Star Wars Saga: Η Αυτοκρατορία των blockbusters
A long time ago in this galaxy…
1977: η χρονιά που ανακαλύφθηκαν τα δαχτυλίδια του Ουρανού, η χρονιά που εκλέχτηκε ο Jimmy Carter, η χρονιά που ξέσπασε ο πόλεμος ανάμεσα στο Βιετνάμ και στη Καμπότζη, και η χρονιά επαναφοράς της δημοκρατίας (spoil) στην Ισπανία μετά από 41 χρόνια. Η χρονιά που μαίνεται ο ψυχρός πόλεμος, η χρονιά που η Anita Bryant –ακτιβίστρια κατά των δικαιωμάτων των γκέι– τρώει μια πίτα… στη μάπα, η χρονιά που χιονίζει στο Μαϊάμι για πρώτη φορά στην ιστορία, η χρονιά που αφόδευσε η φοράδα στ’ αλώνι για όλα αυτά, αφού ολόκληρος ο πλανήτης (μας) ενδιαφερόταν περισσότερο για έναν γαλαξία πολύ πολύ μακριά…
Και είναι λογικό, αν λογαριάσει κανείς τα ιστορικά τεκταινόμενα των προηγούμενων ετών. Η εξευτελιστική ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ και τα πολιτικά σκάνδαλα, με προεξέχον το Γουότεργκεϊτ, είχαν τραυματίσει σοβαρά (όπως φαίνεται όμως όχι θανάσιμα) την εμπιστοσύνη του λαού στους πολιτικούς ηγέτες. Μια έφηβη, αβέβαιη Αμερική, που φοβάται τον εαυτό της, ζητάει ένα διαφορετικό σινεμά, ανεξάρτητο, με σαφή πολιτική αμφισβήτηση και βαθύ πεσιμισμό, ανάλογο των φιλμ νουάρ των μεταπολεμικών χρόνων. Στην εκπνοή της εποχής αυτής και ενώ ήδη έχουν εμφανιστεί blockbusters με γερά «σαγόνια», οι θεατές θέλουν να επικεντρωθούν σε κάτι αντικομφορμιστικό, ανώδυνα αναρχικό και σίγουρα εντυπωσιακό, που θα επουλώσει πληγές και θα λειτουργήσει ενωτικά για τον κατακερματισμένο αμερικανικό λαό. Η Αμερική δεν αρνείται τις παλιές ιστορίες, αλλά επιλέγει να τις ξεχάσει και να ταξιδέψει εκτός τόπου και χρόνου, να αφηγηθεί παραμύθια για καληνύχτα. Η παγκόσμια επιτυχία του “Star Wars” αιτιολογείται σε ένα βαθμό από την απουσία τοπικής, χρονικής και ιστορικής ταύτισής τους με ένα κράτος. Όπως επισημαίνει κι ο Bill Mayers, το σημαντικότερο σε μια ταινία είναι το timing. Και το timing, τόσο για την Αμερική όσο και για ολόκληρη την υφήλιο, είναι τέλειο για να ξεχάσουν προσωρινά τις δικές τους μάχες και να κοιτάξουν μαζί τ’ αστέρια.
A longer time ago in this galaxy….
1968: χρονιά ορόσημο για το σινεμά επιστημονικής φαντασίας. Εκδίδεται το «Ηλεκτρικό Πρόβατο» του Philip Dick, πρώτη ύλη για το “Blade Runner”. Το “2001: A Space Odyssey” και το “Planet of the Apes” βγαίνουν στις αίθουσες, προσδίδοντας κύρος στο κινηματογραφικό είδος που ήταν μέχρι τότε τσιφλίκι των b movies. Την ίδια χρονιά, προβάλλονται η cult πλέον “Barbarella”, με την ελαφρά ντυμένη Jane Fonda, και το “The Astro-Zombies”, το οποίο… βασικά, ξεχάστε το “Astro-Zombies”. Επίσης, τότε ο Lucas συνέλαβε την ιδέα για τα “Star Wars”.
