Ο αφανής ήρωας που έχει γεμίσει τα ράφια όλων μας
Υπήρξε κάποια στιγμή στην γέννηση της κοινωνίας της ατελείωτης πληροφορίας που ζούμε, που πήγαν όλα κατά διαόλου. Πριν την εξάπλωση του Internet σε οικιακό επίπεδο, δεν ξέραμε τίποτα. Μόνο τον αστικό μας μικρόκοσμο και το επαγγελματικό μας αντικείμενο. Στη συνέχεια, όταν άρχισε να βρέχει πληροφορίες από όλο τον κόσμο, φάνηκε να ανοίγεται ένας ορίζοντας επιμόρφωσης και κουλτούρας. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο, στράβωσαν όλα.
Το ευτελές της φύσης μας ανέλαβε τα ηνία και η κουτσομπολίστικη ψυχαγωγία βασίλευσε. Δε θέλω να είμαι αυστηρός, όλοι έχουμε τις ένοχες απολαύσεις μας. Ταυτόχρονα όμως και ενώ είναι το ίδιο εύκολο, αν βγεις στο δρόμο και ρωτήσεις, περισσότεροι θα αναγνωρίσουν την Kim Kardashian από τον Tim Berners Lee, για παράδειγμα. Και ας είναι αυτός που έφτιαξε το Internet. Πιο πολλοί θα ξέρουν τον (συμπαθέστατο ε;) Justin Timberlake, παρά τον άνθρωπο που ευθύνεται για το πλαστικό, στρογγυλό δισκάκι με την τρύπα στη μέση, λόγω του οποίου έμαθες όλα τα τραγούδια που ξέρεις.
Ο James T. Russell μισούσε τις γρατζουνιές και τη σκόνη πάνω στα αγαπημένα του βινύλια των Bach, Beethoven και Bartok. Ήταν οι αρχές των 60s, το rock n roll ήταν νέα μόδα, ο Frank Sinatra μεσουρανούσε και κανένας ραδιοφωνικός σταθμός στο Richland της Washington δεν έπαιζε την κλασική μουσική που τόσο αγαπούσε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει λοιπόν ήταν να βάζει τους δίσκους του που μάζευε από το γυμνάσιο, τον έναν μετά τον άλλον. Για 15 χρόνια έσπαγε το κεφάλι του να βρει λύση στο τι μπορεί να κάνει ώστε να μη φθείρονται και να μην παραμορφώνει τον ήχο τους ο στατικός ηλεκτρισμός της σκόνης. Όπως πολλοί audiophiles της εποχής του είχε δοκιμάσει να αντικαταστήσει τη μεταλλική βελόνα με μια κάκτου. Η φθορά ήταν σημαντικά λιγότερη, το σύρσιμο στον ήχο όμως παρέμενε. Τελικά, το πήρε απόφαση. Ένα νέο format ήταν απαραίτητο.
Από πιτσιρικάς ήταν μαστροχαλαστής με αδυναμία στο να λύνει και να συναρμολογεί μαγνητόφωνα. Στο γυμνάσιο κόλλησε για πάντα το μικρόβιο της φυσικής και όταν αποφοίτησε από το κολέγιο, δούλεψε στο πυρηνικό εργοστάσιο του Hanford με ειδίκευση στον ρομποτικό τηλεχειρισμό. Το σαράκι των δίσκων τον έτρωγε πάντα όμως και έχοντας πλέον τα γνωστικά εφόδια, στράφηκε στην οπτική τεχνολογία σαν λύση για το πρόβλημά του. Σκέφτηκε ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν μια δέσμη laser που να μπορεί να διαβάσει 0101010101 digits πάνω σε ένα διαφανές δισκάκι. Εφόσον κατάφερνε να αναπαράγει συνδυασμούς αυτών των ψηφίων 44,100 φορές το δευτερόλεπτο, θα ακουγόταν μουσική.
Φυσικά το όλο project ήταν εξαιρετικά πολύπλοκο για την τεχνολογία της εποχής και υπήρχαν πολλές τεχνικές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Τίποτα όμως που να μην ξεπερνιέται με επιμονή και προσπάθεια. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν τόσο το περιορισμένο budget του Russell και το καθόλου προσιτό στο γενικό πληθυσμό τελικό αποτέλεσμα. Ακόμα και να έφτανε στην οικιακή συσκευή, πάλι θα επρόκειτο για κάτι υπερβολικά ακριβό για τον μέσο χρήστη.
Κάπου εκεί αρχίζει η περιπέτεια του ήρωα μας με την καταχώρηση της πατέντας για τη βασική τεχνολογία του όλου πράγματος, κάτι που έγινε το 1970 και την εξαγορά της εν συνεχεία από την ORC, μια μικρή εταιρεία επενδύσεων. Ο Russell είχε το χαρτί στα χέρια του, που αναγνώριζε ότι είναι ο πρωτοπόρος στην τεχνολογία ανάγνωσης οπτικών ψηφίων και ένα μικρό, χαραγμένο οβελίσκο για το γραφείο του. Η ORC αγόραζε διάφορες πατέντες από μικρότερες εταιρείες και προσπαθούσε από το σωρό να βγάλει κάποιο κέρδος. Ταυτόχρονα, η Sony και η Philips από Ιαπωνία και Ολλανδία αντίστοιχα δούλευαν και αυτές σε παρόμοια τεχνολογία, έχοντας βέβαια απείρως βαθύτερες τσέπες και δυνατότητες ανάπτυξης της ιδέας.
Έτσι, όταν το CD ήταν έτοιμο να κατακλύσει την αγορά, εφόσον οι δυο τεράστιες εταιρείες κατάφεραν με τη μαζικότητα της παραγωγής του να πείσουν τις major δισκογραφικές ότι αυτό ήταν το μέλλον και θα έπρεπε να επανεκδόσουν τους καταλόγους τους και σε CD, είχε έρθει η ώρα, η ιδέα του Russell να μπει στο σπίτι του καθενός.
Βέβαια αυτός είχε ήδη αποσυρθεί από το παιχνίδι, η πατέντα του ανήκε στην ORC, η οποία δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και επεδίωξε δικαστικά τεράστια ποσά ως δικαιώματα από τις δισκογραφικές, υποστηρίζοντας ότι η μαζική παραγωγή των CDs στηριζόταν στην πατέντα που τους ανήκε. Αποτέλεσμα; Εκατομμύρια δολάρια έρρευσαν στα ταμεία τους, σε σημείο μάλιστα που το τελικό νούμερο δε δημοσιοποιήθηκε ποτέ.
Και ο Russell; Μετά από μερικά βραβεία τεχνολογικών ιδρυμάτων και χωρίς να έχει πάρει cent από την μαζικότητα της εφεύρεσής του, δούλεψε μέχρι τη συνταξιοδότηση στο εργαστήριό του, στο υπόγειο του σπιτιού του σαν τεχνικός σύμβουλος. Σήμερα, είναι 83 ετών και όπως λέει στην πιο πρόσφατη συνέντευξή του στον Steve Knopper, δεν έχει πικρά αισθήματα για κανέναν. «Αν και λίγη αναγνώριση δε θα ήταν άσχημη», όπως αναφέρει «Και ίσως, λίγα χρήματα».