Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Ο αφρός των ημερών, του Μπορίς Βιάν

feature_img__o-afros-ton-imeron-tou-mporis-bian
Ο Μπορίς Βιάν είχε πολλές ιδιότητες. Μηχανικός, μουσικός, μεταφραστής, χρονικογράφος, μυθιστοριογράφος, και άλλες ακόμα. Γνωστός κυρίως, ως ο συνθέτης του πασίγνωστου αντιμιλιταριστικού άσματος «Λιποτάκτης», φέρει θα έλεγε κανείς, ακριβώς αυτήν την ιδιότητα. Το έργο του και η γραφή του αποτελούν μια λιποταξία. Λιποταξία ιδίως από το βεβαρυμμένο κλίμα των καιρών του, τους κύκλους βαρέων διανοούμενων όπου σύχναζε, και από την εύθραυστη υγεία του, λόγω του χρόνιου καρδιακού νοσήματος, που κουβαλούσε από παιδί.

Και το γνωστότερο έργο του «Ο αφρός των ημερών» αποτελεί και αυτό μία λιποταξία. Στο μαύρο φόντο της δεκαετίας του ‘40, ο Βιάν συνθέτει ένα κόσμο μαγικού ρεαλισμού, όπου τα χρώματα, η μουσική και η ευωδία ανάγονται κατά κάποιο τρόπο σε ιδιότητες του κόσμου. Κατασκευάζει δηλαδή ένα νέο σύμπαν στον αφρό των πραγμάτων, όπου και βασιλεύει η αφρόκρεμα των αισθήσεων και των απολαύσεων. Ο ήρωάς του, Κολέν, ζει μέσα στο φως, ανάμεσα σε τζαμαρίες και χρωματιστούς τοίχους, επιπλέοντας μεταξύ υπέροχων γευμάτων και μουσικών συναντήσεων. Το φως παρομοιάζει ίσως την καθαρότητα του πνεύματός του, και η μουσική έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί νέες απολαύσεις (όπως η περίφημη εφεύρεση του «πιανοκοκτέιλ», μηχάνημα το οποίο ετοιμάζει αλκοολούχα κοκτέιλ ανάλογα με τις νότες και τις μελωδίες που συνθέτει κάποιος στα πλήκτρα του), αλλά και να αναδημιουργεί την πραγματικότητα. «Είστε η εκτέλεση του Ντιούκ Έλλιγκτον;» ρωτάει ο ήρωας την αγαπημένη του Κλοέ την πρώτη φορά που την συναντάει. Κατά τα άλλα, οι ημέρες του μοιράζονται ανάμεσα σε γιορτές, φίλους, την επιθυμία του έρωτα και τελικά τον ίδιο τον έρωτα.

Ο μαγικός κόσμος του Βιάν θα ήταν άκομψος και θα προκαλούσε αμηχανία στον αναγνώστη, εάν δεν αναπαριστούσε ένα τεράστιο πλήθος από συμβολισμούς. Η γλωσσική πρωτοτυπία, η έμφαση στην μουσική, και η συνεχής εμφάνιση μεταφορών μέσα στο έργο εμπεριέχουν μία νύξη ειρωνείας και αμφισβήτησης της συμβατικής πραγματικότητας και των εθιμοτυπικών της καθημερινότητας. Ο συγγραφέας υπαινίσσεται την απαρέσκειά του προς την αυτοματοποίηση της ανθρώπινης εργασίας και την διάρθρωσή της σε έναν ψυχρό μηχανισμό. Αγνοεί κάθε οικονομικά αποδεκτό νόμισμα, καταργεί το χρήμα ως μετρήσιμη αξία και το ανάγει σε ένα συμβολικό μέγεθος άνευ σημασίας για τον ήρωα που το ξοδεύει ασυγκράτητα για τους φίλους και αγαπημένους του, αλλά τεράστιας σημασίας για κάθε άλλη περίπτωση και συγκυρία. Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία χρήματος σχετίζεται υλικά με τον κόσμο: καθώς τα χρήματα τελειώνουν, το σπίτι συρρικνώνεται, το φως ελαττώνεται, οι γεύσεις αλλάζουν, τα ελεύθερα πνεύματα και τα αντικείμενα μετακινούνται από τον αφρό όπου βρίσκονταν, σε ένα σκοτεινό βάθος της ύπαρξης.

