Affaire(s) des Pois(s)ons: μάγισσες, μουσικές, και μπαγιάτικα μύδια
…καλύτερα μόνη μου και αξιοπρεπής παρά να με κάνει να αισθάνομαι απόρριψη, κάποιος που, που… που (έλα, πες το καλή μου να ξαλαφρώσεις…) που σε τελική ανάλυση, κι αυτό είναι που με δαιμονίζει περισσότερο, κάποιος που δεν ξέρω καν πόσο μου αρέσει… και δεν έχω πια ούτε τη δυνατότητα να τον απορρίψω πρώτη… κατάλαβες δηλαδή; γιατί εκεί θα κατέληγε, είμαι σίγουρη, γιατί εγώ…”
Κάπου μεταξύ “που” και “απόρριψη” αισθάνθηκα μια νύστα απίστευτη. Καταπίνοντας το χασμουρητό μου σκέφτηκα το χρέος μου ως φίλου, και τις φορές εκείνες που βρέθηκα εγώ στη θέση της να κοιτάω το κινητό κάθε δύο λεπτά, να το κλείνω, να το ανοίγω, να το βάζω στο αθόρυβο, να αφήνω μήνυμα στον τηλεφωνητή, “αν είσαι εσύ που ξέρεις, άντε και…”
…ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό, αναφώνησα: “Μήδεια!”
Mε κοιτάει ξαφνικά, ενθουσιασμένη:
“Αχ, πόσο καιρό έχω να φάω μύδια και καλαμαράκια, με τηγανητές πατατούλες, αχ τι μου θύμισες, σ’ένα τραπεζάκι στη θάλασσα, εκεί που σκάει το κύμα, μπύρες και τσιγάρα στην αντηλιά του μεσημερ…”
“Σκάσε μωρή Ελύτισσα, άλλο λέω! Θες να κλείσουμε εισιτήρια για την όπερα το Σάββατο;”
“Tί εχει;”
“Ε, τι λέμε τόση ώρα, Μήδεια.” Του Charpentier.”
“Εεε;;;”
…
Βρέχει. Μια πρώην μεγαλοασφαλίστρια με αδυναμία στις γούνες, ένας αφηρημένος καθηγητής ψυχολογίας, μια υπεύθυνη πωλήσεων πολυεθνικής, κι εγώ. Σάββατο 16 Μαρτίου 2013. Παραταγμένοι στις θέσεις μας παρατηρούμε τα δρώμενα επί σκηνής υπό γωνία. Τα πάθη των ηρώων μας τα ακούμε σε μετάφραση από τα γαλλικά, όπως σε όλες τις παραστάσεις της Αγγλικής Εθνικής Όπερας. Αυτό ήταν κάποτε σύνηθες στις εθνικές όπερες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας. Οι σκληροπυρηνικοί οπερολάγνοι βλέπουν το ζήτημα της μετάφρασης των μουσικών έργων υποτιμητικά, αλλά η ουσία είναι ότι πολλά έργα γίνονται έτσι πιο προσιτά στο νεώτερο κοινό. Οι άγγλοι δεν φημίζονται εξάλλου για την πολυγλωσσία τους καθώς έτυχε η γλώσσα τους να καταλήξει διεθνής.
Οι τραγουδιστές και οι μουσικοί που συνεργάζονται με την ΕΝΟ είναι εξαιρετικοί, η χορωδία της αρκετά καλή. Oι παραστάσεις συχνά ενδιαφέρουσες, συνδυάζουν σκηνοθετικές και σκηνικές τάσεις που έγιναν δημοφιλείς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στον κόσμο της όπερας: αφαίρεση και αναχρονισμοί σε σκηνικά και κοστούμια, εμπνευσμένες χορογραφίες, χρήση νέων μέσων όπως προβολές κινούμενης εικόνας, ευρηματικοί φωτισμοί, χιούμορ, και …κάπνισμα επί σκηνής. Σε συνδυασμό με προσιτές τιμές στα εισιτήρια, όλα αυτά καθιστούν τις παραστάσεις της αρκούντως ενδιαφέρουσες, όχι βέβαια καινοτόμες και πρωτοποριακές όσο θα ήθελαν κάποιοι, ούτε στην κορυφή της λυρικής τέχνης παγκοσμίως αφού η ΕΝΟ δεν προσελκύει τα μεγάλα διεθνή ονόματα του χώρου (και ευτυχώς γιατί έτσι διατηρούνται τα εισιτήρια φθηνότερα), αλλά κάπου στο μέσον: αξιοπρεπείς παραστάσεις που αποπειρώνται να καταστήσουν το μουσειακό και απαρχαιωμένο αυτό είδος σκηνικής τέχνης σχετικό με την εποχή μας. Δεν το καταφέρνουν πάντα δυστυχώς. και συχνά οι αναχρονισμοί είναι μετέωροι, απλές σκηνοθετικές επιλογές που δεν εξυπηρετούν ούτε το έργο ούτε την αφομοίωσή του από το κοινό ή, χειρότερα, υποβιβάζουν αρχετυπικές μορφές ηρώων και θεών στο επίπεδο φτηνής τηλεοπτικής παραγωγής, ένα είδος ποιοτικότερου μιούζικαλ.
