Γκιακ, του Δημοσθένη Παπαμάρκου
Η συλλογή διηγημάτων «Γκιακ» του 33χρονου Δημοσθένη Παπαμάρκου, υποψήφιου διδάκτορα Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, βραβεύτηκε πέρυσι με το κρατικό βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά και με το βραβείο διηγήματος του Αναγνώστη.
Οι αναγνώστες το ανέδειξαν, στόμα με στόμα, αφού «η καλύτερη διαφήμιση είναι ο ικανοποιημένος αναγνώστης», όπως μου είπε ο ίδιος σε μια συνομιλία που είχαμε λίγους μήνες πριν. Άφησα επίτηδες να περάσει ένα διάστημα για να το πιάσω στα χέρια μου, να το διαβάσω και εν τέλει να εντυπωσιαστώ.
Οι αναγνώστες όντως μπορούν ν' αναδείξουν έναν συγγραφέα. Θα έλεγε κάποιος, ότι, εν μέρει, αυτή η ανάδειξη ισχύει και για τις συγγραφείς της λεγόμενης ροζ λογοτεχνίας, μόνο που εκεί τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κείμενο που κρίνεται πραγματικά αξίζει, είναι Λογοτεχνία και όχι καλλωπισμένη εξιστόρηση ενός κουτσομπολιού 600 σελίδων πλας…
Ο Παπαμάρκος με το «Γκιακ» εισήλθε στο πάνθεον των σπουδαίων Ελλήνων διηγηματογράφων, είδος στο οποίο η λογοτεχνία μας έχει παράδοση – σε αντίθεση με το μυθιστόρημα και δη το λεγόμενο «αστικό».
Τα διηγήματα έχουν κοινό πλαίσιο αναφοράς την Μικρασιατική Εκστρατεία. Οι ήρωες των ιστοριών του είναι άνθρωποι της υπαίθρου, του χωριού, γεννήματα της Στερεάς Ελλάδας με το χαρακτηριστικό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής να κυριαρχεί στον λόγο του συγγραφέα και να κάνει το σύνολο να ξεχωρίζει.
Ο Παπαμάρκος μοιάζει να έχει διαβάσει αρκετά τους παλιούς διηγηματογράφους – ειδικά εκείνους της σχολής του 1880- και αυτό αναδεικνύεται στο κείμενό του. Προσοχή, δεν αντιγράφει, αλλά εξελίσσει, μιας και η πινελιά του σήμερα διακρίνεται ανάμεσα στις γραμμές. Ο Παπαμάρκος πάτησε σε ένα μοτίβο και πάτησε γερά. Αυτό είναι όλο.
Κατ' εμέ, το πιο συγκινητικό κομμάτι του βιβλίου είναι το διήγημα που είναι γραμμένο έμμετρα, παραπέμποντας στην πλούσια δημοτική μας παράδοση. Παραθέτω ένα απόσπασμα:
...Δυο φορές με γέλασες, τρίτη χαρά δεν θα' χεις. Μ' άκου καλά τι θα σου πω και τι θα παραγγείλω. Της χήρας πιάνει η ευχή, μα γω' μαι διπλοχήρα κι ό,τι κι αν πω το σέβονται κι ο Θεός και οι διαβόλοι. Το δώρο αν δεν έλαβα, το δώρο αν δεν παίρνω, μήτε κι εσένα τούτη η γης νεκρούς να σε φιλέψει, μον' ξυπνητούς κι απέθαντους στα σπλάχνα να τους κρύβει. Κι όσους οι χήρες χάνουνε, τόσους κι εσύ να χάνεις και όσους οι μάνες κι οι αδερφοί, τόσους κι ο Κάτω Κόσμος. Ούτε του Χάροντα χαρά ούτε και των ανθρώπων. Γιατί όταν ήσουν νηστικός τον άντρα μ' έδωκά σου κι όταν νεράκι πόθησες σε πότισα στις χούφτες. Μα συ' σαι σαν την μαύρη οχιά, σαν το κακό το φίδι, στον κόρφο ξεμαργώνεις το και ύστερα σε δαγκάνει. Πέφτουν του Χάρου τ΄ άρματα από της νιας την τόλμη, αυτού που κάτω σώριαζε τρανούς και αντρειωμένους κι ουδέ ποτέ τον τρόμαξαν του κόσμου οι φοβέρες. Χωρίς μιλιά, χωρίς λιαλιά, πλάτη γυρνάει στη χήρα, τους ώμους ρίχνει χαμηλά, στην κεφαλή το στήθος. Πάει, βρίσκει τον μαύρο του, τον καβαλά και λέει: -Γρίβα, ταχιά να φύγουμε, Γρίβα, ταχιά να πάμε. Τούτο το χώμα' ναι ντροπή και τούτη η γης κατάρα και οι άνθρωποι που την πατούν και στ' άγια αντάρτες...
Σαν βλέπεις τέτοια κείμενα, αισθάνεσαι μιαν αισιοδοξία για το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας.
Γκιακ, του Δημοσθένη Παπαμάρκου
Εκδόσεις Αντίποδες
σελ. 121