Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Ζούμε ως κοινωνία στον αστερισμό της αυτογελοιοποίησης»
Χρησοθήρας των κειμένων. [...] Έμαθε να συναναστρέφεται την ιερότητα των κειμένων από μικρός, έμαθε να τα ψαύει, να τα χαϊδεύει, να τους μιλάει για να του απαντήσουν. Ο Σωκράτης λέει στον «Φαίδρο» πως οι λέξεις των γραπτών είναι κουφές και δεν σου απαντούν όταν τις ρωτάς, ο ίδιος όμως ακούει τη φωνή της σιωπής τους. Αρκεί να ξέρεις να την ακούσεις. Ψάχνει την ύπαρξή του κλείνοντας τα αυτιά του στην πολυλογία του κόσμου του για να ακούσει τη σιωπή των κειμένων. Οι σκιές τού ψιθυρίζουν αυτό που περιμένει να ακούσει.
Στο «Βερονάλ» γράφετε για τον αυτόχειρα Ιωάννη Συκουτρή, έναν άνθρωπο των γραμμάτων, έναν κορυφαίο μελετητή της ελληνικής αρχαιότητας που έκοψε το νήμα της ζωής του πολύ νωρίς, ήταν μόλις 36 ετών. Ποιοι είναι οι λόγοι που σας οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου… η αφορμή και ο σκοπός;
Ο Συκουτρής υπήρξε μια από τις μυθικές, θα έλεγα, προσωπικότητες του ελληνικού εικοστού αιώνα. Ένας άνθρωπος που στη σύντομη ζωή του κατάφερε να αφήσει ένα πυκνό έργο. Χρόνια τώρα η σκέψη μου στριφογύριζε γύρω από την περίπτωσή του και ήθελα κάποτε να ασχοληθώ μαζί του, κυρίως επειδή θεωρούσα πως μέσα από τον Συκουτρή μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω για τη σημασία της κλασικής παιδείας, όχι μόνον στον ελληνικό αλλά και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Επειδή όμως δεν είμαι φιλόλογος αλλά μυθιστοριογράφος, ο Συκουτρής, όσο τον προσέγγιζα, με ενδιέφερε περισσότερο ως χαρακτήρας, ένας σύγχρονος τραγικός ήρωας. Και σ’ αυτό οφείλεται η μορφή του αφηγήματος και η «διαπλοκή» ιστορίας και μυθοπλασίας επειδή κατ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται ο χαρακτήρας. Σ’ αυτό οφείλεται και το γεγονός ότι η κεντρική υπόθεση του αφηγήματος στρέφεται γύρω από την αυτοκτονία του. Ο σύγχρονος ελληνισμός μπορεί να μην διακρίνεται για τις πνευματικές του ή τις φιλοσοφικές του επιδόσεις, διαθέτει όμως πλούσιους ανθρώπινους χαρακτήρες. Η αφορμή για να προχωρήσω επειγόντως μου δόθηκε, όταν, μπαίνοντας στην ιστοσελίδα της Χρυσής Αυγής, διαπίστωσα πως ο νεοναζιστικός υπόκοσμος προσπαθεί να τον οικειοποιηθεί. Τον αφήσαμε στα χέρια τους επειδή η αριστερή κουλτούρα της μεταπολίτευσης τον είχε αγνοήσει εντελώς.
Θα θέλατε σε λίγες γραμμές να σκιαγραφήσετε την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή σας, όπως αναδύθηκε μέσα από την ιστορική έρευνα;
Ένα φτωχό παιδί που γεννήθηκε σε μια γειτονιά της Σμύρνης και ενώ τίποτε δεν τον προετοίμαζε για τα γράμματα, αυτό χώθηκε μες την βιβλιοθήκη για να βρει την αξιοπρέπεια που του στερούσε η ζωή του. Ένας νέος άνδρας, μάλλον ατυχής στις ερωτικές του υποθέσεις, μια ιδιοφυΐα που δεν την άντεξε το στενόχωρο περιβάλλον της αθηναϊκής ζωής. Ένας άνθρωπος που υπέφερε από αϋπνίες και κατάθλιψη και είχε εθιστεί στο βαρβιτουρικό Βερονάλ. Όπως έλεγε και ο Τσαρούχης: «Η Ελλάδα τιμωρεί όποιον την παίρνει στα σοβαρά». Τα υπόλοιπα στο «Βερονάλ».
