν είναι παρά δυο από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος και με τον πραγματικό συγγραφέα τους συνδέει η ίδια περίπου σχέση που δένει όλους τους ήρωες με τον δημιουργό τους. 

H Όλγα είναι οροθετική και μέσα από την περιγραφή της ζωής της αναδύεται μια «κομπλεξική» κοινωνία που δεν ανέχεται οτιδήποτε το «διαφορετικό». Είναι τόσο τρομαχτική και μοναχική η πραγματικότητα των ανθρώπων που έχουν πέσει θύματα της ασθένειας του H.I.V.;
Κάποιοι αντιμετωπίζουν το διαφορετικό στην αρχή με επιφύλαξη, οι περισσότεροι στο τέλος το αποδέχονται. Τέτοιες συμπεριφορές έχουν να κάνουν με την παιδεία, τη νοοτροπία, την κουλτούρα και λίγο ή πολύ το συναντάμε παντού. Ιδιαίτερα στην περίπτωση μιας ασθένειας (π.χ. φορέας) το πρόβλημα ξεκινάει κυρίως από την άγνοια. Η αμάθεια και η παραπληροφόρηση είναι κάποια από τα βαρίδια που τυραννούν τον άνθρωπο και συχνά τον αποπροσανατολίζουν. «Είναι δύσκολα τα πράγματα εκεί έξω» διαπίστωσε και η Όλγα όταν αποφάσισε να ξαναγυρίσει στον κόσμο ως οροθετική, όμως είχε τη δύναμη, την αξιοπρέπεια και το κουράγιο ώστε να επιβάλει την ισότιμη παρουσία της. 

Γράφετε στο βιβλίο ότι ο συγγραφέας δεν είναι ποτέ σίγουρος για το πού θα τον οδηγήσουν οι ήρωές του. Από ποιο σημείο και μετά οι ήρωες ενός βιβλίου «ανεξαρτητοποιούνται»; Και, πόσο αυτόνομα μπορούν να δράσουν οι πρωταγωνιστές ενός μυθιστορήματος, αφού τα ηνία της εκάστοτε ιστορίας βρίσκονται πάντα στα χέρια του συγγραφέα;
Στη μυθιστορηματική πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και στον δικό μας κόσμο, οι πεποιθήσεις κάθε χαρακτήρα δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με αυτές των διπλανών του ούτε φυσικά με εκείνες του γράφοντος. Για να υπάρξουν σε ένα μυθιστόρημα δράση, πλοκή, εξέλιξη και πρόοδος, θα πρέπει να προηγηθούν συγκρούσεις και αυτές κατά κανόνα οφείλονται στη διαφορετική αντιμετώπιση των καταστάσεων εκ μέρους των ηρώων. Ο συγγραφέας γράφοντας δημιουργεί έναν μικρόκοσμο μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Και είναι γεγονός πως η καθεμία και ο καθένας από αυτούς έχει παρελθόν και τη δικιά του ιστορία. Οι περισσότεροι πρωτοεμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου από κάποια στιγμή της μυθιστορηματικής ζωής τους και ύστερα. Για να είναι πειστικοί, ολοκληρωμένοι και «ζωντανοί» θα πρέπει ο δημιουργός τους να γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια την προηγούμενη ζωή τους – παιδικά χρόνια, σπουδές, οικογενειακή κατάσταση, χαρακτήρας, πάθη, εμμονές, συνήθειες, χαρίσματα, αντιδράσεις, ακόμα και χαρακτηριστικές κινήσεις, στάση ζωής κι απόψεις που καθοδηγούν τη δράση τους. Θα πρέπει δηλαδή να έχει φτιάξει (πολλοί μάλιστα γράφουν αναλυτικά) ένα ολοκληρωμένο βιογραφικό από τη στιγμή που γεννήθηκαν μέχρι να εμφανιστούν για πρώτη φορά στις σελίδες του βιβλίου. Κάθε κουβέντα τους και πράξη θα πρέπει να εναρμονίζονται με τον προηγούμενο βίο τους. Και αν καμιά φορά συμβεί ένας συγγραφέας, παρασυρμένος από τις δικές του εμπειρίες και νοοτροπία, να τους σπρώξει σε ενέργειες που δεν τους ταιριάζουν, τότε η ιστορία του συνήθως οδηγείται σε αδιέξοδο. Από εκείνο το σημείο και μετά είναι τέτοια η διαδοχή των γεγονότων, των σκηνών και των διαλόγων, που ο συγγραφέας αναγκάζεται να γυρίσει πίσω τον μυθιστορηματικό χρόνο και να διορθώσει το λάθος του πειθαρχώντας και υπηρετώντας τα θέλω και τα πιστεύω του ήρωά του και όχι τις δικές του προγραμματικές σκέψεις για το έργο του. Αυτό λοιπόν εννοώ, όταν ισχυρίζομαι πως δεν υπακούουν πάντα στον δημιουργό τους οι ήρωες και ότι συχνά ξεφεύγουν και ενεργούν αυτόβουλα. 