Νέα Αμερική, νέο σινεμά, νέα γενιά σκηνοθετών. Fab 5: Scrorcese, De Palma, Spielberg, Copolla και ο νεαρός George Lucas. Ονειροπόλος, ιδεαλιστής και μισή μερίδα άνθρωπος, ο Lucas έχει μόλις σκηνοθετήσει το υπερ-επιτυχημένο “American Graffiti” και αποφασίζει να αφοσιωθεί στο magnum opus του. Είναι άραγε δυνατόν να αποτύχει ένα κινηματογραφικό κράμα από pulp comics σε φάση Flash Gordon και Tommy Tomorrow, με νύξεις σε πυλώνες της επιστημονικής φαντασίας όπως το “Dune” του F. Herbert, σε θρύλους και ηρωικά έπη όπως αυτό του βασιλιά Αρθούρου ή του Beowolf, πολυπρόσωπο και επικό όπως οι κόσμοι του Tolkien, αλλά και με σαφείς αναφορές στην ανατολική παράδοση πολεμικών τεχνών –όπως αυτή παρουσιάζεται στις ταινίες του Kurosawa (ο Toshirô Mifune ήταν η πρώτη επιλογή για τον Όμπι Ουάν)–, και με dogfights εμπνευσμένα από αερομαχίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Ναι, αν τον ήρωα τον λένε Luke Starkiller (Λουκάς ο Αστροφονιάς) και αγωνίζεται να καταστρέψει το Death Star (Αστέρι Θανάτου). Οξύμωρο. Παρόλα αυτά το όνομα του πρωταγωνιστή δεν ήταν η μόνη διαφορά του πρωτόλειου σεναρίου. Ο Χαν Σόλο βρισκόταν σε λίγο δυσχερέστερη θέση, δεδομένου ότι ήταν ένα πράσινο, αιωνόβιο ψάρι χωρίς μύτη. Το λες και λίγο πακέτο για την Λέια.
Μετά από πολλές ατελέσφορες συζητήσεις με συντηρητικά στούντιο, η απελπισμένη για προσέλκυση νέου κοινού 20th Century Fox, χάρη στη παρέμβαση του Alan Ladd Jr., δέχτηκε να παρέχει τον παχυλό προϋπολογισμό που ζητούσε ο Lucas, που μετά τριπλασιάστηκε και εντέλει σχεδόν τετραπλασιάστηκε. Ιστορία έχει γράψει η συμφωνία που έκλεισε ο Lucas με τη Fox, σύμφωνα με την οποία αντί παραπάνω αμοιβής ζήτησε τα δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης του franchise και εξασφάλισε τα αποκλειστικά δικαιώματα για τυχόν sequels. Φήμες λένε ότι μετά τις αποδόσεις της ταινίας στα ταμεία, τα στελέχη που έκλεισαν τη συμφωνία άναψαν μια μεγάλη πυρά και έκαψαν τα πτυχία τους στα γραφεία του στούντιο. Όσο για τον Lucas διεκδίκησε τα πνευματικά του δικαιώματα μέχρις εσχάτων. Οι νομικοί του στόχοι ποίκιλαν, από εταιρεία ιατρικών προϊόντων μέχρι τον ράπερ Luther Campbell (γνωστό ως Luke Skywalker ένας θεός ξέρει γιατί) ή τον πρόεδρο Reagan (!) και το στρατηγικό σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης για έλεγχο του διαστήματος, γνωστό ως «πόλεμο τον άστρων». Εποχές ΠΑΣΟΚ…
Την οργιάζουσα φαντασία του Lucas ανέλαβε να οπτικοποιήσει ο Ralph McQuarrie, δίνοντας σώμα στην ψυχή ενός ολόκληρου κόσμου∙ τα πρώτα draft ολοκληρώθηκαν, με το σενάριο ωστόσο να διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και οι auditions ξεκίνησαν με τον Brian De Palma, που έκανε τότε auditions για την “Carrie”, να έχει στρατηγικό ρόλο στη διαδικασία. Σκοπός του Lucas να στρατολογήσει νέους ηθοποιούς στον πόλεμο με το στούντιο που ζητούσε έμπειρα ονόματα. Τελικά, επιτεύχθηκε μια μέση λύση, με τους ανερχόμενους Marc Hammil και Carrie Fisher από τη μία και, από την άλλη, τον έγκριτο βετεράνο ηθοποιό Sir Alec Guiness, βραβευμένο με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για το “Bridge On The River Kwai”, να ενσαρκώνει τον Όμπι Ουάν Κενόμπι. Όσον αφορά τον ρόλο του διαστημικού καουμπόι Χαν Σόλο, ο Harrison Ford είχε αναλάβει επικουρικό ρόλο στις auditions, κρατώντας τα λόγια των υποψηφίων, με έναν γοητευτικό κυνισμό που κέρδισε αρχικά τον Lucas και στη πορεία τον πλανήτη. Ο Τσουμπάκα έχει τις καταβολές του στον σκύλο του Lucas, και ο Darth Vader δανείστηκε φωνή απ’ τον σπουδαίο James Earl Jones (σ’ αυτόν ανήκει η φωνή του Μουφάσα στο “Lion King”, πιθανόν κι ένα σωρό daddy issues). Τέλος, ο Kenny Baker και ο Anthony Daniels φορούν τις στολές από τα δύο εμβληματικά droids, τον εξαιρετικά χρήσιμο αλλά παραγνωρισμένο R2-D2 (που τους σώζει όλους σε σχεδόν κάθε επεισόδιο χωρίς ούτε ένα «ευχαριστώ»!) και τον εξαιρετικά άχρηστο αλλά ακαταμάχητο C-3PO.
