Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

154 χρόνια και ποιήματα: με ευγνωμοσύνη στον Κ.Π. Καβάφη

feature_img__154-xronia-kai-poiimata-me-eugnomosini-ston-k-p-kabafi
«Ο Καβάφης, κατά την γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. […] Οι σπάνιοι ποιηταί σαν τον Καβάφη θα καταλάβουν τότε πρωτεύουσα θέσι σ' έναν κόσμο που θα σκέπτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα. Με αυτά τα δεδομένα υποστηρίζω ότι το έργο του δεν θα μείνει απλώς κλεισμένο μέσα στις βιβλιοθήκες σαν ένα ιστορικό τεκμήριο της ελληνικής λογοτεχνικής εξελίξεως»

Το ανωτέρω απόσπασμα από το περίφημο «Αυτοεγκώμιο» του Κ.Π. Καβάφη φαίνεται να χρησμοδοτεί με οξυδέρκεια και διορατική ακρίβεια περί της τύχης του καβαφικού έργου, δίκην μιας «αυτοεκπληρούμενης προφητείας» (prophétie autoréalisatrice). Πράγματι, κανείς δε μπορεί να αρνηθεί ότι η ιστορία, που τόσο τον απασχόλησε, δικαίωσε τον Αλεξανδρινό (με όλα τα παραφερνάλια που αυτή η μετωνυμική προσφώνηση, πιο προσίδια απ' ό,τι σε κάθε άλλον ποιητή, μπορεί να συνεπάγεται – αφ' ης στιγμής μάλιστα εντάσσεται πλέον απαράβατα στον εθνικό μας λογοτεχνικό κανόνα με όλα του τα βάρη, φύρα, εστιάσεις και επεκτάσεις) αλλά και εφορμά πλησίστια στο πεδίο των λεγόμενων πολιτισμικών σπουδών: από τις διασημειωτικές μεταφράσεις της ζωής και του έργου του στην επικράτεια των οπτικών τεχνών (οι φωτογραφικές εργασίες των Michals, Γέρου, Ορφανού καθώς κι η προσπάθεια αποκωδικοποίησης φωτογραφικών πορτρέτων του ποιητή από τον Κούρελη, η ομώνυμη ταινία του Σμαραγδή κ.ο.κ.) στην παραθεσιμότητα αποσπασμάτων ή ακρωτηριασμένων καβαφικών στίχων που φαίνονται να έχουν αποκτήσει γνωμολογική αξία στα συμφραζόμενα δημοσιογραφικού, πολιτικού ή καθημερινού λόγου ακόμα και στις προσόψεις μέσων μαζικής μεταφοράς έως την απαγγελία της «Ιθάκης» στην κηδεία της Jackie O', τα παραδείγματα μπορούν να συνεχιστούν επ' άπειρον υποδεικνύοντας έναν μεγάλο βαθμό οικειοποίησης του ποιητή και του λόγου του, εγχώρια αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε πλέον, κατά την προσφιλή διατύπωση του Βασίλη Λαμπρόπουλου, να μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον Καβάφη ως «πεδίο».

Οικουμενικό και δραστικό, λοιπόν, το καβαφικό ιδίωμα συστήνεται από νωρίς στο αθηναϊκό κοινό με το καταστατικό κείμενο του Ξενόπουλου στα 1903 «Ένας Ποιητής» αλλά και με τη βοήθεια του E.M. Forster στα 1919 διοχετεύεται στον κύκλο του Bloomsbury και στην προσοχή του T.S. Eliot. Περίπτωση ιδιάζουσα εξαρχής, διεκδικώντας την ιδιοτυπία και πρωτοτυπία της -ήδη από τη σχολαστική γραφή και επανεγγραφή των ίδιων των ποιημάτων αλλά και τις εκδοτικές πρακτικές κυκλοφορίας τους σε μονόφυλλα, τεύχη και συλλογές- το ζήτημα του έκκεντρου Καβάφη συχνά σε αντιδιαστολή με τον ισχυρό ελληνοκεντρικό παλαμικό πυρήνα θα επιδράσει με έναν επιμεριστικό διχασμό ανοίγοντας, κατά το αρχέτυπο του Μωυσή, τις θάλασσες της αναγνωστικής πρόσληψης και κριτικής (τουλάχιστον) στα δύο. 