Στο «Βερονάλ» αναπλάθεται η ζωή ενός ανθρώπου που έχει αφιερώσει τη ζωή του, παιδιόθεν, στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας. Ποια είναι η άποψή σας για τη σχέση (και τη γνώση) του σημερινού Έλληνα με τις αρχαίες ρίζες του; Πώς χαρακτηρίζετε το γεγονός ότι ειδικά σήμερα, στην περίοδο της κρίσης, ο ελληνικός λαός επικαλείται συνήθως τους αρχαίους προγόνους του για να αναφερθεί στο «μεγαλείο» και την «ανωτερότητα» του Έλληνα;
Η υπόθεση αυτή μοιάζει με κωμωδία παρεξηγήσεων. Ένα κεφάλαιο της συλλογικής μας ψυχοπαθολογίας. Ενώ, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η νεοελληνική συνείδηση, η κλασική αρχαιότητα μας απασχολεί ως πρωτεύον ζήτημα, φτάνουμε σήμερα να την έχουμε εξορίσει από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ο σημερινός Έλληνας δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία ελληνική σκέψη. Τη θυμάται μόνον όποτε ο ίδιος αισθάνεται ηττημένος από τον σύγχρονο κόσμο αλλά, όπως συνηθίζει, δεν κοπιάζει για να την αποκτήσει. Απλώς πετάει ονόματα σαν συνθήματα ή ονόματα ποδοσφαιρικών ομάδων. Και κάτι σημαντικό. Για ανθρώπους όπως ο Συκουτρής, η αρχαία Ελλάδα ήταν ένας από τους δρόμους που θα μας έδινε πρόσβαση στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Για το σημερινό ιδεολόγημα που περιφέρεται στα καφενεία και τις πλατείες με τους αγανακτισμένους θεωρείται ως αντίπαλο δέος στην Ευρώπη. Μην ξεχνάτε ότι οι φιλόλογοι είναι οι ηττημένοι της εκπαίδευσης. Όλοι τους αντιμετωπίζονται ως περιττό βάρος. Πολλές φορές και οι ίδιοι έτσι αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους. Κατά τα λοιπά, με το θράσος της αμάθειας που μας διακρίνει, θεωρούμε εαυτούς απόγονους του Πλάτωνα, κι ας μην έχουμε κάνει τον κόπο να διαβάσουμε έστω και μια γραμμή.
Το εν λόγω αφήγημα είναι ένα μείγμα μυθοπλασίας και δοκιμιακού λόγου, πραγματικού και φανταστικού κόσμου. Ποιες θεωρείτε πως είναι οι δυσκολίες που προκύπτουν, όταν κάποιος επιχειρεί να συγγράψει ένα έργο όπου τα όρια μεταξύ των δύο κόσμων είναι τόσο συγκεχυμένα;
Οι δυσκολίες δεν διαφέρουν απ’ αυτές που αντιμετωπίζει ο οποιοσδήποτε μυθιστοριογράφος σέβεται τον εαυτό του. Πάντα ξεκινάς από μια πραγματικότητα και αρχίζεις να την ψηλαφείς, να ψάχνεις τις σκοτεινές της γωνιές, τις αντιθέσεις της και μπαίνεις μέσα στα κενά της, όπου για να μπορέσεις να κυκλοφορήσεις, αρχίζεις και υποθέτεις. Τι θα γινόταν αν… Αυτή εξάλλου είναι η δύναμη του μυθιστορήματος από τον Θερβάντες, ως τον Ντοστογιέφσκι και τον Όργουελ. Δεν εκλαμβάνει την πραγματικότητα ως δεδομένο. Την αντιμετωπίζει και με τις δυνατότητές της. Και το «εν δυνάμει» είναι πάντα στοιχείο απελευθέρωσης.
Δεδομένου ότι ο Συκουτρής έζησε και πέθανε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, πόσο δύσκολη, χρονοβόρα και κυρίως καρποφόρα μπορεί να είναι η ιστορική έρευνα στην Ελλάδα; Μπορείτε να μας μιλήσετε για τη μέθοδο και τα εργαλεία που χρησιμοποιήσατε;
Διαβάσματα. Από τη βιογραφία του που έγραψε ο Διονύσης Αλικανιώτης ως την Ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Μεσοπολέμου. Ξέρετε, πάντα η φάση της έρευνας για να γράψω ένα βιβλίο είναι η πιο χρονοβόρα μεν, όμως η πιο εύκολη και η πιο διασκεδαστική.