A long time ago in a galaxy far, far away… –επιτέλους–
Episode IV – A New Hope
Με το δεξί ξεκίνησαν τα γυρίσματα στον επίγειο Τατουίν (Τυνησία). Καταρρακτώδης βροχή μετά από πενήντα χρόνια, πυρκαγιά στα σκηνικά, ατυχήματα στο καστ, συγκρούσεις με την Λιβανέζικη κυβέρνηση, όλα έδειχναν ότι η Δύναμη εγκατέλειπε το συνεργείο. Η καρέκλα του σκηνοθέτη ήταν άβολη για τον Lucas και αυτό πέρασε και στους ηθοποιούς. Εν μέσω μιας χαοτικής κατάστασης, οι σκηνοθετικές οδηγίες του ήταν σαφείς και περιεκτικές. «Πιο γρήγορα, πιο έντονα». Μάλιστα, όταν παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα με τη φωνή του, το συνεργείο τού χάρισε μια πινακίδα που έγραφε «Πιο έντονα» και «Πιο γρήγορα» στις δύο όψεις της. Το σενάριο δυσκόλευε το καστ και ο προϋπολογισμός είχε φτάσει far, far away.
Η εμμονή του Lucas με τις λεπτομέρειες, που τον οδήγησε να δέσει τα στήθη της Fisher με μονωτική ταινία (γιατί ένα σουτιέν σε αβαρές περιβάλλον θα την έπνιγε), δεν είναι αρκετή για να διορθώσει τα πλέον cult λάθη της ταινίας, όπως ο stormtrooper που κουτουλάει στην επική είσοδο του Darth Vader ή ο συχνά ασυγχρόνιστος ήχος. Και με τη σειρά τους, βέβαια, αυτά τα λάθη δεν είναι αρκετά για να στερήσουν κάτι απ’ το διαστημικό υπερθέαμα. Το παρθένο βλέμμα των θεατών «ενηλικιώθηκε» ραγδαία με τα εκθαμβωτικά και εικονοκλαστικά για την εποχή οπτικά εφέ, ενώ η πλέον συντηρητική μερίδα του κοινού μαγνητίστηκε από την εμβληματική μουσική επένδυση του John Williams, στα πρότυπα του Wagner και του Gustav Holst. Ο ίδιος ο Lucas, κάπως σεμνότυφα, παραδέχεται ότι στο “Star Wars” η ταινία συνοδεύει τη μουσική. Κάποτε τα γυρίσματα θα ολοκληρωθούν (αφού έχει βγει το τρέιλερ), το στούντιο απρόσμενα θα τη λατρέψει, οι φίλοι του Lucas, ο De Palma, o Spielberg και ο Stephen King θα μπερδευτούν με το ημιτελές αποτέλεσμα, λιγότεροι από σαράντα κινηματογράφοι θα δεχτούν να προβάλλουν σε πρώτο στάδιο το προϊόν, αλλά τελικά το κοινό θα εκτοξευθεί στον μακρινό γαλαξία στις 25 Μαΐου του 1977. Μαζί του θα εκτοξευτεί και το box office με επτά οσκαρικούς πυραύλους.
