Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Οι Χίλιες Ανοίξεις της Λογοτεχνίας

feature_img__oi-xilies-anoikseis-tis-logotexnias
«Γιατρέ, πιστεύετε στην ύπαρξη της ψυχής;» «Ναι». «Τότε πού είναι;» «Η ψυχή είναι ρήμα, κι όχι ουσιαστικό».

Θα ξεκινήσω ανάποδα. Όχι απ' το βιβλίο μα απ' τον συγγραφέα. Και θα τα βάλω με τους Έλληνες εκδότες που τόσα χρόνια έχουν αφήσει ανεκμετάλλευτο αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο Βρετανό δημιουργό και τον έχουν στα αζήτητα. Η έκδοση τριών βιβλίων του στα ελληνικά, απ' τον οίκο «Ελληνικά Γράμματα» είναι σαν να μην έγινε ποτέ, μιας και ο οίκος έκλεισε και μόνο αν σταθείς τυχερός θα βρεις κάποιο αντίτυπο, ίσως σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Απ' την άλλη βέβαια, δεν θα ξεχάσω την απίστευτη πονηριά ορισμένων βιβλιοπωλών που πριν από τρία χρόνια είχαν ένα κάποιο στοκ απ' το βιβλίο «Ο Άτλας του Ουρανού» το οποίο και πωλούσαν σε χαμηλή τιμή -κάπου 6 ευρώ για σχεδόν 900 σελίδες- και μόλις κυκλοφόρησε η ταινία των αδελφών Γουατσόφσκι, το βιβλίο εκτοξεύτηκε στα 30 και 35 ευρώ! 

Οι εκδόσεις «Τόπος» πόνταραν σ' έναν σπουδαίο συγγραφέα και ελπίζω το στοίχημα να τους βγει και σύντομα να δούμε και τα υπόλοιπα βιβλία του να μεταφράζονται εκ νέου στα ελληνικά. 

Είναι περίεργοι οι συνειρμοί που κάνει ο κάθε αναγνώστης όταν διαβάζει ένα βιβλίο και σε μένα τέθηκε ο εξής, απ' την πρώτη σχεδόν στιγμή. Διαβάζοντας τα «Χίλια Φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ», ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου ένας Έλληνας συγγραφέας, ο Ισίδωρος Ζουργός και το δημιούργημά του «Σκηνές απ' τον Βίο του Ματίας Αλμονσίνο». Τελειώνοντας το βιβλίο, ο συνειρμός είχε γίνει βεβαιότητα. Τα δύο βιβλία είναι φτιαγμένα από την ίδια δημιουργική πάστα, ακολουθούν παρόμοιους κανόνες αφήγησης και πλοκής (με τον Ζουργό να είναι περισσότερο λυρικός βέβαια και ο Μίτσελ πιο ευθύς) και οι συγγραφείς τους αγαπούν πολύ τους ήρωές τους και το δείχνουν. Θα πει κάποιος, σιγά τα λάχανα, λογοτεχνία είναι, στη λογοτεχνία βρίσκεις ομοιότητες. 

Εδώ μιλώ για κάτι παραπάνω όμως: Τον Αλμονσίνο θα μπορούσε να τον έχει γράψει ο Μίτσελ, και για τον ντε Ζουτ θα μπορούσε να έχει γράψει άνετα ο Ισίδωρος Ζουργός. Προς μήνιν των κριτικών της λογοτεχνίας της ελληνικής επικράτειας βεβαίως, που σε μεγάλο βαθμό τρώγονται με τα ρούχα τους και αναζητούν ψύλλους στ' άχυρα. Αλλά αυτό είναι άλλο κομμάτι και όχι της παρούσης. 

Ποιος είναι όμως ο ήρωας του βιβλίου; Ένας νεαρός Ολλανδός, λόγιος, με ευαισθησίες και εμπορικό δαιμόνιο που στα τέλη του 18ου αιώνα και προς χάριν ενός έρωτα, αποτολμά το μεγάλο βήμα και συμμετέχει σε μια αποστολή της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, στην μυθική Ιαπωνία, στην άκρη του κόσμου. 

