Βλάσης Κανιάρης: Ιχνογραφώντας τη νεότερη Ελληνική Ιστορία
Γεννημένος το 1928 στην Αθήνα, ο Βλάσης Κανιάρης βίωσε ήδη από πολύ μικρή ηλικία τον κοινωνικό αναβρασμό του Μεσοπολέμου, τη βαρβαρότητα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως έφηβος και τον σπαρακτικό εμφύλιο ως νέος. Η διαδρομή αυτή έπλασε τόσο τον χαρακτήρα του όσο και τη μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία, καθώς αποτέλεσε έναυσμα για την έντονη πολιτικοποίηση του έργου του. Στον κόσμο της τέχνης εισήχθη το 1950, όταν και παράτησε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή Αθηνών για να φοιτήσει στην ΑΣΚΤ και να ξεκινήσει την πλούσια πορεία του. Σύντομα, μετά από την αποφοίτησή του το 1955, θα ταξιδέψει και θα ζήσει για 10 χρόνια στην Ευρώπη, αρχικά στη Ρώμη και μετά στο Παρίσι. Η επιστροφή του στην Ελλάδα το 1966 θα είναι ολιγόχρονη, καθώς η συμμετοχή του στην αντιδικτατορική δράση θα τον αναγκάσει να επιστρέψει αρχικά στη Γαλλία και από εκεί στη Βερολίνο όπου θα εργαστεί ως το 1975. Από το 1976 και έπειτα, θα ζήσει μόνιμα στην Ελλάδα, θα εκλεχτεί καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θα αναπτύξει το έργο με το οποίο αναγνωρίστηκε διεθνώς.
Αυτό το έργο χαρακτηρίζεται από τρεις κύριες κατηγορίες που γίνονται άμεσα εμφανείς σε όποιον το μελετά: την αρχική ζωγραφική του ενότητα, τις εγκαταστάσεις και τα πολύ γνωστά του ανδρείκελα, τα οποία πατούσαν με το ένα πόδι στη γλυπτική και με το άλλο στην εγκατάσταση. Αυτή η πληθωρικότητα εκφραστικών μέσων συνάδει και με την πολυπλοκότητα που συχνά απαιτείται για να αποδοθούν τα θέματα που επιλέγει, καθώς πολλά κρύβουν αναγνώσεις που συχνά κάποιος παραβλέπει, προτιμώντας πιο οφθαλμοφανή συμπεράσματα. Ο πρώτος και συχνότερος τρόπος για να ερμηνεύσει κάποιος το έργο του Κανιάρη είναι να το εκλάβει ως έργο συμβολικό, που σημειοδοτεί τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που τον ενδιέφεραν. Ωστόσο, το έργο του είναι ουσιαστικά αναφορικό και συχνά αφηγηματικό, προτείνοντας την προσωπική του ανάγνωση έναντι της ανακύκλωσης που συχνά βλέπει κάποιος στην πολιτικοποιημένη τέχνη.
Ξεκινώντας από τα ζωγραφικά έργα του Κανιάρη, πολλά εκ των οποίων πραγματώθηκαν τη δεκαετία του 50, είναι εμφανής η επιρροή του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού αλλά και καλλιτεχνών όπως ο Cy Twombly και ο Anthony Tapies, καθώς ακολουθεί παρόμοια μοτίβα και παλέτα. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η πρώτη έκθεση του Κανιάρη το 1958 στην Γκαλερί Zυγός είναι και η πρώτη ατομική έκθεση στην Ελλάδα που παρουσιάζει αμιγώς αφηρημένη τέχνη. Το ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο όμως στην θέαση του Κανιάρη πάνω σε αυτού του τύπου την αφηρημένη ζωγραφική, που είναι βασισμένη στη δράση (action painting), είναι το πώς καταφέρνει να την εισάγει μέσα στο αφηγηματικό πλαίσιο που ορίζει ο ίδιος. Συγκεκριμένα, η ενότητά του «Τιμής ένεκεν στους τοίχους της Αθήνας 1941 – 1949» είναι μία σαφέστατη αναφορά στην εθνική αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο, που άφησαν το στίγμα τους στην πρωτεύουσα τόσο μέσω συνθημάτων όσο και μέσω φθορών, κάτι που ο Κανιάρης μεταφέρει στον καμβά του και ανάγει σε πρωταγωνιστή της ζωγραφικής του αφήγησης. Επομένως, με έναν ιδιαίτερα ευφυή τρόπο μετατρέπει τη ζωγραφική απολυτότητα του action painting σε ζωγραφική αφήγηση, ορμώμενος από μία εποχή της οποίας η αφήγηση δεν μπορεί να χτιστεί με λόγια και θεωρίες αλλά με σκληρή δράση.
Καθώς η δεκαετία του ’60 κυλάει, ο Κανιάρης ζει, εργάζεται και εκθέτει στο εξωτερικό. Σταδιακά εγκαταλείπει τη ζωγραφική και στρέφεται προς την εγκατάσταση και τις κατασκευές, λύσεις που του επιτρέπουν να δημιουργήσει ένα πολύ πιο έντονα βιωματικό περιβάλλον για τον θεατή. Οι εγκαταστάσεις του συχνά ενσωματώνουν αναφορές στην ανθρώπινη φιγούρα με τα γνωστά του ανδρείκελα, ενώ παράλληλα αναπτύσσει το προηγούμενο δυσδιάστατο έργο του στο χώρο και δημιουργεί έργα που είναι εμβληματικά για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη, όπως οι συνθέσεις του με τον γύψο και τα γαρύφαλλα. Είναι έργα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη χρονική περίοδο που δημιουργήθηκαν, το 1969, μαρτυρώντας τα κοινωνικά αντανακλαστικά του καλλιτέχνη στην ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας.