Ο Lucas είχε δημιουργήσει μια εποποιία που αποδείχθηκε φαινόμενο. Η πιο εμπορικά πετυχημένη ταινία στη μέχρι τότε ιστορία του σινεμά εκτίναξε τις μετοχές της Fox, εδραίωσε ξανά το σινεμά του εντυπωσιασμού και του θεάματος και επαναπροσδιόρισε την επιστημονική φαντασία. Διατηρώντας τις αποστάσεις του από το σκληροπυρηνικό και αφοριστικά θετικιστικό sci-fi, αλλά και από το υπερβολικά πειραματικό και avant-garde για τα εμπορικά πλαφόν New Wave, το “Star Wars” αποτέλεσε πρότυπο space opera, τελειοποιώντας τα χαρακτηριστικά του είδους. Η επιχειρηματική διορατικότητα του Lucas επιβεβαιώθηκε και του επέτρεψε να αξιοποιήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του franchise, επιβάλλοντας το σύμπαν του στην ποπ κουλτούρα. Υπερβολικά κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση του εορταστικού σόου του CBS, που το 1978 κόντεψε να καταστρέψει σε δυο ώρες ό,τι καλά καλά δεν είχε χτίσει ο Lucas. Σπάνια μπαφιασμένο τηλεοπτικό θέαμα εμπλούτισε τις γνώσεις μας για τα γούκις με ενδιαφέρουσες πληροφορίες, όπως το γεγονός ότι ο μπαμπάς του Τσουμπάκα χρησιμοποιεί μια εξωγήινη μηχανή αυνανισμού και έρχεται σε οργασμό με την Diahann Carroll. Όταν το Millennium Falcon τράκαρε με το βαπόρι απ’ την Περσία…
Episode V – The Empire Strikes Back
Η επιχειρηματική Δύναμη ήταν δυνατή με τον Lucas και του επέτρεψε να δομήσει τη δική του Αυτοκρατορία. Στη δεύτερη ταινία της σειράς, ο Lucas αποφάσισε να αναθέσει στη Fox μόνο τη διανομή και να χρηματοδοτήσει ο ίδιος το σίκουελ, τροφοδοτούμενος από ένα κολοσσιαίο δάνειο. Καλλιτεχνικά και οικονομικά αυτόνομος, ο Lucas αποφασίζει να περιοριστεί στην εξίσου κεφαλαιώδη στα blockbusters θέση του παραγωγού, αφήνοντας τα σκηνοθετικά ινία στον πρώην καθηγητή του Irvin Kershner, ο οποίος μάλιστα αρνήθηκε αρχικά, με τη δικαιολογία ότι πάντα το σίκουελ είναι χειρότερο απ’ το πρωτότυπο. Ναι, μέχρι τότε.
Το συνεργείο μεταφέρθηκε για τις ανάγκες των γυρισμάτων στη Νορβηγία και βίωσε την πιο βαριά χιονοθύελλα των τελευταίων δεκαετιών. Έγιναν λήψεις με ολόκληρο το συνεργείο μέσα στο ξενοδοχείο, και τον Hamill να αγωνίζεται να επιβιώσει σε χιόνι υπερτριπλάσιο του ύψους του… για χάρη της τέχνης. Αργότερα, κόλλησαν λίγη γκαντεμιά και τη «Λάμψη» του Kubrick, η οποία καθυστέρησε εξαιτίας μιας πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα την αναβολή και του δευτέρου επεισοδίου. Η ιστορία (και τα γυρίσματα) επαναλαμβάνονται.
Η κατά γενική ομολογία καλύτερη ταινία της σειράς, εξακολουθεί να αποτελεί μια οπτικοακουστική πανδαισία, όμως παράλληλα εμβαθύνει στην ψυχή των χαρακτήρων, εστιάζει στις μεταξύ τους σχέσεις και χρωματίζει με πιο ερεβώδη χρώματα τον διαστημικό καμβά. Η «Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» μας γνώρισε τον Γιόντα, έναν ηλικιωμένο τζεντάι, εμπνευσμένο από ένα συνδυασμό του προσώπου του make-up designer Stuart Freeborn με εκείνο του Einstein (!), ο οποίος μας δίδαξε τα θεμελιώδη δόγματα του τζενταϊσμού και μας ευαισθητοποίησε σε θέματα αναλφαβητισμού. Ταυτόχρονα, η αφηγηματική ροή γίνεται πιο στιβαρή, με το πασίγνωστο οικογενειακό καβγαδάκι να σοκάρει κοινό και συντελεστές –οι οποίοι με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν γνώριζαν το γενεαλογικό δέντρο του Λουκ–, και το ρομάντζο της ταινίας να κλιμακώνεται με το κλασικό, αυτοσχεδιαστικό «Το ξέρω» του Σόλο στο «Σ’ αγαπώ» της Λέια. Το ανοιχτό φινάλε διχάζει κριτικούς, αλλά κερδίζει το κοινό, προσδίδοντας στο “Star Wars” ένα πλέον συμπαγές φιλοσοφικό φορτίο.