Πόσο επηρεάζει την ιδιότητα του συγγραφέα η ιδιότητα του δημοσιογράφου; Δεδομένου ότι εργάζεστε σε μία εφημερίδα που κρατάει τα σκήπτρα στην ενημέρωση του Έλληνα πολίτη, ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της καθημερινότητας στο πολύβουο περιβάλλον μιας γνωστής εφημερίδας, που προβάλλονται στη μοναχική, κατά τους περισσότερους, ζωή ενός συγγραφέα;
Καταρχάς εδώ και χρόνια κάνω «διπλή» ζωή. Πάντα είχα μια δουλειά για να ζήσω και πάντα είχα στην καθημερινότητα κάποιο δικό μου κείμενο που με απασχολούσε. Σιγά σιγά συνηθίζει κανείς που λένε, κι εγώ έχω συνηθίσει σε επίπεδο διαστροφής. Αν δεν έχω πίεση χρόνου δεν μπορώ να γράψω. Το καθημερινό χρονογράφημα στην Καθημερινή μπορώ να πω ότι με έχει βοηθήσει και στη μυθιστορηματική μου γραφή, από την άποψη ότι εκγυμνάζεσαι στην οικονομία του λόγου, μαθαίνεις να πετάς τα περιττά, ακόμα κι αν σου αρέσουν, και μαθαίνεις να στοχεύεις στην συνομιλία με τον αναγνώστη. Μην γελιέστε, και η δουλειά του χρονογράφου είναι εξίσου μοναχική με τη δουλειά του συγγραφέα. Ευτυχώς, στην εφημερίδα είμαι στο ίδιο γραφείο με τους φίλους γελοιογράφους και το διασκεδάζουμε αρκετά. Το πιο δύσκολο είναι το ευτράπελο της πολιτικής μας ζωής που αισθάνεσαι ότι σου κλέβει την δουλειά. Αν θέλεις να σαρκάσεις ή να γελοιογραφήσεις πρέπει να υπάρχει κάποια στοιχειώδης σοβαρότητα απέναντί σου κι εδώ ζούμε ως κοινωνία στον αστερισμό της αυτογελοιοποίησης.
Στο βιβλίο αναφέρεστε στο κλειστό και αυστηρό κύκλωμα της πανεπιστημιακής κοινότητας την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ένας «αυστηρά δομημένος όμιλος» που «διαθέτει συνοριοφύλακες που επιβάλλουν φόρους και δασμούς σε όσους προσπαθούν να περάσουν στα εδάφη της». Θεωρείτε πως έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα εντός του πανεπιστημιακού μικρόκοσμου;
Ευτύχησα στη ζωή μου να μην έχω καμία σχέση με το ελληνικό πανεπιστήμιο. Έτσι το γνωρίζω μόνον από αφηγήσεις φίλων και από τη δημόσια παρουσία των καθηγητών και των φοιτητών – ειδικά των πρωτοπόρων της επιστήμης καταληψιών πάσης φύσεως. Ως εκ τούτου μπορώ να πω ότι τα πράγματα καλά κρατούν. Κυριαρχούν μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες που κρατούν το επίπεδο σε ικανοποιητικά χαμηλό επίπεδο ώστε να μην υπάρχουν και πολλές απαιτήσεις, καθότι οι απαιτήσεις συνεπάγονται κόπο. Σκεφθείτε για παράδειγμα πως η κ. Φωτίου, η υπουργός με τα γεμιστά, είναι καθηγήτρια στο Πολυτεχνείο. Θυμηθείτε δε πως δεν εξέλεξαν καθηγητή ούτε τον Δημήτρη Νανόπουλο ούτε τον Σταύρο Κατσανέβα, δύο επιστήμονες που θα τους ήθελε κάθε πανεπιστήμιο του κόσμου. Για να δείτε δε σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι πανεπιστημιακοί σήμερα, σκεφθείτε μόνον ότι δέχονται να είναι υπουργός ένας άνθρωπος που δεν έχει πτυχίο.
O Συκουτρής οραματιζόταν μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, το πρώτο βήμα για μια ευρύτερη «πολιτισμική μεταρρύθμιση», αλλά συνειδητοποίησε το ανέφικτο του ονείρου του και είδε το όραμά του να γκρεμίζεται πριν αποκτήσει άλλην υπόσταση πέραν της εσωτερικής του επιθυμίας. Πιστεύτε πως μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι εφικτή σήμερα και αν ναι, υπό ποιες συνθήκες;
Νομίζω πως η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση και σ’ αυτήν. Δεν είναι τυχαίο ότι όποτε μιλάμε για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα εννοούμε τον τρόπο εκλογής πρυτάνεων, τις εξετάσεις ή τους όρους συνταξιοδότησης των αιωνίων φοιτητών – είμαι βέβαιος πως κάποια στιγμή θα απαιτήσουν και αυτοί τη μονιμοποίησή τους. Ποτέ δεν μιλάμε για την ουσία της εκπαίδευσης, ποτέ δεν ψάχνουμε τρόπο για να θεραπεύσουμε τη Μέση Εκπαίδευση από το καρκίνωμα της παπαγαλίας. Κατά τα λοιπά πιστεύω ότι πρέπει η εκπαίδευση να μεταρρυθμισθεί όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Να ξαναδοθεί το βάρος που αφαιρέθηκε για χρησιμοθηρικούς λόγους στην κλασική παιδεία, αφού δεν νοείται ευρωπαϊκός πολιτισμός χωρίς κλασική παιδεία. Και μόνον έτσι θα μπορέσει η Ευρώπη να ξεπεράσει τη σημερινή της υπαρξιακή κρίση. Όσο για μας εδώ… Για να μεταρρυθμισθεί ένας οργανισμός πρέπει να είναι ζωντανός. Και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι νεκρό.
Βερονάλ, του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015
σελ. 163
Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