Ενδεικτικά παρά το αμφίθυμο βλέμμα στο καβαφικό αντίπαλον δέος της Γενιάς του '30, η οποία δε μπόρεσε να βρει σε αυτόν μήτε έναν πρόγονο εύκολα εξορισμένο στον τόπο του ακίνδυνου, όπως ο Παλαμάς (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, προέβη σε νηφάλια αποτίμηση του έργου του Καβάφη), μήτε έναν εύκολα ξεπεράσιμο ανταγωνιστή και παρά τη μεταπολεμική κηλίδα του κατηγορητηρίου της «ποίησης της ήττας», η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή επανέρχεται σπειροειδώς και από πολλαπλά σημεία εισόδου στην καβαφική ζωή και ποιητική, σε μια εμμενή διαδικασία εξάντλησης και επαναδραστηριοποίησης -μνημονεύουμε εν τάχει τα πρόσφατα πονήματα των Μαρούτσου, Σωτηροπούλου αλλά και το κυριολεκτικά «φρέσκο» βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη- προσθέτοντας νέα κειμενικά στρώματα σε μια ήδη παλίμψηστη γραφή, υψώνοντας αδιάσειστα τεκμήρια που ενδυναμώνουν το λογοτεχνικό φάσμα του Καβάφη του οποίου την ακτίνα σκιάς τραβούν ολοένα και παραπέρα τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς, όπως μας πληροφορεί η σταχυολόγηση της «Ανθολογίας καβαφογενών ποιημάτων». Σε ανάλογα ομόκεντρα επεκτεινόμενες τροχιές κινήθηκε και η καβαφική κριτική -από τους κλασικούς δασκάλους Καβαφιστές έως τους μεταμοντέρνους Cavafistas- με καταγωγική μυθολογική ακαδημαϊκή αφετηρία την καταστατική διατριβή του Γ.Π. Σαββίδη για τις καβαφικές εκδόσεις: η στρόφιγγα του μελανιού φυσικά ήδη από την εποχή του Καβάφη ποτέ δεν έκλεισε και ο άνεμος που φυλλοροεί τις μελέτες δεν φαίνεται να κοπάζει, σύντομα τουλάχιστον.

Ομολογουμένως, λοιπόν, όσον αφορά τη σύνταξη ενός σύντομου αφιερωματικού άρθρου για την ημέρα κατά την οποία από μια καβαφικής κοπής σκηνοθεσία της μοίρας συμπίπτουν η γέννηση και ο θάνατος του Αλεξανδρινού αλλά και συμπληρώνονται σημαδιακά 154 χρόνια (όσα και τα ποιήματα του λεγόμενου «κανόνα») από τα 1863, καιροφυλαχτούν κίνδυνοι στα σταυροδρόμια που η απόπειρα θα συναντήσει: να αφεθεί αχαλίνωτα σε μια ανερμάτιστη και διόλου εξαντλητική πλεύση στα αβαθή νερά της βιβλιογραφικής καβαφολογίας, να οιστρηλατηθεί από κοινοτοπίες, ανεκδοτολογίες και βιογραφισμούς που συνηθίζουμε να επαναλαμβάνουμε ad nauseam και οι οποίοι αλιεύονται εύκολα σε βιογραφικές μονογραφίες και στο διαδίκτυο ή να λειτουργήσει καθηλωτικά και χειριστικά με το εράνισμα μιας «ανθολογίας». Αντ' αυτών κρίνεται σκοπιμότερη η σύνθεση ενός δικτύου συντεταγμένων που χαρτογραφούν το πεδίο· δηλονότι στο δαιδαλώδες αλλά αρχιτεκτονημένο καβαφικό θέατρο με τα εναλλασσόμενα σκηνικά και προσωπεία αλλά με τη σταθερή παρασκηνιακή κατηγοριοποίηση και διασύνδεση (ενδεικτικά ο ίδιος ο Καβάφης κατένειμε ομαδοποιητικά τα ποιήματα στο εργαστήριό του σε φακέλους, όπως «Αρχαίαι Ημέραι», «Βυζαντιναί Ημέραι», «Πάθη» κλπ.) υπάρχουν οδοδείκτες που επιτρέπουν τη βαθύτερη και πολυεδρικότερη πλοήγηση σε αυτή την «των ποιημάτων επίσκεψιν». Εν άλλοις λόγοις, ένας οδηγός πλεύσης, για αρχαρίους και μη, τον οποίο έχω στο μυαλό όταν επιχειρώ να διαλογιστώ με ένα καβαφικό ποίημα και ο οποίος πηγάζει από την πεποίθηση ότι «το πιο τίμιο – [η] μορφή του» δεν προκύπτει «ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς» αλλά με την τριβή με την καβαφική ποιητική η οποία αφορμώμενη από «μακρύ πόδι» του ρομαντισμού, δρασκελίζει τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό (άλλωστε εν προκειμένω μεταφράζει και μεταποιεί ποιητικά τις εν είδει μανιφέστου «Correspondences» του Baudelaire) σε μερικά από τα πιο διάσημα ποιήματά του φτάνοντας έως τον ρεαλισμό και την περίοδο της ωριμότητας, στρώνοντας άμα και περπατώντας το πέρασμα (passage) προς τον μοντερνισμό, ως ένας κλασικός του μοντερνισμού.

