57ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Μαύρα βαμπίρ, παιδικός έρωτας και αφηρημένος κινηματογράφος
Έτσι, επανερχόμενος στις ταινίες που έχουμε δει μέχρι τώρα, φαίνεται πως τη σήμερον ήμεραν οι Έλληνες δημιουργοί είναι μαλωμένοι με την ιδέα μίας παραδοσιακής γραμμικής αφήγησης ή μίας συμβατικής ιστορίας δίχως βαθύ φιλοσοφικό νόημα. Αυτός είναι, μάλλον, ο λόγος που φέτος έχουμε παρακολουθήσει από τους Έλληνες σκηνοθέτες μερικές από τις πιο κουραστικές δημιουργίες των τελευταίων φεστιβάλ. Αυτό φυσικά δεν αποτελεί μομφή προς τους Έλληνες δημιουργούς που μας χαρίζουν κάθε χρόνο εκπληκτικές δουλειές, και δεν αποκλείεται κάτι τέτοιο να συμβεί στις εναπομείνασες μέρες του Φεστιβάλ. Από την άλλη, όσον αφορά το διεθνές κομμάτι, φέτος το φεστιβάλ λάμπει πραγματικά και έχει προσφέρει εκπληκτικές εμπειρίες στους σινεφίλ φίλους του.
Dogs, του Bogdan Mirica
Η απεικόνιση των άγριων τοπίων της Ρουμανίας και η μοναχική φωτογραφία δημιουργούν έναν οπτικό διάλογο με την υποκριτική και εκεί βρίσκεται αναμφισβήτητα η δύναμη της ταινίας “Dogs”(“Caini”) του Bogdan Mirica. Οι αργές λήψεις, ο ρυθμός εναλλαγής των πλάνων και του ζουμ, έρχονται να πλαισιώσουν μία ιστορία με υποκριτική υψηλοτάτου επιπέδου, ειδικά από τους πιο έμπειρους δευτεραγωνιστές. Όμως, παρά τα ενδιαφέροντα σημεία, η ιστορία που αφηγείται ο σκηνοθέτης είναι δυστυχώς αδύναμη. Οι χαρακτήρες –ειδικά αυτός του κεντρικού ήρωα- μοιάζουν κάπως μονοδιάστατοι και οι καθοδηγητικές δυνάμεις τους κάπως ασαφείς. Ωστόσο, τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην οθόνη είναι εξαιρετικά δυναμικά κατά τόπους, με γερές δόσεις βίας και περιθωριακής, επαρχιακής ανομίας, που συνδυάζονται με χιούμορ αλλά και περίτεχνη απεικόνιση. Το αποτέλεσμα θυμίζει κάτι από καλτ ταινίες του Hollywood, όπου η μοναδικότητα της αισθητικής παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με την ιστορία.
Για να καταλήξουμε, πρόκειται για ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό διαμαντάκι από τη Ρουμανία που αξίζει να το δεις. Μπορεί σε κάποια σημεία να είναι αρκετά ατελές και να έχει εμφανή μειονεκτήματα, αλλά τα δυνατά του στοιχεία συγκροτούν ένα σύνολο που επανορθώνει για τις όποιες αστοχίες. Επίσης, κάποιες φορές, ειδικά στο τέλος της ταινίας (με μία εξαιρετική ανατροπή), ο θεατής πιάνει τον εαυτό του να συλλογίζεται με σοβαρότητα τα τεκταινόμενα μίας καθόλα απλής ιστορίας.
The Transfiguration, του Michael O’Shea
Η σκοτεινή αισθητική που επικρατεί στα σφιχτά πλάνα των κεντρικών ηρώων είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, δίνοντας σημαντική έμφαση στην αποξένωση που βιώνουν από το περιβάλλον τους. Η εικόνα αυτή βρίσκει την αντανάκλασή της σε ένα εξαιρετικά παρακμιακό και σκοτεινό τοπίο της Νέας Υόρκης. Ο ρεαλισμός που συνδυάζεται με το φαντασιακό, ο βαμπιρισμός που ενυπάρχει μέσα σε μία πραγματικότητα καθόλα φυσιολογική και που θυμίζει το “Let The Right One In” στους ρυθμούς του, αποτελεί ένα πολύ ξεχωριστό χαρακτηριστικό της ταινίας. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης, μέσα από τα ενδιαφέροντα του κεντρικού του ήρωα, αποτίει έναν φόρο τιμής στις επιρροές του: το “Martin” του George Romero, το “Nadja”, το “Blade” κ.α.