Οι ανανεωτικές αυτές τάσεις, που κάποτε σόκαραν αλλά τώρα θεωρούνται μάλλον παρωχημένες, ξεπήδησαν από τον τσελεμεντέ του μεταμοντερνισμού, ή καλύτερα γέμισαν κάποιες από τις σελίδες του με παραλλαγές του pastiche προορισμένες για τον μαγικό κόσμο του μουσικού θεάτρου. Όμως, όπως έχει λεχθεί και σε μια όχι και τόσο σχετική περίπτωση, 'ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω'. Ποια είναι άραγε η αυθεντική συνταγή της όπερας, όταν η ίδια ως είδος δεν είναι παρά η πορεία στον χρόνο μιας αλλοπρόσαλλης ανάμιξης εκκλησιαστικών μουσικών δρωμένων και κοσμικών μουσικοχορευτικών εκδηλώσεων της Αναγέννησης; Μπολιασμένη με την δημιουργική μεγαλομανία και τη λογιοσύνη ενός ταλαντούχου μουσικού στις αρχές του 17ου αιώνα, του Claudio Monteverdi, η όπερα δεν είναι προϊόν γέννησης, αλλά μια προσπάθειας αναγέννησης ενός χαμένου τότε σκηνικού είδους που συνδύαζε την πρόζα με το τραγούδι: του αρχαίου δράματος.
Αυτό ίσως εξηγεί γιατί οι ήρωες των περισσοτέρων έργων της όπερας έμειναν για πολλούς αιώνες οι ίδιοι, παρά τις επινοήσεις δευτερευόντων χαρακτήρων και τους εμπλουτισμούς των υποθέσεων αρχαίων έργων και μύθων: θεοί, ημίθεοι, ήρωες, τέρατα, αφελείς νέοι και βοσκοπούλες με ξανθές κοτσίδες και ροζ μάγουλα, αλλά και προφήτες, άγγελοι, ακόμη και διάολοι, της παλαιάς και της καινής διαθήκης στα ορατόρια που ανέβαιναν αρχικώς μόνο σε εκκλησίες, χωρίς σκηνική δράση. Αργότερα, καινοτόμοι ιμπρεσάριοι του μουσικού θεάτρου, λιμπρετίστες και συνθέτες, έστρεψαν την προσοχή τους στη λογοτεχνία, ή συνέθεσαν σενάρια με ήρωες της εποχής τους. Έτσι, πλάι στους θεούς και τους ήρωες εμφανίζονται νεράιδες και ξωτικά, στρουμπουλές κυρίες που καταλήγουν σε χαρέμια, κουτσομπόληδες κουρείς και ζηλόφθονοι ηγεμόνες, δολοπλόκοι αστοί, λούμπεν φοιτητές και φυματικές εταίρες, χαριτωμένοι ιππότες και κακιές μάγισσες.
Μια τέτοια είναι και η Μήδεια που παρακολουθούμε. Αυτή βέβαια μας έρχεται από την αρχαιότητα και την περίφημη τραγωδία του Ευριπίδη (431π.Χ.), μαζί με τους άλλους ήρωές του, τον άπιστο Ιάσονα, την νέα του αρραβωνιαστικιά τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, Κρέοντα, τα δύο παιδιά του Ιάσονα με τη Μήδεια, τον Μέρμερο και τον Φέρη. Ψήγματα της υπόθεσης υπήρχαν βέβαια πολύ πριν να καταπιαστεί ο Ευριπίδης με το μύθο, από την εποχή της Θεογονίας του Ησιόδου, και των ποιητών του επικού κύκλου με επίκεντρο τον Όμηρο.
