Μάριος Χάκκας: Ο τυφεκιοφόρος των λέξεων
Την πρώτη φορά που πρόφερα το όνομα «Χάκκας», το τόνισα λάθος στη λήγουσα: «Μάριος Χακκάς». Ήταν όταν έπεσε στα χέρια μου το «Κοινόβιο», ένα μικρό, λευκό βιβλιαράκι, που θυμήθηκα το όνομά του αμυδρά: ναι, είχαμε στο λύκειο ένα διήγημά του, το «Ψαράκι της γυάλας». «Πέθανε πολύ νέος», μου είπε ο μπαμπάς μου λυπημένος, καθώς ξεφύλλιζε κάτι άλλο δίπλα μου στο παλαιοβιβλιοπωλείο που ήμασταν. «Πόσο νέος;» «Πολύ. Έγραψε ό,τι πρόλαβε». Το άνοιξα και διάβασα: «Τα γραφτά μου είναι σαν κουτσουλιές. Στη δεύτερη, το πολύ στην τρίτη σελίδα, εξαντλούνται, κι έπειτα μάταια προσπαθώ να τα τεντώσω, δεν έρχονται οι φράσεις, και τα νοήματα γατάκια πεταμένα σε σκουπιδότοπο». Πήρα το «Κοινόβιο» αμέσως κι έφυγα.
Την πρώτη φορά που έκλαψα διαβάζοντας λογοτεχνία ήταν με τις λέξεις του Μάριου Χάκκα, λίγα χρόνια αργότερα. Στο τρένο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη διάβαζα τον «Μπιντέ», συλλογή διηγημάτων, όπως και το «Κοινόβιο». Δεν κατάλαβα πώς έγινε κι άρχισα να δακρύζω, έκλεισα το βιβλίο κι απέμεινα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο: «Θέλω να μείνω, να μείνω, να μείνω, ρίχνοντας αδιάκοπα κέρματα, έτσι που να φτάσω στο τέρμα συμπληρώνοντας το μέσο ποσοστό της ζωής», έγραψε ξαφνικά στο διήγημα «Γκορπισμός». Του χρωστάω αυτή την πρωτόγνωρη συγκίνηση, του είμαι ευγνώμων για τη βαθιά, απελπισμένη του αλήθεια που είχε την τόλμη να καταγράψει στο χαρτί. Δε θα προλάβαινε να φτάσει στο μέσο ποσοστό της ζωής και το ήξερε.
Επιστρέφω στον Μάριο Χάκκα σήμερα, γιατί το σχοινί που μου πέταξε για να πιάσω το κρατούσε με χέρια ματωμένα. Επιστρέφω, γιατί δεν είχε την πολυτέλεια να κατασκευάσει λογοτεχνία, να γυαλίσει τις λέξεις, να μου το φέρει μαλακά. Επιστρέφω, ακόμη, γιατί κάποιοι γράφουν για να ζήσουν, αλλά υπήρξαν και κάποιοι που παρακάλεσαν να ζήσουν για να γράψουν:
Αϊ Γιώργη Κουταλά και προστάτη μου, άφησε να τελειώσω αυτές τις σελίδες. Δεν ξέρω πόσες. Όσο θα νομίζω πως κάτι πάω να πω κι ας μην το λέω. Εσύ ξέρεις πως δεν κοροϊδεύω, πως δεν πετάω την μπάλα έξω για καθυστέρηση. Ασχολούμαι τίμια μ’ αυτή την υπόθεση περιγράφοντας τον βίο αγίων φίλων μου που ήτανε πέτρες και γίναν σφουγγάρια.
Επιστρέφω στον Μάριο Χάκκα, γιατί δεν έχασε από τον θάνατο, παρά του πέταξε τις λέξεις του στα μούτρα κι έμεινα εγώ και άλλοι πολλοί να κρατάμε το σχοινί που μας πέταξε και το αίμα του να μη λέει να ξεθωριάσει.
