Οι Άγριοι Ντετέκτιβ, του Ρομπέρτο Μπολάνιο
Με την πρώτη ματιά, «Οι Άγριοι Ντετέκτιβ» ανήκουν στην λογοτεχνία για απελπισμένους. Είναι ένα μυθιστόρημα παράξενο, που δεν ξεδιπλώνεται γραμμικά και ομαλά, αλλά κυλάει κατακερματισμένο, δομημένο από πολλές ιστορίες διαφορετικών προσώπων που αλλάζουν κάθε στιγμή το θέμα και την οπτική γωνία τους. Ο Αρτούρο Μπελάνο και ο Ουλίσες Λίμα είναι οι Άγριοι Ντετέκτιβ και η πορεία τους μέσα στον αφηγηματικό χρόνο μοιάζει με μία μόνιμη, απεγνωσμένη φυγή. Τα πράγματα είναι θολά στην αρχή, ο αναγνώστης δεν γνωρίζει πολλά, καλείται να βιώσει την θολή ατμόσφαιρα του «μεθυσμένου» από αλκοόλ και ποίηση Μεξικού της δεκαετίας του ‘70. Οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές δεν εμφανίζονται ποτέ με απόλυτη ευκρίνεια. Τους αντικρίζουμε σιγά σιγά, μέσα από τα λόγια των άλλων, δεν μας συστήνονται ευθέως, δεν ακούμε τη φωνή τους, ούτε βλέπουμε το πρόσωπό τους, όμως μαθαίνουμε γι’ αυτούς ιστορίες, μαθαίνουμε να ξεχωρίζουμε τις φυσιογνωμίες τους μέσα από αόριστα γεγονότα. Καταλήγουμε να αναγνωρίζουμε ξεκάθαρα τις φιγούρες τους μέσα στις ιστορίες των εναλλασσόμενων προσώπων, χωρίς ποτέ να τους οικειοποιούμαστε τόσο ώστε να χάσουν την μυστηριώδη χροιά τους.
Οι άγριοι ντετέκτιβ κάτι αναζητούν, δεν ξέρουμε τι, υποψιαζόμαστε πως αναζητούν μία χαμένη ποιήτρια και μία νέα ποιητική ουσία, ένα πρωτότυπο και πρωτοποριακό κίνημα στην ποίηση, μία λογοτεχνία για απελπισμένους. Ωστόσο, καθώς οι σελίδες περνούν, το Μεξικό γίνεται Παρίσι, Βαρκελώνη, ξανά Μεξικό, Τελ Αβίβ, Ρώμη, Βιέννη, ξανά Μεξικό - το θολό τοπίο της αναζήτησης αρχίζει να σχηματίζεται και να χρωματίζεται. Δεν μας ενδιαφέρει πια τι αναζητούν, δεν ψάχνουμε τους λόγους της απεγνωσμένης φυγής. Αντιλαμβανόμαστε πως δεν πρόκειται καν περί φυγής, πως δεν πρόκειται περί αναζήτησης αλλά περί μόνιμου ταξιδιού, περί μίας συνεχούς αναπροσαρμογής ουσίας, μίας αφηρημένης υπαρξιακής αγωνίας. Οι άγριοι ντετέκτιβ είναι άγριοι στο πνεύμα, διαθέτουν μία μελαγχολική αγριότητα που τείνει να προσεγγίσει την ελευθερία χωρίς εν τέλει να την αγγίζει ποτέ ολοκληρωτικά.
Ο Μπολάνιο συνθέτει πράγματι εδώ μία λογοτεχνίας απόγνωσης, ή για την ακρίβεια συνθέτει ένα μυθιστόρημα με θέμα του την λογοτεχνία της απόγνωσης. Καθώς οι πολλαπλές ιστορίες διαχωρίζουν και συνάμα προβάλλουν την ατομική απόγνωση των προσώπων για να την συνενώσουν στη συνέχεια σε ένα αφηγηματικό όλον, αντιλαμβανόμαστε ότι οι άγριοι ντετέκτιβ δεν δημιουργούν ποτέ την λογοτεχνία της απελπισίας στην οποία απέβλεπαν, αλλά πολύ περισσότερο, την υλοποιούν γινόμενοι οι ίδιοι αντικείμενα της, μέσω μιας συγγραφικής τεχνικής αντανάκλασης. Εν τέλει, η αρχική αγωνία μας περί του αναζητούμενου αντικειμένου εξαφανίζεται, καθώς συνειδητοποιούμε ότι δεν αναζητούν μία χαμένη ποιήτρια ή ένα ενδιαφέρον ποιητικό κίνημα, αλλά αναζητούν την ίδια την Ποίηση με όποιο τρόπο μπορεί κανείς να την βιώσει, κι εμείς βιώνουμε την υποδόρια παρουσία της σε κάθε σελίδα.