Episode VI – Return of the Jedi
Νέο “Star Wars”, νέος σκηνοθέτης. Ο David Lynch, δυστυχώς γι’ αυτόν, αρνήθηκε για να γυρίσει το “Dune”, ο David Cronenberg, ευτυχώς για το σινεμά, αρνήθηκε για να γυρίσει τα “Videodrome” και “The Dead Zone”. Τελικά, ο φέρελπις Richard Marquand ανέλαβε την ταινία. Η παραγωγή επιμένει στην τήρηση του προγράμματος: ορίζει ως ημερομηνία της πρεμιέρας τις 25 Μαΐου του 1983. Για να μειώσουν τα έξοδα παραγωγής και για να αποφύγουν τους δημοσιογράφους, η ταινία μετονομάζεται φαινομενικά σε “Blue Harvest”, ένας μαστουρωμένος τίτλος που όμως λειτουργεί μέχρι την εμφάνιση του δημοφιλούς καστ. Αυτό που δεν κατάφερε ο Lucas ήταν να βρει τον τραγοπόδαρο που τους είχε γκαντεμιάσει στα προηγούμενα γυρίσματα, με αποτέλεσμα μια μεγάλη αμμοθύελλα να καταστρέψει τα σκηνικά και τον εξοπλισμό. Σε αυτές τις συνθήκες, ο Harrison Ford αποφασίζει να πεθάνει, τόσο για λόγους δραματουργικούς, δεδομένου ότι κάποιος έπρεπε να πεθάνει, όσο και για να έχει έναν ηρωικό, αξιομνημόνευτο θάνατο. Αυτό όμως δεν βρίσκει σύμφωνο τον Lucas, που αντιλαμβάνεται πως φιγούρες πεθαμένου Χαν Σόλο δεν θα πουλήσουν.
Η ταινία, στα χνάρια των προκατόχων της, είναι μια πλούσια κινηματογραφική εμπειρία, με εκπλήξεις, δράση, συγκίνηση, χιούμορ και σαγηνευτικά τοπία. Από την άλλη, εμφορείται από λανθάνοντα ανιμιστικά μηνύματα, με τους τζεντάι να προσωποποιούν την αρχέγονη φυσιολατρία που συγκρούεται με τις υλοκρατικές, βιομηχανικές αυτοκρατορικές δυνάμεις. Ο Lucas στρέφει το φωτόσπαθό του κατά του τεχνοκαπιταλισμού, κάτι που είναι εντελώς οξύμωρο βέβαια, αν συλλογιστεί κανείς ότι το “Star Wars” είναι συνώνυμο του τεχνοκαπιταλισμού. Στο πλευρό του συντάσσεται η αρχαία φυλή των Ewoks, τα υποανάπτυκτα ξαδέρφια των Γούκις, που μαχόμενα με πέτρες και σφεντόνες κατατροπώνουν τις μιλιταριστικές δομές των stormtroopers, παρουσιάζοντας έτσι μια ανάλαφρη, διαστημική εκδοχή του πολέμου του Βιετνάμ. Παρότι τα Ewoks ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενα ακόμα και μεταξύ των φαν της σειράς (προσωπικά τα λατρεύω) και παρά τα επιμέρους σεναριακά φάουλ, με χαρακτηριστικότερο την απογοητευτική αποκάλυψη του Όμπι Ουάν για τη Λέια (ειδικά όταν μας έχουν καλομάθει στον τομέα των οικογενειακών αποκαλύψεων), η κατακλείδα της πρώτης τριλογίας αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, έγινε σαρωτική εμπορική επιτυχία και έριξε αυλαία με τον καλύτερο τρόπο στο έπος των “Star Wars”.
Episode I – The Phantom Menace
Αναπόσπαστο πλέον στοιχείο της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας, η μυθολογία “Star Wars” είχε ακόμα πλούσια κοιτάσματα δολαρίων, τα οποία ο Lucas είχε σκοπό να εξορύξει. Το παρελθόν του Άνακιν Σκάιγουόκερ, ιντρίγκαρε τους προσηλωμένους φαν, αποτελώντας εύφορο έδαφος για μια δεύτερη εκτόξευση στον πολύ μακρινό γαλαξία. Αυτή τη φορά, όμως, το σκάφος χάθηκε σ’ ένα κιτς, ψηφιακό διάστημα, χωρίς ίχνος απ’ τη φουτουριστική δωρικότητα και την τεχνική αυθεντικότητα της πρώτης τριλογίας. «Αόρατη Απειλή» τελικά αποδείχτηκε ο κερδοσκοπικός συγκεντρωτισμός που ακολούθησε ο Lucas, ο οποίος –επαναπαυμένος στην προδιαγεγραμμένη εμπορική επιτυχία της ταινίας στους παλαίμαχους φαν– προσπάθησε να προσελκύσει και το παιδικό κοινό με ένα video-game υπερθέαμα, ένα σκηνογραφικό ντελίριο με προκάτ χαρακτήρες, φλατ πλοκή, πληκτική ροή και αποπροσανατολισμένο σενάριο.