Σε πρώτο πλάνο, θεμελιακή είναι η διάκριση από τον ίδιο τον Αλεξανδρινό των «περιοχών» του έργου του τις οποίες δεν χωρίζουν, εντούτοις, στεγανά:

Ο Καβάφης δεν επαναλαμβάνεται ποτέ. Ιδού, απλά, το σχεδιάγραμμα που βγαίνει ίσαμε τώρα από το έργο του. Έχει τρεις περιοχές ― τη φιλοσοφική (ή της σκέψης), την ιστορική, και την ηδονική (ή αισθησιακή). […] Επανάληψη στον Καβάφη δεν βρίσκεται ποτέ. […] Αυτό, ως γνωστόν, είναι ένας από τους πρώτους κανόνες της καβαφικής σύνθεσης. Κάθε νέο ποίημα προσθέτει στην περιοχή του κάτι (πότε πολύ, πότε λίγο). Κάποτε ποιήματα εισέρχονται στην περιοχή ως συμπληρώσεις. Κάποτε το φως ενός καινούριου ποιήματος ελαφρά διαπερνά το ημίφως ενός παλαιοτέρου […]

Αυτή η διάσταση των συγκοινωνούντων δοχείων όπως «μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς [τ]ου,/σχεδιάζονταν της τέχνης [τ]ου η περιοχή» συνάδει με την καίρια σεφερική κριτική συμβολή για την αντίληψη του ποιητικού του corpus από το 1910 και εξής -είσοδος στην ώριμη περίοδο με ιδιαίτερη μνεία στην σήμανση του ποιήματος «Τα επικίνδυνα» και την όλο και εντονότερη ομοφυλόφιλη δήλωση- ως ένα «έργο εν προόδω (work in progress) που το τερματίζει ο θάνατος» επιτρέποντας την συν-κειμενική ανάγνωση κύκλων (Ιουλιανός, επιτύμβια, νέοι, αυτοκράτορες κ.ο.κ.), την αναζήτηση ζεύξεων, διασυνδέσεων, φωτισμών, σκιάσεων, εκφάνσεων, σβησιμάτων και εν γένει τη χαρτογράφηση του σημειωτικού πλέγματος σύνθεσης του καβαφικού οικοσυστήματος. Κομβικής σημασίας είναι φυσικά και η σχέση του Καβάφη με την Ιστορία (αρχαιοελληνική, ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή), εφόσον, εξάλλου, και ο ίδιος δήλωνε «ποιητής ιστορικός» και ότι, εάν δεν έγραφε ποίηση, θα έγραφε ιστορία, με την οποία, ωστόσο, δεν αναμετράται αριθμώντας βάρη σε ένα γραμμικό κομποσκοίνι αλλά με τη σύλληψή της υπό το πρίσμα της σειριακής συμπαράταξης· κατά τον Δημηρούλη, εκτυλίσσεται με μια αναμέτρηση με τον Χρόνο (το ανεπίστρεπτα χαμένο, το πεπερασμένο) και τον Καιρό (το προσήκον μέτρο του ελάχιστου ίχνους του ανθρώπινου δράματος) όπου οι ιστορίες του δεύτερου ανασύρονται προς υπέρβαση του πρώτου. Το καβαφικό αυτό διακύβευμα της ιστορίας εξακτινώνεται αγόγγυστα σε τέσσερα τινά: της παρακμής, της ανάγνωσης, της ελληνικότητας και του σώματος.