Παρόλ΄αυτά, ο δημιουργός μοιάζει να μην έχει «βρει τη φωνή του» ακόμα. Η ταινία, παρά τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της, στερείται ουσιαστικού ενδιαφέροντος, είτε ως ιστορία είτε ως καλλιτεχνικό δημιούργημα, και θυμίζει περισσότερο συνονθύλευμα σπαταλημένων προοπτικών παρά ολοκληρωμένη δουλειά. Παρόλο που προσδίδει μία σοβαρότητα στους χαρακτήρες και βάθος στις ανησυχίες και τις τάσεις τους (βαμπιρισμός και αυτοτιμωρία), αυτό δεν οδηγεί την ιστορία πουθενά και η «σοβαρότητα» αυτή παραμένει απλώς μία αίσθηση, ενώ οι χαρακτήρες φαίνονται κάπως μονοδιάστατοι. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα χαρακτηριστικά μίας ιστορίας που έμοιαζε ελπιδοφόρα, όπως το νεαρό της ηλικίας των κεντρικών ηρώων που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για σκηνές βαθειάς φρίκης ή, ακόμη, και το μαύρο χρώμα του πρωταγωνιστή που μπορεί να προσδώσει κοινωνικό βάρος στο ρεαλιστικό μέρος της ιστορίας. Δυστυχώς, πρόκειται για μία ακόμη ταινία όπου ο δημιουργός ερωτεύτηκε υπερβολικά μερικές καλές ιδέες του, αλλά δεν κατάφερε να τις εξελίξει αρκετά, ώστε να λάβουν σοβαρή υπόσταση. Έτσι, το ταλέντο του Michael O’Shea και οι πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών δεν στάθηκαν αρκετά για να σώσουν μία ταινία που εξαρχής δεν φαινόταν σίγουρη για τον εαυτό της.
Heartstone, του Guðmundur Arnar Guðmundsson
Πρόκειται για την πρώτη δουλειά του σκηνοθέτη Guðmundur Arnar Guðmundsson.
Με βαριά σκανδιναβική αισθητική, αργούς ρυθμούς και μουντό περιβάλλον, το έργο κάνει ορισμένες «κοιλιές» στις 2 ώρες και 10 λεπτά που διαρκεί.
Ο δημιουργός προσπαθεί να μιλήσει για την κοινότητα στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του, αφού οτιδήποτε συμβαίνει συνδέεται άμεσα με τις ισορροπίες που τηρούνται σε μία τέτοια κοινωνία. Πρόκειται για μία ιστορία ενηλικίωσης με όλα τα κοινωνικά, σεξουαλικά και εντέλει υπαρξιακά άγχη δύο έφηβων αγοριών (οι πρωταγωνιστές), και πολύ περισσότερο δύο αγοριών που μεγαλώνουν σε μία κοινωνία περισσότερο ψυχρή και απρόσωπη από την ελληνική. Όπως είναι απολύτως λογικό, οι σεξουαλικές εξερευνήσεις βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όπως και σε κάθε άλλη ιστορία εφήβων. Οι σχέσεις των ηρώων, φιλικές και ερωτικές δοκιμάζονται και περιπλέκονται. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης διαλέγει να ξεπεράσει τα παραδοσιακά όρια. Ομοφυλοφιλικά αλλά και ομοφοβικά συναισθήματα έρχονται να διαταράξουν αγνές παιδικές φιλίες. Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης εστιάζει στην εμπειρία του ομοφοβικού ήρωα και στις επιρροές που δέχεται από το περιβάλλον του αποτελεί ένα ριζοσπαστικό μέρος της ιστορίας, ίσως το σημαντικότερο, και παράλληλα ένα πολύ δύσβατο μονοπάτι για κάθε δημιουργό, που, όμως, ο σκηνοθέτης διαβαίνει με προσοχή και ακρίβεια.
Πρόκεται για ένα δυνατό φιλμ που αξίζει να δει κανείς στο φετινό φεστιβάλ, με το υποκριτικό ταλέντο των νεαρών πρωταγωνιστών να μας εκπλήσσει, με αξιοπρόσεκτη φωτογραφία και ατμόσφαιρα, και ένα πολύ δυνατό θέμα.
Lady Macbeth, του William Oldroyd
Πρόκειται για μία από εκείνες τις ταινίες που είναι δύσκολο να τις περιγράψει κανείς δίχως να προδώσει το περιεχόμενό τους. Διασκευασμένη από μία νουβέλα του Ρώσου συγγραφέα Nikolai Leskov (“Lady Macbeth of the Mtsensk”), η ιστορία αναφέρεται στη ζωή μίας νεαρής γυναίκας στην Αγγλία του 19ου αιώνα που πωλείται στον σύζυγο της και βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα γάμο και μία σχέση που δεν την εκφράζουν. Μία πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που παρουσιάζει την απομόνωση της κεντρικής ηρωίδας με έναν αληθινό και υποτονικό τρόπο που καταπλήσσει. Οι δυναμικές στις σχέσεις μίας γυναίκας εκείνη την χρονική περίοδο, αλλά και το σιωπηλό της μαρτύριο, αναδιπλώνονται υπέροχα στην οθόνη. Οι ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά, ακόμη κι αυτοί που έχουν ολιγόλεπτες εμφανίσεις.
Με αδιαμφισβήτητα καλλιτεχνική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα, ο σκηνοθέτης προσπαθεί με ειλικρίνεια να αναπαραστήσει τις αντιθέσεις που δημιουργούνται στο περιβάλλον της, ανάμεσα στη φύση με τα πανέμορφα τοπία και στο σπίτι της. Ως αποτέλεσμα, το γενικότερο αίσθημα απομόνωσης της ηρωίδας καθίσταται αδιαμφισβήτητο και φέρνει τον θεατή πιο κοντά στην ασύγκριτη μοναξιά και απομόνωση που νιώθει κανείς, όταν δεν κάνει ο ίδιος τις επιλογές της ζωής του. Το έργο μπορεί να είναι κάπως κουραστικό σε ορισμένα σημεία, αλλά πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα φιλμ του 57ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.