Scroll Top

Auditorium

Λούκι: Ένας φτωχός και μόνος καουμπόι

feature_img__louki-enas-ftoxos-kai-monos-kaoumpoi
Θα ήταν πραγματικά αδύνατο για μένα να αφήσω την εβδόμη του Φλεβάρη να περάσει ανεκμετάλλευτη. Χωρίς μια έστω ακροθιγή αναφορά στον μουσικό ήρωα της παιδικής μου ηλικίας, τον σπουδαίο «Λούκι» ή κατά κόσμον Λουκιανό Κηλαηδόνη.Και για να το πω στα ίσια -θέλοντας να αποφύγω τους μεγαλόστομους και δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς-ήταν ηθικά επιτακτικό για μένανα γράψω δυο-τρία απλά και λιτά λόγια για τον άνθρωπο που έβγαλε την ελληνική μουσική στους ανοιχτούς χώρους και επικοινώνησε αυτήν του την καλώς εννοούμενη «ελληνικότητα» (όπως την είχε περιγράψει κάποτε ο Βασίλης Ραφαηλίδης) με μια απαράμιλλη καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργικότητα.

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης υπήρξε ένα σπάνιο είδος δημιουργού που αψήφησε ολοκληρωτικά με το έργο του τις καθιερωμένες μουσικές φόρμες και τις εκφραστικές νόρμες της εποχής του. Ζούσε δηλαδή τα πράγματα με το δικό του τρόπο κι ήταν αληθινά μοναδικός σ’ αυτό που έκανε. Θυμάμαι παιδικές οικογενειακές διακοπές -ίσως Λευκάδα ή μπορεί κι αλλού-, εγώ να μην έχω ακόμα κλείσει τα εφτά και τριγυρνώντας τις παραλίες του νησιού ν’ ακούγεται από το ηχοσύστημα του παλιού μας αυτοκινήτου μια μελωδική φωνή που να λέει «που είσαι τώρα κι σ’ έχω χάσει, καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση». Και προφανέστατα χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω τη νοσταλγική μαρτυρία του τραγουδιού, του «Μικρού Ήρωα». Μέχρι να κανοναρχήσω μέσα μου τη συνολική παρουσία του Λουκιανού στο ελληνικό τραγούδι και την εγχώρια τέχνηεν γένει. Να αποκρυσταλλωθούν στα μάτια μου η πολιτική του τοποθέτηση, οι κοινωνικές του καταβολές, οι παλιοί σινεμάδες, οι μεγάλες παρέες, τα μποέμ πάρτυ κι η σκωπτικές αναφορές της καλλιτεχνικής του διαδρομής.

Το «πάρτυ στη Βουλιαγμένη», ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λουκιανός Κηλαηδόνης επάνω στη πλωτή εξέδρα (1983)

«Είμαι πια ένας αστός/ είμαι πια καθεστώς» γράφει ο λαμπρός Γιάννης Νεγρεπόντηςστα «Μικροαστικά» του 1973. Κι ο Λουκιανός αφομοιώνει τους εμβριθείς φιλιππικούς του ποιητή εναντίον των εξουσιών και τους μετουσιώνει σε τέχνη δωρική και μεστή. Τέχνη ενωτική, βαθιά κι ειλικρινής, που έχει το χάρισμα να συγκερνά τις αντιθέσεις και να φέρνει σε επαφή τις πολιτιστικές και κοινωνικές πολυμορφίες του ελληνικού λαού. Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο είναι μια πραγματικότητα που συνέχει κάθε μεγάλο κι οικουμενικό καλλιτέχνη. Γιατί ο Λουκιανός, αυτός ο λαμπρός δημιουργός και διαπρύσιος Αριστερός (αν ευσταθείστη δική του πραγματικότητα αυτός ο χαρακτηρισμός), κατάφερε ως οξυδερκής ανατόμος και ακούραστος μελετητήςτης ελληνικής πραγματικότητας, να σταθεί κριτικά με το έργο του και το δημόσιο λόγοαπέναντι σε κάθε έννοια και δύναμη που καταδυναστεύει τη καθημερινότητα του ανθρώπου.Κι αυτό ακριβώς ήταν που τον έκανε σημείο αναφοράς στην ελληνική μουσική. Κι υπό τη σκέπη του έργου του ενώθηκαν πραγματικά οι Έλληνες.

Η Μαίρη Παναγιωταρά (αχ Αφροδίτη μου, πως ήσουν και πως είσαι) που ύψωσε την πιο κρυστάλλινη φεμινιστική παντιέρα του ελληνικού πενταγράμμου. Οι μουσικές του «Θιάσου» του Αγγελόπουλου. Η Βουλιαγμένη. Ο Γκάτσος. Τα φανταρίστικα. Τα παιδικά τραγούδια. Σταχυολόγηση που όσο επιμελώς κι αν γίνει θα είναι πάντοτε ελλιπής. Γιατί ο Λουκιανός δεν χωράει με κανέναν τρόπο σε λέξεις. Καυστικός στο έργο και στα λόγια του, μετρημένος στις πράξεις του, βαθύτατα διανοούμενος, μα ταυτόχρονα αθώος ως τα μύχια της ψυχής του. Επανακαθόρισε τις αξίες της ζωής μας μ’ έναν τρόπο που κανείς ως τότε δεν είχε καταφέρει, παρ’ ότι πάμπολλοι το επιχείρησαν. Εντρύφησε στον έρωτα και καταπιάστηκε μ’ όλες τις πλευρές της ομορφιάς. Υπήρξε προσηλωμένος υμνητής της απλής ζωής και διακήρυξε την απλότητα που πρέσβευε μέσα από κάθε του συγχορδία. «Δες το πώς γελά και πώς μοσχοβολά/ το κορίτσι μου αξίζει πολλά». Έζησε μαχόμενος κατά των πάσης φύσεως καταπιέσεων και υπήρξε πραγματικός ανθρωπιστής. Γι’ αυτό και τον αγαπάμε τόσο βαθιά και τόσο αληθινά! Και γι’ αυτό άφησε τέτοιο δυσαναπλήρωτο κενό όταν πριν από δύο ακριβώς χρόνια, στις εφτά του Φλεβάρη 2017, πήρε το άλογό του, την Ντόλυ, κι έφυγε στα βουνά! 

Λουκιανέ, «απ’ όλα τα πετούμενα/ ο γάιδαρος μ’ αρέσει».

βενσερέμος κι εις το επανιδείν

3
Μοιράσου το