Από την άλλη, η «Αόρατη Απειλή» είναι, κατά τη γνώμη μου, η πλέον παραγνωρισμένη ταινία των prequels, δεδομένου ότι παραμένει πιστή στο δόγμα της υπεροχής του θεάματος έναντι στον λόγο, με εξαίρεση τα συχνά expositions. Πράγματι, σημείωσε ρεκόρ με περίπου 2000 σκηνές ψηφιακών εφέ, καταιγιστικές φωτοσπαθομαχίες, απενοχοποιημένη παιδικότητα και γκανγκ χιούμορ. Αντίθετα με τις σοβαροφανείς συνέχειες, το αυθόρμητο «γιούπι» του μικρού Άνακιν ηχεί με τραγική ειρωνεία ενόψει των δραματικών καταστάσεων που βιώνει, της άγνοιας της δύναμής του και του ερεβώδους πεπρωμένου του. Παράλληλα, οι σινεφίλ αναφορές σε έπη του κλασικού Χόλυγουντ, με πλέον χαρακτηριστική τη σκηνή με τη sci-fi βερσιόν της αρματοδρομίας του Μπεν Χουρ, όπως και η παρουσία ενός –εμφανισιακά τουλάχιστον– αξιόλογου εχθρού, τον οποίο ο Lucas σέβεται κινηματογραφικά, προσθέτουν ένα κάποιο βάρος στην ταινία. Οι δικαιολογημένες προσδοκίες όμως των θαυμαστών της σειράς, η συγκέντρωση της συμπαντικής ηλιθιότητας σε έναν βάτραχο με duckface χειρότερο απ’ της Lady Gaga, καθώς και τα μιντιχλόριανς που ζουν ανάμεσα μας και είναι υπεύθυνα για όλα (άνετα βγάζουν εκπομπή Χαρδαβέλα), απογοήτευσαν την ενήλικη μερίδα του κοινού, χωρίς βέβαια να εμποδίσουν την ταινία από την ανάδειξή της σε πλέον πετυχημένη εμπορικά ταινία της χρονιάς. Η πρώτη πύρρειος νίκη για τον Lucas.
Episode II – Attack of the Clones
Η χειρότερη με διαφορά ταινία των prequels, ένα στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορο μεταβατικό στάδιο, όπου ο Άνακιν παρουσιάζει τα πρώτα φασιστικά συμπτώματα, η ερωτική –ο θεός να την κάνει– σχέση Portman-Christensen κλιμακώνεται, ο Πάλπατιν (το πιο χαρακτηριστικό σαγόνι σε ταινία) διευρύνει την εξουσία του τόσο στη Γερουσία όσο και στους Σιθ και ο Τζαρ Τζαρ κάνει ότι έκανε πάντα: εμάς να τον μισούμε. Το πρόβλημα με τις δύο τελευταίες ταινίες είναι ότι, ενώ διατηρούν τα παιδιάστικα στοιχεία της πρώτης, περιέχουν και ορισμένες εκρήξεις βίας και σαδισμού, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται ούτε στο ελάχιστο σοβαρά από τον Lucas.
Οι ηθοποιοί αδυνατούν να ανταποκριθούν στο επίπεδο του σεναρίου, με αποτέλεσμα να ερμηνεύουν τους ρόλους τους ξύλινα. Ειδικά όσον αφορά το ρομάντζο, η αμηχανία ηθοποιών και κοινού είναι σκληρή, τραχιά και μπαίνει παντού στην ταινία, με τον Άνακιν να εξελίσσεται σε creeper περισσότερο απ’ ό,τι σε Darth Vader. Τα ειδυλλιακά τοπία και η αξιοπρεπής ερμηνεία του Ewan McGregor, που προσδίδει κάποιο βάθος στον χαρακτήρα του Όμπι Ουάν και κάνει το σενάριο να φαίνεται υποφερτό, δεν σώζουν πολλά απ’ το CGI τσίρκο με τις ακροβατικές μάχες και τα αφηγηματικά μπαλόνια. Τα παραπάνω, σε συνάρτηση με την εμφάνιση φαινομένων “Matrix” και “Lord Of The Rings”, πλήττουν τον έτσι κι αλλιώς αδιαπραγμάτευτο εμπορικό θρίαμβο, καθιστώντας το δεύτερο επεισόδιο το πρώτο που δεν αναδείχθηκε σε πιο πετυχημένη ταινία της χρονιάς.