Το στοιχείο της παιδοκτονίας λέγεται ότι ήταν σάλτσα του Ευριπίδου, αφού σύμφωνα με τον Κορίνθιο ποιητή Εύμηλο, τα δυο παιδιά σκοτώνονται κατά λάθος (π.χ. μπέρδεψε το ποντικοφάρμακο με το μπέικιν πάουντερ που τα είχε δίπλα-δίπλα στο ντουλάπι), ενώ ο Σάμιος ποιητής Κρεόφυλος υποστήριζε ότι τα παιδιά τα σκότωσαν οι πολίτες της Κορίνθου (γιατί προφανώς δεν είχαν ορφανοτροφεία). Υπάρχει επίσης και η άποψη ότι την ιδέα ότι η Μήδεια σκοτώνει η ίδια τα παιδιά της την συνέλαβε πρώτος ο τραγικός ποιητής Νεόφρων στην ομώνυμη τραγωδία του, περίπου την ίδια εποχή με τον Ευριπίδη (το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα). Ποιός έκλεψε ποιόν δε θα το μάθουμε ποτέ, και ίσως δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Αυτό που αποδεικνύεται, ακόμη μια φορά, είναι ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους: o Παυσανίας καταγράφει πέντε διαφορετικές εκδοχές για το τι απέγιναν τα μυθικά μυξιάρικα της Μήδειας. Τουλάχιστον τα παιδιά που προσπαθούσε να βρει η Νικολούλη ήταν υπαρκτά!
Η πριγκήπισσα της Κολχίδας βοηθάει τον έλληνα ήρωα να υπεξαιρέσει το χρυσόμαλλον δέρας (ένα κάπως χτυπητό γουναρικό που είχαν βγάλει να το αερίσουν), προδίδει την πατρίδα και τον πατέρα της, τον ακολουθεί στην Ελλάδα και αφού εκείνος την παρατήσει για μια άλλη, τον εκδικείται σκοτώνοντας τα δύο τους παιδιά. (Τον παλιό καλό καιρό, οι Έλληνες ήταν εκείνοι που επισκέπτονταν εξωτικά μέρη και έπαιρναν σουβενίρ από τον πλούτο τους. Αν ανέβαζα εγώ το έργο στην Ελλάδα, θα έκανα τη Μήδεια κόρη τοπικού άρχοντα στις Σκουριές της Χαλκιδικής, και τον Ιάσονα εκπρόσωπο της Καναδικής εταιρείας που αγόρασε για ψίχουλα τον ελληνικό χρυσό των μεταλλείων. Η αγορά θα οδηγούσε σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ κρατικών δυνάμεων και χωρικών, ενώ η λύση θα δινόταν από την Μήδεια που θα πρόδιδε τον τόπο της και το συμφέρον των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων για τα ωραία μάτια του ξένου. Θα τον ακολουθούσε στην Ελβετία όπου εκείνος επενδύει τις καταθέσεις του και θα έκαναν οικογένεια και παιδιά. Μετά αυτός θα γνώριζε μια κόρη καλής οικογενείας, καθολική κατά προτίμηση, και με καλή προίκα. Η Ελληνοπούλα Μήδειά μου θα έπεφτε σε κατάθλιψη και θα παραμελούσε τα παιδιά της που με τη σειρά τους θα την έπεφταν στα σκληρά. Στο τέλος θα την έβαζα να αυτοπυρποληθεί στο σαλέ της οικογένειας, πάνω στο κατάλευκο χιόνι. Αλλά αυτά πρέπει να έχει κανείς πολύ διεστραμμένη φαντασία για να τα σκεφτεί…)
Την εποχή που σκεφτόταν την ιστορία της Μήδειας ο Marc-Antoine Charpentier, το 1693 συγκεκριμένα, την είχαν ήδη επισκεφθεί τουλάχιστον δύο άλλοι: ο Francesco Cavalli με την όπερα “Jasone”, (1649), και ο Jean-Baptiste Lully με τον “Thésée”, (1674), όπου έμπλεξε τους δύο μύθους, και, λίγο αργότερα, ο Antonio Caldara με την “Medea in Corinto”, (1711), (καντάτα για άλτο, 2 βιολιά και μπάσο κοντίνουο). Στα τριακόσια είκοσι χρόνια που ακολούθησαν, θα την ξαναεπισκέπτονταν συνθέτες, ποιητές, χορογράφοι, σκηνοθέτες του κινηματογράφου, και ροκ συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων ο Luigi Cherubini, o Pier Paolo Pasolini, o Jean Anouilh, o Μίκης Θεοδωράκης, και η progressive rock μπάντα kayak, από την Ολλανδία.