«Θα σου το πω για τελευταία φορά, γιατί μου φαίνεται ότι δεν έχεις καταλάβει. Γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Δεν με μέλει πόσα αντίτυπα θα πουληθούν, το αν οι κριτικοί αγνοήσουν το βιβλίο και πως ο εκδότης δεν θα το υποστηρίξει. Δεν με πειράζει ακόμα κι αν δεν εκδοθεί. Συνήθισα πια και μπορώ να ζήσω δίχως αυτά. Το γράψιμο μ’ όλα του τα ζόρια είναι το μόνο που μου έμεινε…» Τα λόγια αυτά καθρεφτίζουν τα δικά σας συναισθήματα;
Σε κάποιο προηγούμενό μου βιβλίο ένας χαρακτήρας ρωτάει έναν φίλο του (που κατά «σύμπτωση διαβολική» είναι πάλι συγγραφέας): «Γιατί γράφεις, ρε;». Και μη παίρνοντας απάντηση συνεχίζει: «Λεφτά να βγάλεις, δεν το βλέπω. Κι αν ήθελες να πλουτίσεις θα έκανες άλλη δουλειά. Τη δόξα δεν σε βλέπω να την προλαβαίνεις. Γιατί λοιπόν βασανίζεσαι;». Και στις δύο περιπτώσεις εγώ ερωτώ στο ένα βιβλίο κι ο ίδιος απαντώ στο επόμενο μέσω των ηρώων μου. Τα όσα ισχυρίζομαι, φυσικά, αφορούν αποκλειστικά και μόνο εμένα. Κατά κανόνα οι καλλιτέχνες προσβλέπουν στη δόξα, αρκετοί λοξοκοιτούν το χρήμα και την εφήμερη προβολή. Με τον καιρό οι ελπίδες των περισσότερων διαψεύδονται. Κάποιοι τα παρατούν, άλλοι επιμένουν. Και ορισμένοι έχουν ανακαλύψει εντωμεταξύ στο γράψιμο την ηδονή της δημιουργίας. Θέλω να πιστεύω πως ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Δεν υποτιμώ τη δόξα και την καλή φήμη, ωστόσο για μένα η διαδικασία της γραφής είναι ό,τι πιο ωραίο κέρδισα σ' αυτό το ταξίδι. Η σύλληψη, η κύηση και ο τοκετός ενός βιβλίου είναι μια πορεία που με συναρπάζει, την απολαμβάνω τόσο, ώστε στενοχωριέμαι κάθε φορά που παραδίδω κάποιο βιβλίο για να εκδοθεί.

*Ο Δημήτρης Μίγγας παρουσιάζει το βιβλίο του «Έρως Ανίατος» την Παρασκευή, 4 Μαρτίου 2016, στις 7:30 μ.μ.,
στο βιβλιοπωλείο ΒΙΒΛΙΟΡΥΘΜΟΣ – ΣΑΒΒΑΛΑΣ (Βασ. Ηρακλείου 47, Θεσσαλονίκη).

Έρως Ανίατος, του Δημήτρη Μίγγα
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015
σελ. 328

Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ

1
Μοιράσου το