Episode III – Revenge of the Sith
Για τους περισσότερους, η καλύτερη ταινία της τριλογίας ξεπερνά τη μετριότητα, χωρίς όμως να αποφύγει τις αντιφάσεις χαρακτήρων, τα κλισέ και τις ερμηνευτικές ολισθήσεις στις λάσπες του σεναρίου. Όλη η ταινία αποτελεί μια απέλπιδα προσπάθεια επαναφοράς του Άνακιν στη φωτεινή πλευρά της Δύναμης και μια προθέρμανση για τις τελικές μονομαχίες. Εκεί είναι που ο Άνακιν θα κατρακυλήσει στο απόλυτο κακό, όπως άλλωστε και το σενάριο. Το Χρυσό Βατόμουρο του Christensen μοιάζει άδικο, αν συλλογιστεί κανείς τις ατάκες που κλήθηκε να ξεστομίσει, και η νίκη του Όμπι Ουάν μοιάζει άδικη, επειδή είχε το high ground (!). Παρόλα αυτά, η δράση είναι χορταστική, οι εικόνες –αν και εφετζίδικες– μαγνητίζουν το βλέμμα, οι ιστορικές συνθήκες με την εμπλοκή της Αμερικής στο Ιράκ μοιάζουν ταιριαστές. Το κυριότερο, ο Lucas σέβεται την παρακαταθήκη του και, πιστός στη φιλοσοφία του, επενδύει το φινάλε με δόσεις συγκίνησης και νοσταλγίας για τα γαλαξιακά ταξίδια που έπονται.
Episode VII – The Force Awakens
Πάντα πρόθυμος να προωθήσει νέα ονόματα, ο Lucas πρότεινε στον J. J. Abrams να επαναστρατολογήσει παλιό και καινούργιο καστ για να ανακαλύψουν «Ποιος είναι αλήθεια ο Λουκ Σκάιγουόκερ;». Τη διανομή αυτή τη φορά αναλαμβάνει η Disney, αναγόμενη έτσι σε αυτοκρατορία της παιδικής και όχι μόνο ψυχαγωγίας, ενώ οι φόβοι των φαν ότι θα δουν ένα “Phantom Menace” σε μιούζικαλ ελαχιστοποιούνται μετά την επιλογή των συντελεστών και δεδομένης της παρουσίας της Lucasfilm, της πλέον στρατηγικής εταιρείας του Lucas, υπεύθυνης για τα μέχρι τότε “Star Wars”. Το κατά Jimmy Kimmel «πιο αναμενόμενο σίκουελ μετά την Καινή Διαθήκη» φαίνεται να είναι σε ικανά χέρια, δεδομένης της φιλμικής πορείας του Abrams, τις αστρικές επιδόσεις του στην επιστημονική φαντασία, στο πρόσφατο “Star Trek” και στο νοσταλγικό “Super 8” και το πηγαίο δέος του ενώπιων του φαινομένου των παιδικών του χρόνων, που προοικονομούν ένα τουλάχιστον αξιοπρεπές αποτέλεσμα.
Οι προσδοκίες αυτή τη φορά επιβεβαιώθηκαν, με το «Ξύπνημα της Δύναμης» να είναι και δημιουργικό «ξύπνημα» για όλη τη saga, και την παραδοσιακή φαντασμαγορική εικονοποιία να μοιάζει αρκετά βαθύπνοη για τα εμπορικά δεδομένα. Η τσαμπουκαλεμένη πρωταγωνίστρια, σύμφωνα με τις επιταγές των καινούργιων τάσεων και η άκρως ενδιαφέρουσα επιλογή του Φιν, ενός stormtrooper που αυτομολεί στους επαναστάτες, ενσωματώνονται ιδανικά στο original καστ (όσο προλαβαίνουν), οικοδομώντας ένα κινηματογραφικό κτίσμα με γερά θεμέλια στην πρώτη τριλογία. Ίσως και αυτό να αποτελεί τον μόνο σκόπελο για μια πλήρη απογείωση της ταινίας, αφού ακόμα κι αν το γνήσιο παιδί των “Star Wars” επιτέλους γεννήθηκε δεν είχε κόψει ακόμα τον ομφάλιο λώρο με τους προκατόχους του. Οι ομοιότητες ήταν υπερβολικές και η ροή συχνά βιαστική, χωρίς να αφήσει διαστήματα συναισθηματικής ωρίμασης των τεκταινομένων. Ωστόσο, η Δύναμη ξύπνησε και σημείωσε διαστημικά ρεκόρ στο box office, αποτελώντας την πλέον επικερδή ταινία του 2015, τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της Walt Disney Studios καθώς και την τρίτη πιο κερδοφόρα ταινία όλων των εποχών.