Η πρώτη συλλογή του Χάκκα, «Ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού» εκδόθηκε το 1966 με έξοδα δικά του. Είναι χωρισμένη σε τέσσερα μέρη: «Του στρατού», «Της φυλακής», «Της ζωής» και «Τ’ ανάποδα». Στα άπαντά του (Εκδόσεις Κέδρος) έχουν προστεθεί ακόμα τρία διηγήματα, που ο ίδιος επιθυμούσε να ενταχθούν στον «Τυφεκιοφόρο», μέσα σε αυτά και το «Ψαράκι της γυάλας». Ο ίδιος είχε την εμπειρία της φυλακής, ένα χρόνο στην Καλαμάτα, τρία στην Αίγινα, από το 1954 ως το 1958. Έπειτα υπηρέτησε στο στρατό ως στρατιώτης Γ’ κατηγορίας, μουλαράς. Ήταν μέλος της ΕΔΑ και ενεργός κομμουνιστής, γέννημα θρέμμα της Καισαριανής και μόνιμος κάτοικός της. Ήδη από τα πρώτα του αυτά διηγήματα ασκεί έμμεση κριτική στη γραφειοκρατία του Κομμουνιστικού Κόμματος, στα συμβούλια, τις συσκέψεις, τα αιώνια «ζητήματα» που απαιτούν λύσεις: «Τώρα γιατί παρακολουθούσε αυτή την ατέλειωτη σύσκεψη; Γιατί να αισθάνεται αιχμάλωτος για μήνες, για χρόνια, μιας πόρτας και μάλιστα ορθάνοιχτης;»
Η αφοπλιστική αμεσότητα της γραφής του Χάκκα, το εύστοχο και καθαρό του χιούμορ, η υπόγεια ειρωνεία του είναι στοιχεία που υπάρχουν ήδη από την πρώτη του συλλογή. Εκείνο που τη διαχωρίζει από τον «Μπιντέ» και το «Κοινόβιο» που θα ακολουθήσουν είναι η έλλειψη εξομολογητικής διάθεσης και η αποκλειστική χρήση του τρίτου αφηγηματικού προσώπου σε αντίθεση με τις επόμενες, στις οποίες θα εδραιωθεί σχεδόν το πρώτο. Οι αντιθέσεις που θα χαρακτηρίσουν όλο του το συγγραφικό έργο βρίσκονται εδώ: κυνισμός και ρομαντισμός, ζωή και ιδεολογία (εξαιρετικό δείγμα το «Λεωφορείο ο κόσμος»), η αστεία και η δραματική διάσταση των πραγμάτων. Το σουρεαλιστικό στοιχείο που θα τον διακρίνει αργότερα κάνει επίσης δυναμικά την εμφάνισή του, κυρίως στο διήγημα «Το πτώμα» της ενότητας «Τα ανάποδα». Όσον αφορά εμένα, η δεύτερη φορά που έκλαψα διαβάζοντας λογοτεχνία ήταν με το χελιδόνι «Μπουμπούκα», το πρώτο διήγημα «Της φυλακής».
Το 1969, και αφού ορισμένα από τα διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, προσβάλλεται από καρκίνο στο νεφρό. Αφιερώνει τον χρόνο που του απομένει στο γράψιμο και το 1970 εκδίδεται η συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες», που συντίθεται από τις «Εξομολογήσεις», τη «Διάλυση», το «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες», κάτι σαν πρόλογο και έναν (κάπως) αισιόδοξο επίλογο.
Δε θέλω οπαδούς, χειροκροτήματα, ισοκρατήματα, ανθρώπους ν’ ακουμπάνε πάνω μου, ιδέες, προπαντός ιδέες, οποιεσδήποτε ιδέες σε κάνουν ν’ αγαπάς το φορτίο σου, σου ανοίγουν ένα κάποιο παράθυρο και τραβάς προς τα κει, κι αυτό αντί να μεγαλώνει γίνεται ολοένα μικρότερο, όλο και πιο μακρινό, τελειώνει η ζωή σου και μένεις μ’ ένα νεκρικό χαμόγελο προς τ’ όραμα σου.
Ο Μάριος Χάκκας στον «Μπιντέ» τελειώνει οριστικά με τις ιδέες και βουτάει με τόλμη στην ύπαρξη.
Ο «Μπιντές» είναι μια χιουμοριστική συλλογή διηγημάτων από έναν άνθρωπο που πεθαίνει σκοτώνοντας μία-μία τις ψευδαισθήσεις του όχι κλαίγοντας, αλλά γελώντας:
Λευτεριά, αμνοί σταλιάζουμε, αμνοί βελάζουμε το γάλα των μαστών σου. Λευτεριά, ουράνιο δώρο, σε προσμένουμε, μες τα βιβλία σε ζητιανεύουμε. Λευτεριά σ’ έγραψα στο βουνό και στη θάλασσα, τα πνεμόνια μου μάτωσα και τα νιάτα μου χάλασα. Λευτεριά… αλαργέν να τελειώνει το μελό. Δώστου κλότσο, δώστου μπάτσο να τελειώνουμε με τη μυθοπλασία.
