Το παλτό, του Γκόγκολ
Μέσα από μια διευσδυτική και περιπαιχτική ματιά στις κοινωνικές συνήθειες, ο Νικολάι Γκόγκολ στα διηγήματά του, όπως «Το παλτό» αλλά και «Το ημερολόγιο ενός τρελλού», καταφέρνει να μας συνεπάρει στον σκοτεινό κόσμο της προσωπικής του καθημερινότητας που δεν διαφέρει και πολύ από την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων σήμερα: γραφείο, σπίτι, δουλειά, σπίτι, γραφείο, δουλειά και σπίτι-δουλειά-σπίτι γραφείο και πάλι σπίτι. Ποιο είναι το νόημα σε όλα αυτά; Ένα τεράστιο σαρκαστικό, χλευαστικό «Γιατί;» απλώνεται στις σελίδες των διηγημάτων του Γκόγκολ. Γιατί οι άνθρωποι επέλεξαν να είναι τόσο μουντοί και μέσα σε αυτήν την κιμαδοποίηση, μήπως τελικά μπορούμε, αναπόφευκτα, να αντικρύσουμε τον εαυτό μας με μια δόση χιούμορ, για να τα βγάλουμε πέρα;
Ο Ντοστογιέφσκι είχε πεί χαρακτηριστικά ότι «όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ» και δεν έχει άδικο, αφού πρόκειται για ένα διήγημα με εξαιρετική δυναμική που ώθησε την ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα ένα βήμα παραπέρα και παραμένει επίκαιρο μέχρι σήμερα. Τα διηγήματά του Γκόγκολ είναι εφάμιλλα της γραφής του Ντοστογιέφσκι, Τουργκιένιεφ, Τoλστόι και άλλων ρώσων ρεαλιστών, αλλά η ρεαλιστική τους ματιά απολαμβάνει και ένα είδος λεπτής ειρωνείας και σαρκασμού που τα καθιστά μικρά διαμαντάκια ανάμεσα στα υπόλοιπα κείμενα των μεγάλων ρώσων ρεαλιστών. «Το παλτό» δημοσιεύτηκε το 1842 και καταπιάνεται με τον ήρωα Ακάκι Ακακίεβιτς, έναν υπομονετικό υπάλληλο που κινείται στα όρια της δουλοπρέπειας, έναν άνθρωπο για τον οποίο η ζωή του είναι η δουλειά του την οποία, ωστόσο, όχι μόνο δεν απολαμβάνει, αλλά τη χρησιμοποιεί ως διαφυγή από την καθημερινότητα και από τον ίδιο του τον εαυτό. Η δουλειά του καταντά το προσωπικό του ναρκωτικό, μιας και του προσφέρει τη δυνατότητα αυτοεγκλωβισμού στον προσωπικό του λήθαργο, μακριά από οποιαδήποτε δραστηριότητα που θα μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή από τη βαριά συνήθεια να διεκπεραιώνει έγγραφα στο γραφείο για ατελείωτες ώρες:
Κανείς δεν θυμόταν πότε είχε μπει στο υπουργείο ο Ακάκι Ακάκιεβιτς και ποιος τον είχε συστήσει. Όσο κι αν άλλαζαν οι διευθυντές, οι τμηματάρχες, οι προϊστάμενοι, αυτόν τον έβλεπες πάντα καθισμένο στη θέση του, στην ίδια στάση, απασχολημένο στην ίδια δουλειά του διεκπεραιωτή, έτσι που αργότερα μερικοί είπανε πως είχε έρθει στον κόσμο με στολή και με φαλάκρα. Κανείς δεν τον είχε σε υπόληψη. Οι κλητήρες, όχι απλώς δεν σηκώνονταν όταν περνούσε, αλλά και δεν έδιναν περισσότερη προσοχή στην παρουσία του απ' όση στο πέταγμα μιας μύγας. Οι ανώτεροί του τον μεταχειρίζονταν με δεσποτική ψυχρότητα.
Οι συνάδελφοι του Ακάκι Ακακίεβιτς, όχι μόνο δεν συμμερίζονται την αβάσταχτη μοναχικότητά του και δεν εκτιμούν την προσφορά του στη δουλειά που αγγίζει θα λέγαμε την αυτοθυσία, αλλά τον χλευάζουν και τον υποτιμούν διαρκώς, ίσως γιατί ο Ακάκι Ακακίεβιτς αποτελεί τον αδύναμο κρίκο σε μια αλυσίδα που και οι ίδιοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Λόγω της προβολής στο πρόσωπο του ήρωα της δικής τους μιζέριας και της αναπόδραστης μοναξιάς τους, τον καθιστούν θύμα κοινωνικής αδικίας. Η αδυσώπητη και ανελέητη συμπεριφορά τους αποκτά μέσα από την αφήγηση του Γκόγκολ κωμικοτραγικό χαρακτήρα, μιας και τα πρόσωπα του διηγήματος μοιάζουν με τραγικές καρικατούρες, με μαριονέτες μεταίωρες στον κόσμο της επώδυνης ύπαρξης.
Δεν έχει νόημα να επεκταθόυμε περαιτέρω σε λεπτομέρειες αποκαλύπτοντας τα γεγονότα της αφήγησης… το διήγημα πρέπει να διαβαστεί, χωρίς ο αναγνώστης να γνωρίζει πολλά γι’ αυτό, γιατί έχει τη χάρη να αποκαλύπτεται μόνο του, να αυτοσυστήνεται σε κάθε γραμμή, σε κάθε νέα παράγραφο…
Photo Sources
http://www.wikipaintings.org/en/tag/nikolai-gogol-the-overcoat