Γιάννης Ατζακάς: «Και μάλιστα, αν μπορούσα να διανέμω τα χειρόγραφά μου σε φυλλάδια στους δρόμους, νομίζω ότι θα το είχα κάνει!»
Διαβάζοντας τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις που δέχθηκε να του στείλω, αντιλαμβάνομαι ότι πέρα από ένας πολύ καλός συγγραφέας, είναι και ένας χαρισματικός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με χιούμορ, διάθεση αυτοκριτικής, μεστό λόγο και πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για τη γραφή και όχι μόνο.
Κρατώ από αυτή τη συνέντευξη την προθυμία του κ. Ατζακά να μου τη δώσει, την εξαιρετική του παρομοίωση για τη σχέση μεταξύ μυθιστορήματος και διηγήματος και φυσικά το γέλιο που έκανα όταν διάβασα για το φόβο του ότι στο μέλλον θα τον διαγράψουν από την Εταιρεία Συγγραφέων, γιατί θα ανακαλύψουν – λέει – ότι τον υπερτίμησαν!
Η συνέντευξη αυτή είναι ένα ορεκτικό, καθώς βρισκόμαστε σε αναμονή για την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων του Γιάννη Ατζακά, «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη», της «αναγνωριστικής εξόδου του από τις “υπόγειες στοές” του βιώματος στα ξέφωτα και τους αραιούς αιθέρες της μυθοπλασίας»…! Καλή ανάγνωση!
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος του πεζογράφου στη σύγχρονη παγκόσμια αλλά και ελληνική πραγματικότητα;
Η απάντηση σε μια τόσο απαιτητική ερώτηση δεν μπορεί παρά να είναι συνοπτική και οπωσδήποτε ελλειπτική. Πρωταρχικής σημασίας, πιστεύω, είναι πρώτα η ίδια η κοινωνία να αναγνωρίζει ρόλο στον πεζογράφο και γενικότερα στους ανθρώπους της Τέχνης και του Πνεύματος, όλους αυτούς που συμβατικά αποκαλεί διανοούμενους· στη συνέχεια, τα ΜΜΕ (τηλεόραση, ραδιόφωνο, τύπος) να τους παραχωρούν «βήμα», ώστε να ασκούν τον ρόλο αυτό. Μια ακόμη αναγκαία συνθήκη: ο συγγραφέας, πέραν του πεζογραφικού του έργου και της επιρροής που αυτό έχει, πρέπει να αισθάνεται και την ανάγκη να κοινοποιήσει τις απόψεις του για τη σύγχρονη παγκόσμια και ελληνική πραγματικότητα –γιατί δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ένας ολοκληρωμένος και ώριμος πεζογράφος δεν έχει άποψη για τον κόσμο, την κοινωνία όπου αυτός ζει, την πολιτική, τον πολιτισμό. Και αναμενόμενο είναι ότι θα προκύψει έτσι μεγάλη ποικιλία ακόμη και αντιθετικών θεωρήσεων, που η πρόσληψη και η σύνθεσή τους θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν και να εμπλουτίσουν την πνευματική ζωή.
Πιστεύω επίσης ότι από μόνα τους τα υψηλής ποιότητας πεζογραφικά έργα, πέραν της αισθητικής απόλαυσης που αυτά προσφέρουν, αποτελούν αληθινή «αγωγή ψυχής». Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα της κρίσης –που φυσικά δεν είναι μόνον οικονομική– εκτός από τον αυτούσιο στοχασμό που εμπεριέχει το αφηγηματικό μέρος των σημαντικών πεζογραφικών έργων, μεγάλη επίδραση μπορεί να ασκηθεί και από τους «ήρωές» τους· το ήθος, οι ιδέες, οι πράξεις τους συνιστούν συχνά ένα «παράδειγμα», προτείνουν ένα πρότυπο ζωής.