Rogue One: A Star Wars Story
Το spin-off του saga καλύπτει το κενό ανάμεσα στο τρίτο και στο τέταρτο επεισόδιο και φέρνει ελπίδα για το μέλλον της σειράς. Με ένα προδιαγεγραμμένο φινάλε που θα ζήλευε άνετα ο George R. R. Martin, και άγνωστους πρωταγωνιστές, σε πρώτο στάδιο φαίνεται δύσκολο η ταινία να κερδίσει το κοινό, κυρίως σε σύγκριση με το περσινό πανηγυρικό reboot. Και κάποιοι φαν της σειράς, πράγματι, ενοχλήθηκαν από τα λογοπαίγνια του Darth Vader, από τα exposition, από τα CGI των οικείων χαρακτήρων και δεν ξέρω κι εγώ από τι άλλο. Από την άλλη, θεωρώ το “Rogue One” μία απ’ τις καλύτερες ιστορίες που έχει να διηγηθεί το “Star Wars”∙ σίγουρα την πιο ώριμη μαζί με το δεύτερο επεισόδιο και, γενικότερα, ένα από τα πλέον αριστουργηματικά sci-fi των τελευταίων ετών.
Το “Rogue One” στελεχώνεται με μια χορεία άγνωστων, πολυσχιδών χαρακτήρων, οι οποίοι θα ήταν αδύνατον να μελετηθούν ενδελεχώς στο χρονικό πλαίσιο μίας ταινίας, παρόλα αυτά σκιαγραφούνται όσο πιο λεπτομερώς γίνεται. Οι ερμηνείες συνηγορούν υπέρ του άρτιου αποτελέσματος, ακόμα και στην περίπτωση της Felicity Jones, η οποία εδώ μοιάζει ατόφια και χωρίς ίχνος επαγγελματισμού ή τυποποίησης. Ο Darth Vader καθηλώνει με την παρουσία του ό,τι ζωντανό υπάρχει εντός κι εκτός οθόνης, διορθώνοντας λίγο την Lidl εκδοχή των prequels, ενώ το τέλος περιέχει σκηνές ανθολογίας που θα χορτάσουν και θα πλημμυρίσουν τα μάτια των φαν. Με γερές δόσεις χιούμορ, αποστομωτικές μάχες τόσο στη γη όσο και στο διάστημα και μια κατακλείδα-ουμανιστικό μανιφέστο στην επανάσταση και στην αυτοθυσία, το “Rogue One” αποτελεί υποδειγματική περιπέτεια, την απόλυτη εισαγωγή στα “Star Wars Stories” ακόμα και μελαγχολικό στοχασμό πάνω στο νόημα της ζωής. Κι αν οι ήρωες δεν είναι παρά κόκκοι αστερόσκονης, χωρίς αυτούς δεν θα είχε έρθει η αμμοθύελλα που άλλαξε έναν γαλαξία 40 χρόνια πριν.
A long time after in a galaxy far, far away…
Ο Lucas, με τις εταιρείες που ίδρυσε και τις επιτυχίες που υπέγραψε είναι μια αδιαμφισβήτητη επιχειρηματική ιδιοφυΐα. Πολλοί, ωστόσο, αμφιβάλλουν αν ισχύει το ίδιο για την καλλιτεχνική του υπόσταση. Είναι ένας αδιάφορος προβληματισμός, δεδομένου ότι ο κινηματογράφος δεν είναι απλώς μια τέχνη που μιμείται τη ζωή. Είναι ο ίδιος ζωή, μια εμπειρία από εξωπραγματικούς κόσμους που ο θεατής εξερευνά, ανακαλύπτοντας περισσότερο τον εαυτό του και τον δικό του κόσμο. Αντίστοιχα, ο κινηματογραφιστής δημιουργεί λιγότερο τέχνη και περισσότερο ζωή. Και αν δεν είναι ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης της γενιάς του, ο Lucas σίγουρα έχει τη δική του θέση στο πάνθεον των σπουδαιότερων δημιουργών.
Και κάπως έτσι το ταξίδι συνεχίζεται στους μακρινούς γαλαξίες, με πλήθη ορκισμένων επαναστατών να στελεχώνουν τα κινηματογραφικά σκάφη και επόμενο σταθμό το όγδοο επεισόδιο “The Last Jedi”. Κάποιες φορές χάνουν τον έλεγχο, ενώ άλλες τρέχουν με lightspeed. Κι όταν κάποιοι –όπως η Carrie Fisher– πρέπει να μείνουν πίσω, το αστέρι τους θα λάμψει περισσότερο και η Δύναμή τους θα φέρει όλο και περισσότερους ήρωες στη φωτεινή πλευρά. Διότι το “Star Wars” είναι πια κάτι περισσότερο από ένα εμπορικό φαινόμενο ή μια σειρά από φανταχτερά blockbusters. Είναι μια αυτοκρατορία ονείρων, που φυτεύει νέες ελπίδες στις ψυχές μικρών και μεγάλων παιδιών.