Να πούμε εδώ, ότι εκείνη την περίοδο η Ιαπωνία παρέμενε ένα μεγάλο μυστήριο για τον υπόλοιπο κόσμο, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει ήδη 200 χρόνια απ' την εποχή που οι Πορτογάλοι ιεραπόστολοι την είχαν επισκεφθεί για πρώτη φορά. Η πολιτική της ωστόσο, διαπνεόταν από πνεύμα αυστηρού απομονωτισμού με αποτέλεσμα να είναι ελάχιστοι οι δυτικοί, οι οποίοι είχαν καταφέρει να εντρυφήσουν -και μάλιστα ως ένα βαθμό και όχι ολοκληρωτικά- στις παραδόσεις της και στη φιλοσοφία των αρχών και των κατοίκων της. 

Η πολιτική αυτή έμεινε γνωστή ως σακόκου (κλειστή χώρα) και κράτησε καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου Έντο, απ' το 1603 έως το 1868. Με απλά λόγια και για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η Ιαπωνία τότε δεν ήταν ξέφραγο αμπέλι στους ιεραπόστολους που κήρυτταν τον Χριστιανισμό, όπως συνέβη σε άλλες Νέες Χώρες. Για τον προσηλυτισμό έπεφταν κεφάλια στο λεπτό και στέγνωναν στον ήλιο. Παράλληλα, οι αρχές είχαν θεσμοθετήσει την περίοδο εκείνη ειδική τελετή, με την ονομασία Φούμι-ε, κατά την οποία όλοι οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι μια φορά το χρόνο να συμμετέχουν: Σ' αυτήν προσέρχονταν -όπως σήμερα εμείς θα πηγαίναμε σε ένα εκλογικό τμήμα να ψηφίσουμε- και πατούσαν χριστιανικές εικόνες, δείχνοντας έτσι τον αποτροπιασμό τους στη νέα θρησκεία. Ο έλεγχος ήταν εξονυχιστικός και αν κάποιος πιανόταν να μην έχει λάβει μέρος στην τελετή, οδηγούνταν στην εξορία μαζί με όλη του την οικογένεια. 

Σε αυτή την Ιαπωνία θα βρεθεί λοιπόν ο ήρωάς μας, στο πλαίσιο της oλλανδικής αποστολής που εδρεύει σ' ένα τεχνητό νησί έξω απ' το Ναγκασάκι, την Ντετζίμα. Ήταν το μοναδικό σημείο σε ολόκληρη την Ιαπωνία που επιτρεπόταν σε δυτικούς να εμπορεύονται και οι Ολλανδοί είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα θύλακα εκεί, στο πλαίσιο μιας άλλης ιαπωνικής πολιτικής, της ρανγκάκου, της μελέτης δηλαδή των δυτικών επιστημών από επιλεγμένους πολίτες της χώρας. 

Η δουλειά του είναι δύσκολη. Η προηγούμενη διοίκηση της εταιρείας στο νησί, για χρόνια έκλεβε απ' τους λογαριασμούς για προσωπικό όφελος και τώρα, υπό τον νέο προσωρινό διοικητή, ο ντε Ζουτ αναλαμβάνει να καθαρίσει τα βιβλία, να υπολογίσει το μέγεθος της ζημιάς, να καθαρίσει το πρόσωπο της αξιότιμης Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών που στην πραγματικότητα -όπως και η Αγγλική Εταιρεία- και άλλες αντίστοιχες εταιρείες στην Ιστορία των Αποικιών, δεν ήταν τίποτε άλλο από ελεεινούς εκμεταλλευτές που απομυζούσαν απ' τις Νέες Χώρες τον πλούτο τους έναντι πινακίου φακής. 

Τι ωραίο πλιάτσικο, που λένε.