Πώς θα περιγράφατε την συγγραφική σας καθημερινότητα; Γράφετε σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος ή συγκεκριμένες ώρες; Με στυλό ή στον υπολογιστή; Έχετε πρόγραμμα ή σας παρασέρνουν στιγμιαίες εμπνεύσεις;
Σίγουρα θα την περιέγραφα ως μη καθημερινότητα. Δεν έχω ορίσει ποτέ ένα πρόγραμμα συγγραφικής εργασίας, αφού μάλλον «με παρασέρνουν στιγμιαίες εμπνεύσεις», όπως πολύ ωραία το έχεις εκφράσει, ακολουθώντας, βέβαια, ένα προκαθορισμένο «συγγραφικό σχέδιο» πάντοτε. Όταν με βρίσκουν αυτές οι ευτυχισμένες στιγμές, γράφω μόνο στο γραφείο μου, στις 40 Εκκλησιές, στις παρυφές του Σέιχ-Σου, και τους καλοκαιρινούς μήνες στο Χορευτό του Πηλίου αντικρίζοντας «την αχανή έκτασιν του Αιγαίου». Ως συγγραφέα, φαίνεται, με εμπνέουν, με καθησυχάζουν μάλλον, οι θάλασσες και τα δάση «του γαλάζιου πλανήτη». Γράφω πάντα με μαλακό μολύβι Faber 6b. Όταν η γυναίκα μου μεταγράψει το κείμενο στον υπολογιστή, αρχίζει μια μακρά διεργασία αφαιρέσεων, προσθηκών, διορθώσεων, που θα μπορούσαν να συνεχίζονται εσαεί, ακόμη και μετά την κυκλοφορία του βιβλίου –αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν ξαναδιαβάζω ποτέ τα βιβλία μου, φοβούμενος τον εντοπισμό ατελειών που έχουν διαφύγει.
Πολλοί συγγραφείς συζητούν γι’ αυτά που γράφουν με ομότεχνους ή φίλους προτού αυτά ολοκληρωθούν. Άλλοι δε δείχνουν τα κείμενα τους σε κανέναν προτού αυτά φτάσουν στην τελική τους μορφή. Σε ποια κατηγορία ανήκετε;
Αναμφιβόλως εντάσσομαι στην πρώτη κατηγορία. Συζητώ περισσότερο με λιγοστούς φίλους παρά με ομοτέχνους –αυτοί, όπως και ο ίδιος, είναι πάντα πιο πρόθυμοι να μιλήσουν παρά να ακούσουν. Και μάλιστα, αν μπορούσα να διανέμω τα χειρόγραφά μου σε φυλλάδια στους δρόμους, νομίζω ότι θα το είχα κάνει, και κάθε παρατήρηση θα μου ήταν πάντα καλόδεχτη για συζήτηση, ιδιαίτερα αν θα επρόκειτο για το πραγματολογικό μέρος του κειμένου.
Έχουν έρθει στιγμές μέσα στα χρόνια που γράφετε που αμφισβητήσατε τη συγγραφική σας ικανότητα; Έτυχε να νιώσετε ποτέ ότι δεν μπορείτε να γράψετε αυτό που θέλετε όπως το θέλετε;
Στα εννιά χρόνια που γράφω είχα συχνές και ισχυρές στιγμές αμφιβολίας για την αξία της γραφής μου. Αφού να σκεφτείς, αυτές τις μέρες που έτυχε να παραλάβω την ταυτότητα του τακτικού μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων, υπήρξαν φορές που αστειευόμενος –και υπάρχει πάντα κι ένα στοιχείο σοβαρότητας ακόμη και στα αστεία– είπα πως στο μέλλον μπορεί να διαπιστωθεί πως, για κάποιον άγνωστο λόγο, τα βιβλία μου είχαν υπερτιμηθεί, και ίσως θα σπεύσουν τότε να με διαγράψουν από τις δέλτους της Εταιρείας. Εκείνο όμως που πραγματικά φοβάται κάθε συγγραφέας είναι η αναμέτρηση του έργου του με τον χρόνο, η αντοχή του στα γυρίσματα των καιρών: τεχνοτροπικά ρεύματα, προτιμήσεις, επικαιρότητα, μεροληψίες.
Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου: Οι περισσότεροι συγγραφείς φαντασιώνονται ίσως ένα ιδεατό βιβλίο, το οποίο φιλοδοξούν κάποτε να γράψουν. Γι’ αυτό δεν είναι απλή παραδοξολογία όταν λέγεται πως «όλοι οι συγγραφείς γράφουν πάντα το ίδιο βιβλίο», και, στο βαθμό που αληθεύει, αυτό συμβαίνει, νομίζω, γιατί ποτέ δεν τους ικανοποιεί απόλυτα το τελευταίο από τα βιβλία τους. Αν ευτυχήσει να γράψει κάποιος το βιβλίο που πάντα ήθελε, τότε ίσως δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει.
Ποιους συγγραφείς θαυμάζετε;
Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Φως της Φονιάς», στην ενότητα «Μαθητεία», υπάρχει ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Φωτεινό μονοπάτι». Σ’ αυτό, ο ήρωας, δικό μου alter ego, μιλά για τους συγγραφείς που σφράγισαν τα τρία χρόνια της εφηβείας του στην Καβάλα και όρισαν το πεπρωμένο του. Ο κατάλογος είναι μακρύς. Αναφέρω μόνο, εκτός από τους μεγάλους Ρώσους κλασικούς Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Γκόγκολ, Τσέχωφ, τους Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ντίκενς, Γκαίτε, Τσβάιχ· από τους Έλληνες τους Παπαδιαμάντη, Μυριβήλη, Βενέζη, Καζαντζάκη, Καραγάτση και από τους νεότερους τους Χατζή, Τσίρκα, Ταχτσή, Ιωάννου. Παραλείπω φυσικά αυτούς που βρίσκονται στη ζωή και δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει το έργο τους. Οι προτιμήσεις, βέβαια, έχουν σημασία μόνο για μένα.
Όλα τα μυθιστορήματα σας βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά και βιωμένες εμπειρίες. Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να γράψετε κάτι εντελώς φανταστικό;
Έχω χαρακτηριστεί από κριτικούς και αναγνώστες –κι έτσι αυτοπροσδιορίζομαι και ο ίδιος– ως «βιωματικός πεζογράφος». Το βίωμα, από την ίδια την εμπειρική του φύση, εκτός από πρωτογενές, είναι συχνά ένα κοινόχρηστο και ουδέτερο υλικό που, μόνον όταν υπαχθεί στους κανόνες της τέχνης και λάβει την αρμόζουσα φόρμα, αποκτά και αισθητική αξία. Έτσι έχω συχνά την αίσθηση ότι κάνω δουλειά μεταλλωρύχου, καθώς ανασύρω από τα έγκατα της πρώιμης μνήμης μου, παιδικής, εφηβικής και νεανικής –μια διάρκεια τριάντα περίπου χρόνων, 1944-1974– ένα αυθεντικό αλλά ακατέργαστο υλικό, από όπου, στο χυτήριο της γραφής, πρέπει να αφαιρεθούν όλες οι περιττές προσμίξεις. Είναι έτσι προφανές πως μυθοποιώ μια σχεδόν μυθική ζωή, την οποία ποτέ δεν θα επέλεγα, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς μου έχει δοθεί. Αυτό διαχωρίζει τους «βιωματικούς» από τους «αυτοβιογραφούμενους» συγγραφείς, καθώς αυτοί εφαρμόζουν δύο διαφορετικούς πεζογραφικούς τρόπους, που από πολλούς συχνά και αστόχαστα συγχέονται μεταξύ τους.