Αν λοιπόν δε θέλουμε ιδέες και αν τελειώνουμε με τη μυθοπλασία, τι μένει; «Κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή κι ίσως το μόνο που υπάρχει είναι η στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά έναν τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δε στάθηκε ή δεν περπάτησε, εννοώ μ’ αυτό το σουλούπι και τούτη τη φάτσα μέσα στο χώρο, κι αυτό είναι όλο». Μένει η ζωή.
Και μένει και ο έρωτας. Στο διήγημα του, «Οι εξαιρετικές μου στιγμές», ο Χάκκας ανακαλύπτει νέους τρόπους έκφρασης για το ερωτικό συναίσθημα, πιο χρωματιστούς, πιο μυσταγωγικούς από αυτούς που φθάρθηκαν από την πολλή τη χρήση. Και μια μελωδία καινούρια, μαλακή και ταυτόχρονα εκκωφαντική:
Μα όταν έρχεσαι, εγκαταλείποντας τους θλιβερούς τουρίστες της ζωής σου, αυτούς που μοναχά το δέρμα σου γνώρισαν, αυτούς που μοναχά το χέρι σου φίλησαν κι αγόρασαν για σουβενίρ ένα κολιέ κοχύλια να θυμούνται κάτι από τη μεσημεριανή σου λάμψη, όταν ξανάρχεσαι, βουτώ μικρός ιππόκαμπος στα σπλάχνα σου, ατέλειωτα θαλασσινά λιβάδια και πάνω μας τα κύματα σαρώνουν την καθημερινότητά μου, κτίσματα στην άμμο.
Ο Μάριος Χάκκας συνεχίζει να γράφει ακατάπαυστα μετά την έκδοση του «Μπιντέ» μπαινοβγαίνοντας στα νοσοκομεία, αλλά και ταξιδεύοντας. Επιθυμία του είναι να δει την τελευταία του συλλογή, «το Κοινόβιο», τυπωμένη, κάτι που δυστυχώς δε θα προλάβει να κάνει πεθαίνοντας το καλοκαίρι του 1972. Το «Κοινόβιο» απαρτίζεται από τα τρία μεγαλύτερα διηγήματα που έγραψε ποτέ: το ομώνυμο, το «Τα τελευταία μου» και το «Ένοχος ενοχής», και από άλλα πέντε μικρότερα που έχουν ενταχθεί στην τελευταία ενότητα με τον τίτλο «Ρετάλια». Η πολιτική πλευρά του έργου δέχεται κριτική σε μια δημόσια ανάγνωση αυτού στα τέλη του 1971. «Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι, σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα. Εκεί ας μαζέψουν στάχτη, πέτρες, χώμα κι ας στήσουν ένα νέο κόμμα». Η κριτική που δέχεται από τους εκπροσώπους ενός ανάλγητου κόμματος δε δημιουργεί κατάπληξη.
«Η πρώτη κίνηση που θυμάμαι στη ζωή μου είναι που προσπαθούσα να τραβήξω το χέρι μου από κάποιο άλλο χέρι. […] Μ’ αυτή την εικόνα αρχίζει η ζωή μου: μια προσπάθεια γι’ απελευθέρωση, φυσικά κι η πληρωμή της. Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία, κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο ν’ αποτινάξεις το ζυγό του κόμματος. Πάντα ένιωθα να μου κρατάνε το χέρι». Η πρόσκληση που απευθύνει ο Μάριος Χάκκας στους φίλους του να φτιάξουν ένα κοινόβιο είναι μια έκκληση για απαλλαγή από τα δεσμά και την υποκρισία. Ο λόγος του, απλός και λαϊκός, ρέει συνειρμικά και ανεπιτήδευτα, γεμάτος ερωτήσεις, χιουμοριστικές παρενθέσεις και χρονικές μετατοπίσεις. Η ποιητική διάσταση είναι πάντα παρούσα: «Έπεφτα, πάντα έπεφτα σε σχέση με κάποιο αστέρι».