Η εγκατάσταση και η κατασκευή είναι μέσα που τον συνοδεύουν μέχρι και τις ύστερες περιόδους της σταδιοδρομίας του, με ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα το έργο «Εις δόξαν», που απεικονίζει έναν τεράστιο κύβο από σακιά με τσιμέντο, τυλιγμένα με ελληνικές σημαίες. Η πρώτη ανάγνωση του έργου είναι ότι πρόκειται για ειρωνικό σχόλιο του καλλιτέχνη για το αποτέλεσμα της εποχής της αντιπαροχής, την εποχή κατά την οποία τα αστικά κέντρα της Ελλάδας άλλαξαν όψη ταχύτατα και απέκτησαν εν πολλοίς τη σημερινή τους εικόνα. Είναι ένα έργο που με τον συνδυασμό δύο μόλις στοιχείων περιγράφει πλήρως την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας και, σίγουρα, ασκεί έντονη κριτική στην εικόνα που δημιουργήθηκε, όμως παράλληλα προσφέρεται και για διαφορετικές αναγνώσεις. Συγκεκριμένα, δεν γίνεται να αγνοήσει κάποιος ότι αυτή η ανοικοδόμηση επέτρεψε τις κατώτερες τάξεις να αποκτήσουν παρουσία στο κέντρο των πόλεων και ως άμεσο αποτέλεσμα γέννησε τα κοινωνικά αντανακλαστικά που ήταν καίρια για την αντιδικτατορική δράση αλλά και την έντονη αστική πολιτικοποίηση της νεότερης Ελλάδας. Επομένως, ένας καλλιτέχνης με το προφίλ του Κανιάρη, ο οποίος είναι η φωνή της πόλης, της αντίδρασης, του τσιμέντου και της καθημερινότητας, δεν θα μπορούσε να είναι μόνο ειρωνικός και καυστικός για αυτό το αποτέλεσμα στο ελληνικό αστικό περιβάλλον. Ίσως λοιπόν ταυτόχρονα και να το δοξάζει, όπως υπονοεί ο ίδιος ο τίτλος.
Το τελευταίο σημαντικό μέρος του έργου του Κανιάρη και αυτό που είναι ίσως το πιο γνωστό στο κοινό είναι τα ανδρείκελα που κατασκεύαζε και εξέθετε, είτε αυτονομημένα είτε στο πλαίσιο μιας εγκατάστασης. Πρόκειται για ανθρώπινες μορφές κατασκευασμένες από κοτετσόσυρμα με επένδυση από ρούχα, ενώ συχνά προστίθενται και άλλα υλικά (συσκευασίες από είδη καθημερινής χρήσης, γαρύφαλλα κλπ.). Είναι έργα που συνήθως απεικονίζουν μετανάστες, μία αντανάκλαση της αυτοεξορίας του Κανιάρη καθώς και χιλιάδων άλλων Ελλήνων στις δεκαετίες του ‘50 και του 60. Επίσης, αρκετά από αυτά τα ανδρείκελα αποτελούν και αναφορά στον απλό άνθρωπο της πόλης και την αστική ζωή της Ελλάδας όπως εκτυλίχθηκε όλα αυτά τα χρόνια μέσω κοινωνικών αγώνων αλλά και της απλής συμβίωσης στο χώρο. Τα έργα του πάντα είναι απρόσωπα, ένα χαρακτηριστικό που επιτρέπει στον θεατή να προβάλλει πάνω σε αυτά τις προσωπικές του εμπειρίες, γινόμενος έτσι συνοδοιπόρος του Κανιάρη. Άλλωστε, κοινωνική και πολιτική τέχνη που αποκόπτει τον θεατή από το έργο είναι κάτι που δύσκολα νοείται και καταντάει ανειλικρινές. Τα ανδρείκελα του Κανιάρη λοιπόν είναι ακόμη μία αφήγηση της νεότερης ελληνικής ιστορίας με τρόπο έντονα σκηνογραφικό, μία σκηνή στην οποία πρωταγωνιστής είναι ο απλός άνθρωπος και όχι οι μεγάλοι πολιτικοί και ηγέτες που έπλασαν την κοινωνία. Είναι το σχόλιο του Κανιάρη για τον απρόσωπο ήρωα, που –ενώ συχνά ζει στην σκιά των γεγονότων– είναι ένα πολιτικό ον που εντέλει καθορίζει τη ροή της Ιστορίας. Πρόκειται για την επιτομή της πολιτικής τέχνης, που –δίχως να είναι στρατευμένη– υμνεί την πολιτική στην πιο ουσιώδη της μορφή: ως κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων σε μία συγκεκριμένη κοινωνία.
Αυτή είναι η κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Βλάσης Κανιάρης, όταν πέθανε στις 2 Μαρτίου του 2011. Μία θέαση για τη νεότερη ελληνική ιστορία, που προβάλλει τον άνθρωπο ως υπέρτατο πρωταγωνιστή. Ακόμη και σήμερα, είναι ένα έργο που –παρότι γεννήθηκε δεκαετίες πριν– παραμένει επίκαιρο, περιγράφοντας ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων που εξελίσσονται στις μέρες μας και έχουν τα ίδια θύματα αλλά και πρωταγωνιστές.