Γνήσιο τέκνο του fin de siècle αναπνέει τον αέρα της décadence, παρασύρεται από τα αισθησιακά και ολισθηρά χαλίκια της και ενδιαφέρεται για τα ζητήματα της (εκ)πτώσης (chute), του εκτραχηλισμού, του «αποχαιρετισμού» σε παντοδαπές «Αλεξάνδρειες» και εξ ου και το ενδιαφέρον για χρονικές περιόδους και χωρικές περιοχές μεταιχμιακές ή εν κρίσει, στο κενό διαστημα όταν έχει επέλθει ο θάνατος των παλιών θεών και δεν έχει έρθει η εγκαθίδρυση των νέων, για να παραφράσουμε τον Flaubert. Ο Καβάφης είναι δεινός ιστοριοδίφης, με αγαπημένα αναγνώσματα τους «Βίους» του Πλουτάρχου και το μνημειώδες έργο του Gibbon για την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και ως εκ τούτου εμφιλοχωρούν συχνά στα ποιήματά του «ξένα σώματα» άλλων κειμένων τα οποία μεταμοσχεύονται αποκαλύπτοντας τη σχεσιακή κατοπτρικότητα και μυστική ζωή της ανάγνωσης και των κειμένων σε ένα (μετα)μοντέρνο collage που γιορτάζει τη διακειμενικότητα· άλλωστε η ανάγνωση (εδώ συμπεριλαμβάνεται και η «ανάγνωση» νομισμάτων ή πινάκων, όπως του Οροφέρνη ή του Οιδίποδα και της Σφίγγας) «εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,/ εν μέρει και την ώρα να περάσω» λειτουργεί εργαλειακά ως το στάδιο της προποιητικής έμπνευσης που συχνά κατόπιν δεξιώνεται η φαντασιωτική/ οραματική κινητοποίηση. Ως προς αυτό, το φυλλομέτρημα της βιβλιακής καταγωγής που βιβλιογραφεί τον αναγνώστη Καβάφη (αυτό)σκηνοθετείται εμβληματικά στο «Λυσίου γραμματικού τάφος»: «Κ’ επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και θα τιμάται/ο τάφος του, όταν που περνούμε στα βιβλία». Όσον φορά, εν συνεχεία, το ζήτημα της «ελληνικότητας», ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια καθ' όλα διαφορετική τροπικότητα του όρου απ' ό,τι στην κατακόρυφη προσγείωση του «πνευματικού εθνισμού» της Γενιάς του '30: η ελληνικότητα αναπτύσσεται με όρους οριζόντιου άξονα, σε ένα χωροχρονικό πανόραμα όπου ο «ελληνικός κόσμος, μέγας» περιλαμβάνει την ετερόκλητη ταυτοτική συγκρότηση του κράματος (δείγματος χάριν, ο Μυρτίας Σύρος στην Αλεξάνδρεια, εν μέρει εθνικός και εν μέρει χριστιανίζων, ο Μύρης χριστιανός με εθνικούς έρωτες) και της υβριδοποίησης («Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,/οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι/επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,/ κ' οι εν Μηδία κ' οι εν Περσίδι κι όσοι άλλοι») με μόνο ίσως κοινό παρονομαστή την κοινή ελληνική λαλιά και τα ελληνικά γράμματα. «Δεν είμαι Έλλην, είμαι Eλληνικός», συνήθιζε να λέει, με όλες τις δηλώσεις και συνδηλώσεις που συνεπιφέρει η πρόταξη του επιθέτου έναντι του ουσιαστικού. Εξάλλου, η διάσταση αυτή του «εν μέρει - εν μέρει», καίρια για την προβληματική του σύμπαντος του Καβάφη, που γιορτάζει την πολυσυνθετότητα της ετερογένειας και διαποτίζει ταυτότητες, τόπους, σώματα καθιστώντας τα σε τέτοιο βαθμό πολυωνυμικά και ανοιχτά, ώστε να βρίσκονται πάντα en suspension, δημιουργεί τις συστάδες των αμφιλεγόμενων στην ίδια δομική τους συγκρότηση γοητευτικών αινιγμάτων τα οποία σημειώνονται ως νίκες στα καβαφικά λογιστικά κατάστιχα. 