Στο διήγημα «Τα τελευταία μου» ο Χάκκας φτάνει τη σουρεαλιστική του κλίση στο απόγειο, αφήνοντας πίσω σχεδόν κάθε αίσθηση ρεαλισμού. Η γραφή του απλώνεται σαν σε παραλήρημα από πυρετό, σηκώνεται από το κρεβάτι του νοσοκομείου και πετάει πάνω από τις στέγες της πραγματικότητας, σε αγκαλιές περιπαθών γυναικών. «Το ξέρω, το σώμα μου στα θυμαράκια και θα μου περισώσουν, λέει, την ψυχή. Το πρόβλημα για μένα είναι ακριβώς το αντίθετο, αν γίνεται να σώσω το σώμα, για την ψυχή αδιαφορώ, στα καζάνια, στις πίσσες, ας μην αναπαυθεί ποτέ», γράφει διατηρώντας τον αθεϊσμό του ανέπαφο μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στο «Ένοχος ενοχής», ο Χάκκας επιχειρεί μια μεγαλόπνοη κατάδυση στο καφκικό σύμπαν της ανθρώπινης ενοχής: «Προσέξτε, δεν περπατάτε καλά – καθόλου καλά, ολισθαίνετε ακόμα και πάνω στις λέξεις. Πάψτε να κοροϊδεύετε. Θα στραφούν εναντίον σας κι οι ίδιες οι λέξεις» του λέει ο προϊστάμενος της φανταστικής υπηρεσίας-δικαστηρίου. Αν έτσι είναι οι λέξεις, όταν στρέφονται εναντίον μας, ας μην βρεθούν ποτέ στην πλευρά μας. «Δε στέκεστε στην άπλα, στο ίσιωμα που σας χαρίζουν, πάτε και χώνεστε μες στις σχισμές ψάχνοντας να βρείτε τι;» ρωτάει η Γυναίκα. Ευτυχώς για μας δε στάθηκε στην άπλα και βρήκε, ίσως, στις σχισμές αυτό που μας έδωσε.
Εκτός από τις τρεις συλλογές διηγημάτων του, ο Μάριος Χάκκας άφησε κάποια κείμενα ακόμη, που είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό Αντί και βρίσκονται πλέον στα άπαντά του, με το διήγημα «Τα κόκκινα μυρμήγκια» να ξεχωρίζει για την εκφραστική του δύναμη. Στα άπαντα βρίσκονται ακόμη τα τρία ολοκληρωμένα θεατρικά έργα που έγραψε: «Η ενοχή», η «Αναζήτηση» και «Τα κλειδιά», όπως και το ανολοκλήρωτο «Στον αστερισμό των διδύμων». Σε όλα του τα θεατρικά είναι έντονος ο πολιτικός προβληματισμός που στιγμάτισε τη ζωή του, όπως και η διαρκής σύγκρουση μεταξύ της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον και της ισοπέδωσής της, μεταξύ του ένθερμου αγώνα και της σαρωτικής ήττας: «Η ιστορία είναι πάντα με το μέρος εκείνων που βάζουν τους άλλους μέσα» θα πει η Γυναίκα στο μονόπρακτο «Ενοχή», ενώ ο Άντρας θα βιώνει ξανά και ξανά όλες τις στιγμές του βίου του που βρέθηκε να απολογείται για τις πράξεις του.
Στα άπαντα του Μάριου Χάκκα περιλαμβάνεται και η μοναδική του ποιητική συλλογή, «Όμορφο καλοκαίρι», την οποία εξέδωσε με δικά του έξοδα το 1965. Σε αυτήν είναι εμφανής η επιρροή του Ελύτη, διαφαίνονται όμως ήδη τα στοιχεία που θα διαμορφώσουν τον ολόδικό του πεζογραφικό λόγο. Τα επόμενα χρόνια ο ίδιος δήλωνε «Πρώην ποιητής, νυν πεζογράφος». Στην περίπτωση του βέβαια, τα όρια μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας συχνά συγχέονται αναδεικνύοντας την ουσία του λόγου του, που είναι ανεξάρτητη από τις εκάστοτε μορφές που αυτός παίρνει.
Επιστρέφοντας στον Μάριο Χάκκα, νιώθω ότι δεν είπα ούτε τα μισά από όσα ήθελα να πω. Ανακουφίζομαι στην ιδέα ότι ποτέ δε θα μπορούσα να το κάνω, κι ας έγραφα όλες τις λέξεις του κόσμου. Υπάρχει υψηλή λογοτεχνία και υπάρχουν βαθιά νοήματα για τα οποία μπορούμε και συζητάμε. Υπάρχουν συγγραφείς που δημιουργούν αριστουργήματα που αντέχουν στο χρόνο, βιβλία που αλλάζουν τη ζωή μας. Κι έπειτα, υπάρχουν εκείνοι που μας έδωσαν ατόφιο όχι μόνο τον λόγο τους, μα τον ίδιο τους τον σπασμένο εαυτό, όλο το σκοτάδι και το φως τους. Γι’ αυτό και κρατώ το σχοινί και γι’ αυτό θα επιστρέφω πάντα στον Μάριο Χάκκα.
Άπαντα Μάριου Χάκκα
Εκδ. Κέδρος, 1978
Εικόνες: Τάκη Σιδέρη
σελ. 632