Η μυθοπλασία είναι κάτι περισσότερο από πειρασμός, είναι ανάγκη και συνοδός της πεζογραφίας, και το μέρισμά της στα τέσσερα βιβλία μου συνεχώς αυξάνεται. Στη συλλογή διηγημάτων μου, που, με τον τίτλο «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη», πρόκειται να κυκλοφορήσει αυτόν το μήνα από τις εκδόσεις «Άγρα», έχω βγει, έστω και αναγνωριστικά, από τις «υπόγειες στοές» του βιώματος στα ξέφωτα και στους αραιούς αιθέρες της μυθοπλασίας.
Μιλήστε μας λίγο για τη συλλογή των διηγημάτων σας.
Μεταφέρω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Στην ομότιτλη συλλογή διηγημάτων οι ήρωες γνωρίζουν στην αρχή λίγη αναγνώριση, μια πρόσκαιρη ανάδειξη, μιαν ελάχιστη, όσο το φως μιας αστραπής, έκλαμψη ευτυχίας· κι ύστερα, άλλοι από τις τροπές της Ιστορίας, άλλοι από τις μετεμφυλιακές διώξεις και τα κολαστήρια της χούντας, κάποιοι από ανεκπλήρωτους και προδομένους έρωτες, μερικοί από κακοτυχία, αρρώστιες και θάνατο, όλοι τους κατακρημνίζονται, καταβυθίζονται στο σκοτάδι. Ένας αλαφροΐσκιωτος μόνο, ο Πετρής Χαρκόβας, αφήνει τη στάχτη πίσω του και αξιώνεται τη θέρμη μιας αδύναμης, αλλά άσβεστης φλόγας –αυτόν όμως, από παιδί ακόμη, τον είχαν αγγίξει οι νεράιδες των νερών.
Στις οκτώ αυτές ιστορίες μια μακριά «κόκκινη κλωστή» κόβεται και δένεται ξανά: βγαίνει από τις τέφρες της Μεγάλης Καταστροφής, περνά από τον Μεσοπόλεμο, χάνεται στις σκοτεινές διαδρομές του Εμφυλίου και της Δικτατορίας και φτάνει ώς την Ύστερη Μεταπολίτευση, όταν οι πρώτοι τριγμοί της επερχόμενης κατάρρρευσης είχαν αρχίσει κιόλας να ακούγονται –από όσους, βέβαια, είχαν αυτιά για να τους ακούσουν».
Ποια η σχέση μεταξύ της συγγραφής μυθιστορήματος και διηγήματος; Πιστεύετε ότι διαφέρει πολύ η διαδικασία της γραφής σε μικρότερη φόρμα;
Η μοναδική σχέση τους είναι πως και τα δύο είναι κυρίαρχα και ισότιμα πεζογραφικά είδη. Οι ποσοτικές διαφορές μεγέθους είναι προφανείς. Σημαντικότερες όμως είναι οι ποιοτικές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις: στοιχειώδης «μύθος», απλή πλοκή, λίγα πρόσωπα, πυκνότητα είναι κάποια από τα καθοριστικά, αλλά όχι και αναγκαία πάντοτε, γνωρίσματα του διηγήματος.
Η πρόσφατη ενασχόλησή μου με το διήγημα μού κατέδειξε και τις διαφορές στη διαδικασία της συγγραφής. Στο μυθιστόρημα πρέπει να διαπλεύσεις ένα πέλαγος με τον κίνδυνο ναυαγίου, την ανάγκη αλλαγής πορείας, το ενδεχόμενο ακόμη και ματαίωσης. Στο διήγημα κωπηλατείς στα νερά μιας μικρής λίμνης –με ορατές τις ακτές της, για να μην παραλληλίσω διήγημα και μυθιστόρημα με αγώνα ταχύτητας και αντοχής αντίστοιχα. Στον βαθμό που η οικονομία μέσων, η συντομία, η πυκνότητα είναι από τη φύση τους δυσχερέστερες από τη σπατάλη, την επέκταση, τη χαλαρότητα, το διήγημα αναδείχνεται σε δυσκολότερο και απαιτητικότερο πεζογραφικό είδος από το μυθιστόρημα.
Συνέντευξη: Κατερίνα Ασημακοπούλου