Game of Thrones Season 4 Episode 8: Τα Φίδια δεν έχουν χέρια
Δεν άκουσε ποτέ τον πατέρα του να λέει τα λόγια που τον καταδίκαζαν. Ίσως να μην ήταν απαραίτητο. «Εναπόθεσα τη ζωή μου στα χέρια της Κόκκινης Έχιδνας κι εκείνος την άφησε να πέσει». Όταν θυμήθηκε, πολύ αργά πια, πως τα φίδια δεν είχαν χέρια, άρχισε να γελάει υστερικά.
Είχε κατεβεί τα μισά φιδωτά σκαλιά όταν συνειδητοποίησε πως οι άντρες με τους χρυσούς μανδύες δεν τον πήγαιναν πίσω στο δωμάτιο στον πύργο. «Με έστειλαν στα μαύρα κελιά» είπε. Δεν μπήκαν στον κόπο να απαντήσουν. Γιατί να σπαταλήσουν σάλιο σ' έναν νεκρό;
Πριν αναφερθούμε στο θάνατο της Κόκκινης Έχιδνας, κάνουμε ένα πέρασμα στις ιστορίες των υπόλοιπων χαρακτήρων που εμφανίστηκαν στο επεισόδιο. Αρχικά, μας εντυπωσιάζει η Σάνσα. Χαρακτήρας ουδέτερος και κουραστικός για μεγάλη μερίδα οπαδών της σειράς, αρχίζει να παίρνει τα πάνω του και να κατανοεί πώς παίζεται το παιχνίδι. Απόλυτα λογικό, αν αναλογιστούμε ότι μαθαίνει απ' τον καλύτερο (hat tip, Πήταϊρ Μπαίλις). Ακολούθως, η αδερφή της φτάνει έξω από τις πύλες του Έυρι με συνοδό το Κυνηγόσκυλο και είναι έτοιμη να συναντήσει τη θεία της. Όπως και στο Red Wedding, έτσι και εδώ, η Άρυα Σταρκ δεν καταφέρνει να συναντήσει τους αγαπημένους της. Η θεία της Λάισα είναι νεκρή και το αποτέλεσμα είναι η μικρή ηρωίδα να ξεσπάσει σε νευρικό γέλιο. Ακόμη, εξελίξεις υπάρχουν στο στρατόπεδο της Ντάνυ. Η ξεχασμένη «προδοσία» του σερ Τζόρα έρχεται στο φως και οι συνέπειες κάνουν την εμφάνισή τους. Η δρακομάνα είναι αμείλικτη και δεν συγχωρεί. Διώχνει τον έμπιστο ιππότη από δίπλα της και το μόνο που κατορθώνει είναι να ικανοποιήσει το θέλημα του Τάιγουιν Λάννιστερ, που δεν είναι άλλο από το να σπείρει τη διχόνοια στους αντιπάλους του.
Περνάμε στη μάχη λοιπόν. Δύο εβδομάδες περιμέναμε να δούμε την εκδίκηση του Όμπερυν. Σε δύο λεπτά τα όνειρα μας γκρεμίστηκαν. Ο πρίγκηπας του Ντορν, σίγουρος για τις δυνάμεις του, εισέρχεται στην αρένα. Ακολουθεί μια παράσταση μοναδική. Περισσότερο χορεύει παρά πολεμάει. Κινείται δεξιά και αριστερά, χοροπηδάει, τεντώνει το κοντάρι του και χτυπάει με μανία το Βουνό από όλες τις πλευρές. Ταυτόχρονα κραυγάζει οργισμένος, απαιτώντας την ομολογία του σερ Γκρέγκορ Κλεγκέιν όσον αφορά το βιασμό και τη δολοφονία της αδερφής του, τον θάνατο των μικρών της παιδιών. Η μάχη συνεχίζεται, ο τερατώδης αντίπαλος του σπάει το κοντάρι αλλά ο πρίγκηπας γελάει, αποφεύγει τα χτυπήματα και συνεχίζει. Ώσπου, όντας γρηγορότερος και γεμάτος μανία, καταφέρνει καίρια χτυπήματα στο Βουνό και τον καρφώνει στο έδαφος. Εκεί που πανηγυρίζεις και νομίζεις ότι όλα τελείωσαν, η σειρά έρχεται να σου θυμίσει το σκληρό μάθημα του Ένταρντ Σταρκ: ζούμε σε έναν γαμημένα άδικο κόσμο. Το Βουνό γκρεμίζει τον Όμπερυν, τον αρπάζει και έμπλεος μανίας του συνθλίβει το κρανίο. Το σοκ δεν περιγράφεται. Ο απανταχού λατρεμένος χαρακτήρας βρίσκει έναν ατιμωτικό θάνατο και αφήνει την εκδίκησή του ανεκπλήρωτη.
Διαφωνώ με όσους σπεύδουν να κατηγορήσουν τον Όμπερυν για αλαζονεία. Από την αρχή δήλωσε ότι ήρθε στο Κινγκς Λάντινγκ για να πάρει εκδίκηση από τους Λάννιστερ. Ο θάνατος του Κλεγκέιν δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό του. Γι' αυτό και πριν ο τερατώδης άνδρας πεθάνει, έπρεπε να υποδείξει τον Τάιγουιν ως τον άνθρωπο πίσω από όλα. Ο Όμπερυν περίμενε να ξεστομιστούν οι συγκεκριμένες λέξεις για να γκρεμίσει συθέμελα τον Οίκο των Λιονταριών. Στο μυαλό μου τον φαντάζομαι να ορμάει στον Τάιγουιν, την ίδια στιγμή που το Βουνό ομολογούσε. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι.
Και παρόλο που τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή, η σειρά δείχνει ξεκάθαρα τι δρόμο ακολουθεί. Μπορεί ο μισός πλανήτης να ρίχνει κατάρες και να βαρέθηκε να βλέπει αγαπημένους χαρακτήρες να πεθαίνουν, το Game of Thrones, όμως, εστιάζει αλλού. Στο δίκαιο που δεν υπάρχει πουθενά. Στην εκδίκηση που δεν έρχεται ποτέ. Στο θάνατο που δεν λυτρώνει. Ο κόσμος είναι ένα σκοτεινό και επικίνδυνο μέρος και όλοι είμαστε σκαθάρια, όπως ακριβώς στην ιστορία του Τύριον με τον ταλαιπωρημένο εξάδελφό του. Το θέμα δεν είναι αν υπάρχουν καλά και κακά σκαθάρια. Το θέμα είναι ότι τα σκαθάρια υπάρχουν και είτε κάνουν καλές είτε κακές πράξεις, στο τέλος θα ποδοπατηθούν, χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, χωρίς κανείς να τραγουδήσει γι' αυτά και να τους απευθύνει το ύστατο χαίρε.
Farewell Oberyn “The Red Viper” Martell