Επιπλέον, στον αντίποδα της αρρώστιας της Κλοέ και των θεραπευτικών λουλουδιών που ανθίζουν γύρω της, ο συγγραφέας κάνει ευθεία αναφορά στον κύκλο των διανοούμενων της εποχής, υπονοώντας μάλιστα ονόματα όπως του Σαρτρ και της Μπωβουάρ. Ο ίδιος διαχωρίζεται από αυτόν τον κύκλο του πνεύματος, καταδικάζοντας την ελίτ των φανατικών οπαδών, την οποία έχει κατασκευάσει γύρω του αυτός ο τελευταίος. Στο τέλος, ακόμα και το πνεύμα οδηγείται στο (επίσης συμβολικό) έγκλημα, για να μπορέσει να επιβιώσει, αφού έχει απομακρύνει μέσα στην αποστείρωση του φανατισμού του, κάθε ανθρώπινο αίσθημα καθημερινής συντροφικότητας και θαλπωρής.

Και τότε, αναρωτιέται ο αναγνώστης, γιατί ο συγγραφέας μας παρουσιάζει αυτόν τον περίφημο χρωματιστό και αφρώδη κόσμο, μόνο και μόνο για να τον γκρεμίσει συθέμελα; Είναι φανερό, πως ο Βιάν αντικρίζει κατάματα την ασχήμια του κόσμου, την συμβατικότητα των ημερών, την κάθετη και οριζόντια ανισότητα και εν τέλει τη βαθιά δυστυχία των ανθρώπων. Και αυτό που κάνει είναι να γελάει με αυτήν την αθλιότητα, διακοσμώντας την, για να την αποκαλύψει μέσα από αντιθέσεις και αντιφάσεις. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της σκηνής με τον φαρμακοποιό, που παροτρύνει τους πελάτες του, να τον χτυπήσουν για να φύγουν, χωρίς να πληρώσουν καθώς είναι πολύ γέρος και δεν θα μπορέσει να αμυνθεί επαρκώς, ή ακόμα η περιγραφή της πώλησης του πιανοκοκτέιλ, όπου ο πωλητής Κολέν αρνείται ένα μεγάλο ποσό προσφοράς εκ μέρους του αγοραστή γιατί παραδέχεται, πως εάν το δεχόταν θα ήταν σαν να τον κλέβει. Ακόμη και το γεγονός, ότι οι πλούσιοι αρρωσταίνουν γιατί μέσα στο σώμα τους φυτρώνουν καλλωπιστικά φυτά, υπαινίσσεται την ανωτερότητα των οργανισμών τους συγκριτικά με τους κοινούς θνητούς φτωχούς. Άλλωστε μέχρι και ο θάνατος, μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύστημα, δεν είναι παρά ένα έκτακτο γεγονός επάνω στον αναβρασμό μιας εορτής, όπως ο ασήμαντος για τον αφηγητή θάνατος του μαέστρου κατά τη διάρκεια του γάμου του Κολέν και της Κλοέ.

Η απαισιοδοξία δεν δηλώνεται πουθενά στο έργο «Ο αφρός των ημερών». Όλα παρουσιάζονται σαν απόλυτα φυσιολογικά, ως μαγικά και ρομαντικά στην αρχή, και στην συνέχεια ως ρεαλιστικά. Αυτό που αποδίδεται ιδίως, είναι η διαφορά της επιφάνειας και του βάθους, η διαφορά ανάμεσα στην φυσική ύπαρξη, που επιτυγχάνεται μέσω της απόλαυσης και στην κοπιώδη ύπαρξη, που ξεκινά με την ενσωμάτωση του ατόμου στον κοινωνικό μηχανισμό. Ο αφρός των ημερών είναι εν τέλει κάτι πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο από αυτήν, είναι η ουσία των ημερών, που όσο κι αν αφρίζει ορμητική, εξανεμίζεται ωστόσο μέσα σε δευτερόλεπτα, καθώς οι ημέρες κυλούν σαν αφρός προς την αποσύνθεσή τους και ο χρόνος συρρικνώνεται, ωσότου αποκλείει πια εντελώς την διέλευση του φωτός.

1
Μοιράσου το