Εν τέλει, η ιστορική αίσθηση και προοπτική συναδελφώνεται με την ιστορία των σωμάτων δίνοντας μάλιστα μερικά από τα καλύτερα δείγματα ερωτικής ποίησης στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ο Βύρων Λεοντάρης ίσως είναι ο πρώτος που κάνει λόγο για τον σωματικό λόγο και ποιητική του Αλεξανδρινού· πράγματι αντανακλαστικά ευαίσθητος στην ακμάζουσα συζήτηση του τέλους του αιώνα περί αναλυτικών/κατηγοριοποιητικών λόγων ενός συστήματος σεξουαλικότητας που διασυνδέει σώματα-γνώσεις-εξουσία ο Καβάφης -είτε θέλουμε να δεχθούμε τον προγραμματικό τόνο του «σαν κι εμένα καμωμένοι» είτε όχι- μέσω των τεχνικών του «μισού» και του «εν μέρει» που αλληλεπιδρούν με τις «λέξεις που λεν και κρύβουν» και τις τεχνικές της ένδυσης και της έκδυσης, της αποτύπωσης και της αναδιατύπωσης ενσαρκώνει την «νέαν φάσιν του έρωτος» στην αισθησιακή αλλά και κοινωνικά εμφανή, παρούσα και κλυδωνιστική της διάσταση κυριολεκτικά με «ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια, και στα χείλη», με την τροπή της τέχνης του «σωματικώς εράν» στην ανατροπή του «σωματικώς γράφειν». Η πρόσληψη της ομοφυλοφιλίας του Καβάφη κυμαίνεται από τη δυσώνυμη παραπομπή στη ντουλάπα της ομοφοβίας έως την αξιοθέτησή της σε κατεξοχήν ερμηνευτικό πυρήνα του έργου, εμείς θα πούμε αφενός «Μηδέν άγαν, Αύγουστε» αλλά αφετέρου λαμβάνοντας υπόψη τη φαινόμενη σταδιακή προγραμματική (αυτό)διάθεση του Καβάφη υποψιαζόμαστε ότι η απλή κατηγοριοποίηση της ως ένα ακόμα ερμηνευτικό κλειδί είναι λίγη: ίσως μια αρμαθιά τουλάχιστον.

Δύο τελευταία λόγια προς (ένα αρχικό) κλείσιμο του λογαριασμού: η καβαφική ποίηση, κατά τον Σεφέρη, έλκει τη συγκίνησή της διά του κενού, ήτοι όχι με τις δηλώσεις ενός λυρισμού αλλά με τη δραματικότητα, τη δράση και τη διάδραση προσώπων και καταστάσεων. Τα πρόσωπα αυτά φυσικά στο καβαφικό θέατρο δεν είναι παρά προσωπεία, εναλλαγή από μάσκες και περσόνες τόσο που πρέπει πάντοτε να είμαστε υποψιασμένοι στην περίπτωση μιας πιθανής ηθοποιίας ή ύπαρξης δεύτερου επιπέδου νοήματος -χρήσιμες εδώ είναι ενίοτε και οι επιλογές της «μετέωρης παύλας» στη στίξη- στα πλαίσια αυτού του μοντερνιστικού διυλισμού του προσώπου. Επέκταση του καβαφικού συγκινησιακού κενού, σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, είναι η καβαφική ειρωνική γλώσσα, η ειρωνεία (λεκτική και καταστάσεων) ως απόσταση από τα πρόσωπα του δράματος αλλά και από τον αναγνώστη, ως ο μετεωρισμός ανάμεσα σε δύο πόλους. Ας θυμηθούμε τον λιγομίλητο «Ηγεμόνα εκ δυτικής Λιβύης» ως παράδειγμα.

