18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ: Το τέλος (;) μιας απόδρασης
Την Τετάρτη, 16 Μαρτίου, πραγματοποιήθηκε συζήτηση με θέμα το προσφυγικό ζήτημα. Το ενδιαφέρον κινήθηκε γύρω από τη σχέση των δημοσιογράφων και των φωτογράφων τόσο με τους πρόσφυγες όσο και με τους θεατές, ενώ οι ομιλητές έριξαν βάρος στη δύναμη της εικόνας. Πρέπει η εικόνα να σοκάρει; Είναι σκόπιμο να γίνεται μια ακραία συνθήκη αισθητικό προϊόν; Ποιος είναι ο στόχος των θεατρικών παραστάσεων, των ντοκιμαντέρ και των φωτογραφιών που επικεντρώνονται στο ευαίσθητο ζήτημα των μεταναστών και των προσφύγων; Ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση του φωτορεπόρτερ Γιώργου Μουτάφη:
Πιστεύω στη φωτογραφία, θέλω να κάνω τον θεατή να νιώσει. Αν και δεν έχω γνώσεις ψυχολογίας, προσπαθώ οι εικόνες που αποτυπώνω να έχουν δεύτερα επίπεδα, όταν τις δει κάποιος να αισθανθεί για να σκεφτεί στη συνέχεια. Είναι δύσκολο να φωτογραφίζεις τέτοιες στιγμές. Προκύπτουν θέματα ηθικής για το τι φωτογραφίζεις, αλλά και εάν πρέπει να φωτογραφίσεις. Δεν ξέρω γιατί φωτογραφίζω ή τι θέλω να πω, ξέρω όμως ότι πρέπει να λέμε ιστορίες κι αυτό με γεμίζει, γιατί πλέον δίνω αξία σε μικρά πράγματα της καθημερινότητας, όλο αυτό με έχει αλλάξει σαν άνθρωπο.
Ας δούμε τώρα τι μας είπαν δύο Έλληνες σκηνοθέτες: Ο Μένιος Καραγιάννης μιλώντας για την ταινία του «33.333 Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη» είπε: «Στο μυαλό μας έχουμε την Οδύσσεια και την Ιθάκη ως προορισμό όπου τελειώνει το ταξίδι. Ο Καζαντζάκης παίρνει διαφορετική θέση. Λέει ότι η Οδύσσεια του καθενός μας δεν τελειώνει ποτέ». Όσον αφορά τον εκπληκτικό Σουηδό Γκόντφριντ που μετέφρασε το έργο από τα ελληνικά στα σουηδικά, είπε το εξής: «Κάποια στιγμή, ο Γκόντφριντ μου είπε: «βγαίνοντας στη σύνταξη στα 65, θεωρώ ότι τώρα ξεκινάει η Οδύσσεια της ζωής μου, η πραγματική μου ζωή. Από ‘δω και πέρα μπορώ να κάνω ό,τι θέλω». Το πρώτο πράγμα που έκανε, λοιπόν, είναι ότι ενώ μέχρι τότε ήταν καθηγητής, ξαναγράφτηκε στο πανεπιστήμιο ως φοιτητής κι έμαθε ελληνικά. Κι επειδή ξέρω πολύ καλά σουηδικά, διαπιστώνω ότι είναι καταπληκτική η μετάφρασή του, έχει κρατήσει ακόμη και το μέτρο. Εντέλει, κατάλαβα ότι διαβάζοντας την «Οδύσσεια» σε ξένη γλώσσα διαβάζεις την ιστορία κι αυτό είναι πιο απλό, ενώ στα ελληνικά μπαίνεις στην ίδια την περιπέτεια της γλώσσας. Σαν να τρέχεις σε χωράφι με αγκάθια και κάθε λέξη πρέπει να την ανακαλύψεις». Μετά από όλα αυτά θέλω να διαβάσω κι εγώ την «Οδύσσεια»!
Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μίλησε για το ντοκιμαντέρ του, «Σιωπηλός Μάρτυρας», που είναι αφιερωμένο στη Φυλακή των Τρικάλων, η οποία έκλεισε το 2006 ύστερα από 110 χρόνια λειτουργίας. Το κτίριο της φυλακής απέκτησε φωνή μέσα από έξι ανθρώπους που πέρασαν από εκεί είτε ως κρατούμενοι, ποινικοί και πολιτικοί, είτε ως υπάλληλοι της φυλακής είτε ως εκπαιδευτικοί και ιστορικοί. Εξαιρετικά συγκινητική, αλλά και αστεία, μετά την πρώτη προβολή της ταινίας ακολούθησε έντονη συζήτηση με την ενθουσιώδη συμμετοχή του κόσμου, ενώ παραβρέθηκαν και πολλοί από τους συνεργάτες του σκηνοθέτη στην ταινία. «Το 1896 η Θεσσαλία είχε απελευθερωθεί. Από τα πρώτα δημόσια έργα που χτίστηκαν ήταν μία φυλακή. Για να γίνει το κτίριο αυτό μετατράπηκε το παλιό λουτρό. Αυτό στην ιστορία εκείνης της περιόδου αποσιωπείται. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια γίνεται το ίδιο. Είδαν την παλιά φυλακή ως κάτι που πρέπει να εξαλειφθεί και όχι να συνυπάρξει με το νέο μουσείο. Αν μάλιστα αυτό έγινε από άγνοια και όχι από πρόθεση, πιστεύω ότι είναι ακόμη χειρότερο», είπε ο Κουτσιαμπασάκος σχολιάζοντας την απόφαση του Δήμου Τρικάλων να μην διασώσει κάτι από την φυλακή ως μνήμη.
Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος αλλά και κριτικός κινηματογράφου Mark Cousins έδωσε την Παρασκευή, 18 Μαρτίου μία συναρπαστική συνέντευξη τύπου. «Δημιουργικότητα δεν είναι μόνο το να μιλάς, είναι και το να ακούς», είπε, και επειδή «η αλήθεια είναι πιο παράδοξη από τη μυθοπλασία, το ντοκιμαντέρ έχει απείρως περισσότερες πραγματικότητες από ό,τι η μυθοπλασία, εξίσου συναρπαστικές». Μιλώντας για τη σχέση μεταξύ της εικόνας και της φωνής, ο Cousins είπε: «Προσπαθώ να δουλέψω με το υποσυνείδητο, το στοιχείο που βγάζει το όνειρο ή τον εφιάλτη, ψάχνω αυτό που θα συναρπάσει και θα σαγηνεύσει. Προσπαθώ να κατευθύνω τη ματιά του θεατή από το ένα μέρος στο άλλο, γι’ αυτό και η φωνή μου πρέπει να ταιριάζει με το πλάνο», ενώ χαρακτήρισε τη σχέση πλάνου και μουσικής ερωτική. Όταν ρωτήθηκε αν ξεκουράζεται ποτέ από τον κινηματογράφο, δήλωσε:
Συνήθως, όταν έχω κουραστεί και λέω να κάνω διάλειμμα, καταλήγω σε μια κινηματογραφική αίθουσα να βλέπω άλλη μια ταινία. Δεν είναι ότι το σινεμά σχολιάζει ή παρατηρεί τη ζωή, είναι κομμάτι της. Δεν είναι έξω από τη ζωή. Μερικές φορές δεν αισθάνομαι την ανάγκη να τα διαχωρίσω.
Πολλά ενδιαφέροντα πράγματα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ τόσο από τους δημιουργούς των ντοκιμαντέρ όσο και από τους θεατές που στήθηκαν ακούραστοι στις ουρές και αντάλλαξαν απόψεις. Κάποιες φορές, όμως, μετά το τέλος μιας προβολής δεν ήταν τα λόγια που επικράτησαν, αλλά η σιωπή. Μια σιωπή δημιουργική, μια σιωπή που είχε να κάνει με τα νέα πράγματα που μάθαμε από τις ταινίες, με πράγματα που μας άγγιξαν βαθιά και ήθελαν τον χρόνο τους για να γίνουν ολοκληρωτικά δικά μας. Επιλέγω να θυμάμαι, όπως πάντα μετά το τέλος του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, ότι όχι μόνο οφείλω, αλλά και θέλω να δίνω στο μυαλό μου ακριβώς αυτήν την τροφή καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου: τη γνώση, τη συγκίνηση, το ταξίδι και τον έρωτα. Κι αυτή η υπενθύμιση, που σίγουρα αγγίζει και άλλους, είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του φεστιβάλ.