Θα γνωρίσει την Ορίτο, μια νέα γυναίκα, σημαδεμένη στο πρόσωπο από έγκαυμα -άρα σε μειονεκτική θέση για κάποιον καλό γάμο- η οποία έχει καταφέρει να σπάσει την ανδροκρατία της εποχής και συμμετέχει στη ρανγκάκου, ως μαία, μαθήτρια του Δρ. Μαρίνους, του γιατρού της Ολλανδικής αποστολής. Γνωρίζοντάς την λοιπόν, η Ολλανδία θα του φανεί πολύ μακρινή και ο έρωτας για τη γυναίκα που άφησε πίσω, αρχίζει να ξεθωριάζει. Κι ενώ περιμένεις τη συνέχεια και την κατάληξή της, ο Μίτσελ σπάει την αφήγηση που ως εκείνη την ώρα γινόταν με κύριο πρόσωπο τον ντε Ζουτ και τη συνεχίζει με την Ορίτο. Σα να διαβάζεις μια άλλη ιστορία μέσα στην αρχική ιστορία. Ενδεχομένως αυτό να με ξένιζε σε κάποια άλλη περίπτωση, αλλά εδώ ο Μίτσελ δένει τις δύο ιστορίες τόσο όμορφα που η μία μοιάζει να συμπληρώνει την άλλη και ας είναι φαινομενικά αντίθετες. 

Είναι σαν να αφηγείται δύο διαφορετικούς κόσμους πάνω σε μια πλατφόρμα ενός νέου κόσμου που γεννιέται, έτοιμος να τους αφομοιώσει, καταρρίπτοντας τις διαφορές τους. Το ίδιο αφηγηματικό παιχνίδι χρησιμοποίησε -και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό- και στον «Άτλα του Ουρανού» και που, αν και σε μπέρδευε στην αρχή, μέσα στη χαοτική του σύλληψη, το τελικό αποτέλεσμα έδινε μια απίστευτη συμμετρία, έβαζε σε τάξη το Χάος. 

Αυτή την αίσθηση λοιπόν, πρέπει να είσαι μεγάλος μάστορας για να την πετύχεις συγγραφικά. Και ο Μίτσελ αποδεικνύει ότι είναι.

Είναι το βιβλίο ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Είναι

Είναι ένα μυθιστόρημα αγάπης; Είναι

Είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα; Είναι 

Πάνω απ' όλα όμως είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα. Σωστά δομημένο, με ανατροπές, με ιστορική ακρίβεια, με αναλυτικά σκιαγραφημένους χαρακτήρες -αν και νομίζω ότι ο Μίτσελ πρόσεξε πολύ περισσότερο την Ορίτο απ' τον ίδιο τον ντε Ζουτ- κινηματογραφικά γραμμένο (λες και είσαι μπροστά και βλέπεις όσα γίνονται, λες και μυρίζεις τις κερασιές ή γεύεσαι το ρύζι και το σάκε), είναι ένα μυθιστόρημα που όταν εξοικειωθείς (και αυτό δεν παίρνει πολύ) με τα ονόματα, τις τοποθεσίες, την τόσο ξένη σε μας λογική και φιλοσοφία αυτής της εξωτικής χώρας, το απολαμβάνεις σε κάθε του σελίδα. Κι εδώ, ο αναγνώστης οφείλει ένα μεγάλο μπράβο στην μεταφράστρια Μαρία Ξυλούρη, η οποία φαίνεται ότι έκανε σπουδαία δουλειά, καθώς σε καμία απ' τις 574 σελίδες δεν υπάρχει κάτι που να σε ξενίσει στη ροή του λόγου, ενώ και οι σημειώσεις -οι οποίες είναι πολλές- είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές.

Το μειονέκτημα κατ' εμέ έρχεται στην αντίθεση του εξώφυλλου με το χαρτί. Ενώ το πρώτο είναι εξαιρετικό, το χαρτί του βιβλίου, «μυρίζει» εφημερίδα. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία των εκδοτών με την κρίση, δεν είναι λίγοι αυτοί που το κάνουν πια, απλώς όφειλα να το παρατηρήσω αν και γενικότερα είμαι καλόβολος. Μου αρκεί να διαβάσω ένα καλό, προσεγμένο βιβλίο και ας είναι και σε χαρτί εφημερίδας.

Τα Χίλια Φθινόπωρα του Γιάκομπ Ντε Ζουτ, του Ντέιβιντ Μίτσελ

Εκδόσεις Τόπος, 2014

Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη 

σελ. 574 

1
Μοιράσου το