Η παράθεση αυτή φυσικά κάθε άλλο παρά εξαντλητική είναι και θα μπορούσαν να προστεθούν πολλά, όπως λχ. η καβαφική γλώσσα μείγμα δημοτικής, καθαρεύουσας και πολίτικων ιδιωματισμών και η θέση του ποιητή στο φλέγον γλωσσικό ζήτημα. Μολαταύτα, όσες όψεις της κυβιστικής συμπαράθεσης του Αλεξανδρινού κι αν προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, ο «πρωτεϊκός γέρος», παλίμψηστος στη γραφή, ως προσωπικότητα παλίμψηστος εν ζωή, παλίμψηστος και μετά θάνατον στην κριτική και τη μεταγλώσσα της καβαφολογίας η οποία γράφει και επισυνάπτει το δικό της κεφάλαιο στην καβαφική περιπέτεια αποκαλύπτοντας, σαν τις ρωσικές κούκλες κάθε φορά, νέα ζητήματα και νήματα, συνεχίζει να ξεγλιστράει, σαν ένα σημαίνον του οποίου το σημαινόμενο πάντα ανασημασιοδοτείται κρατώντας μας πάντα στην σαδιστική αμφιβολία μήπως κι εμείς μαζί με τους ανίδεους Αντιοχείς «διαβάζουμε Εμονίδη». Πάντοτε στην προσπάθεια να τον εντοπίσουμε, σαν τον πρωταγωνιστή από τον «Δεμένο Ώμο» που αναζητά την ενσώματη ταυτότητα του εραστή του στο αίμα πάνω ένα «κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ’ ευθείαν», μόνο που εμείς τον ψάχνουμε στον κονιορτό των σελίδων· κι αυτός μας κοιτάει απ' τη φωτογραφία λοξά. Όλες του φυσικά τις όψεις και ιδιότητες τις συμπεριέλαβε πλέον εμβληματικά και περιεκτικά υπό το δεδηλωμένο επάγγελμα «Ποιητής» στο τελευταίο διαβατήριο που εξέδωσε.

Όπως ο Κ.Π. Καβάφης δεν γεννήθηκε ποιητής-μύστης -η ποίηση δεν του χαρίστηκε κοινώς- αλλά έγινε εν καιρώ (ποιητής του γήρατος γαρ) ανεβαίνοντας της «ποιήσεως τη σκάλα» ποιητής-τεχνίτης, έτσι και η θητεία στον Καβάφη, «κουβαίνοντάς τον εντός σου» ως σταθερό vade mecum, σε κάνει καβαφικό αναγνώστη με αντίκρισμα τη μύηση σε μια συναρπαστική βιοτεχνία, έναν βίο εντός της τέχνης αλλά και μια τέχνη του βίου. Αν μη τι άλλο, η αναμέτρηση με τον Καβάφη είναι ένα σχολείο άσκησης στην κατάκτηση της ποίησης, της (ανα)γνώσης και της επιμέλειας της ζωής, ένα σχολείο αχθοφόρου, θηρευτή, υπηρεσίας αλλά και υπέρτατα εκλεπτυσμένης τέχνης. Και τούτο νομίζω θα είναι «μεγάλη δόξα». 

Σημείωση: Το έργο του Καβάφη μπορεί κανείς να το βρει στη σειρά του Ικάρου (δίτομη λαϊκή έκδοση για τα αναγνωρισμένα, «Αποκηρυγμένα, Κρυμμένα, Σημειώματα ποιητικής και ηθικής» σε επιμέλειες Γ.Π. Σαββίδη, τα «Ατελή» σε επιμέλεια Ρενάτας Λαβανίνι κι τα «Πεζά» σε επιμέλεια Μιχάλη Πιερή). Επίσης, συμβουλευτήκαμε την «Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη» των εκδόσεων Π.Ε.Κ. σε επιμέλεια Μιχάλη Πιερή ως βασικό βιβλιογραφικό οδηγό καθώς και συμπληρωματικά την εισαγωγή του Δ. Δημηρούλη στα «Ποιήματα» από τις εκδόσεις Gutenberg και τις ιστοσελίδες www.kavafis.gr, www.greek-language.gr (στην ενότητα του εργοβιογραφικού του Καβάφη μπορεί κανείς να βρει ψηφιοποιημένα τα αποσπάσματα και τις εικόνες). Χρήσιμα στάθηκαν εντός των άλλων τα άρθρα των Βασίλη Λαμπρόπουλου «Πώς ο Καβάφης έγινε από συγγραφέας πεδίο» και Δημήτρη Παπανικολάου, Ελένης Παπαργυρίου “Cavafy pop: Readings of C.P.Cavafy in Popular Culture”.

2
Μοιράσου το