Χίλια επτακόσια πενήντα ένα μόλις χρόνια πριν τον Γάλλο συνθέτη, ο Κικέρωνας αναφερόταν στον περίφημο δικανικό του λόγο Pro Caelio στην Κλαυδία (πρώην γκόμενα του εναγομένου,) ως “παλατιανή Μήδεια”. Ήταν λοιπόν τέτοιας ισχύος το δυναμικό φορτίο αυτού του μυθικού χαρακτήρα, που από την αρχαιότητα ήδη είχε περάσει στην καθημερινή ζωή και τον τρέχοντα λόγο ως παράδειγμα προς αποφυγήν, αποτροπιαστικό φόβητρο, αλλά και ως απλή βρισιά, π.χ. όταν η αρχαία μητέρα προσπαθούσε να πείσει τον γιo της να μην προχωρήσει στον ανεπιθύμητο για εκείνη γάμο:
“…μην την επάρεις παιδί μου…θα σου βγεί Μήδεια, δεν το βλέπεις;!”
ή σε συζυγικά καβγαδάκια:
“…πάλι τ'άφησες μωρή Μήδεια τα παιδιά ατάιστα; …και τι ώρα έκλεισε ο ναός της Άρτεμης για να έχουμε καλό ρώτημα;!”
και λοιπά και λοιπά…
Ανιψιά της Κίρκης, εγγονή του Ήλιου, κόρη βασιλιά, η τραγική μας ηρωίδα ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια στον έρωτα, τη ζήλεια, τον πόνο της εγκατάλειψης, τις τύψεις της προδοσίας, και την ερωτική εκδίκηση. Τα όρια αυτά δεν είναι βέβαια ανθρώπινα στην περίπτωση που εξετάζουμε, αφού η Μήδεια, παρά την ανθρώπινη μορφή της είναι ένα πλάσμα υπερφυσικό με μαγικές δυνάμεις, που συνομιλεί με σκιές, και τις καλεί από τον κάτω κόσμο, φτιάχνει φίλτρα και ασχολείται με τη μόδα, λανσάροντας το βραδινό μοντέλο “δε θα το ξαναφορέσεις μωρή αντροχωρίστρα” για ειδικές μεταγαμήλιες δεξιώσεις, που το χαρίζει στη νέα αγαπητικιά του πρώην καλού της. Έτσι. Γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος.
Ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε συχνά στην αρχαιότητα για μισογυνισμό, και η Μήδειά του ήταν ίσως ο χαρακτήρας που έκανε το ποτήρι των κατηγοριών να ξεχειλίσει. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύεται στις Θεσμοφοριάζουσες στρέφοντας τις γυναίκες του έργου εναντίον του τραγικού ποιητή με την αιτιολογία ότι τις κακολογεί και τις δυσφημίζει στις τραγωδίες του. Ο Charpentier μένει πιστός στην Ευριπίδια υπόθεση, αν και αλλάζει το όνομα της Γλαύκης, της νέας αγαπητικιάς του Ιάσονα, σε Κρέουσα, (γιατί άντε να πει ο Γάλλος τραγουδώντας Glauke), και επινοεί κάποιους δευτερεύοντες ρόλους, μεταξύ των οποίων και αυτούς για τις κολλητές των δύο πρωταγωνιστριών.
Δεν κατηγορείται για μισογυνισμό, όμως η όπερά του δεν φτούρησε και πολύ μετά την πρεμιέρα (Παρίσι, 4 Δεκεμβρίου 1693). Αν και πήρε καλές κριτικές από συναδέλφους μουσικούς και λογίους της εποχής, φαίνεται ότι ανώτερα μέλη της γαλλικής αυλής δεν εκτίμησαν ιδιαίτερα το θέμα που θύμισε στο εκλεκτό κοινό (και κυρίως στον ηγεμόνα) οικεία κακά: την εποχή αυτή είχε μόλις λήξει το περιβόητο σκάνδαλο, γνωστό και ως Affaire des Poisons, με τον αυτοεξορισμό της ερωμένης του βασιλιά σε μοναστήρι. Η απόλυτη εξουσία που ασκούσε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ, γνωστό και με το μετρημένο παρατσούκλι, «le Roi-Soleil” η ερωμένη του, (κρατηθείτε) Françoise Athénaïs de Rochechouart de Mortemart, marquise de Montespan με τα θέλγητρά της επί είκοσι και πλέον χρόνια, είχε τροφοδοτήσει τη σκανδαλώδη υπόνοια ότι η ευειδής κυρία ήταν μάγισσα και ότι είχε δηλητηριάσει την ευνοούμενη του βασιλιά με την οποία φοβόταν ότι θα την αντικαθιστούσε (και η οποία ηλιθιωδώς πήγε και πέθανε με αδιευκρίνιστο τρόπο). Η Μήδεια, ως γνωστόν, ήταν επίσης μάγισσα, (και ξεπάστρευε τις ξετσίπωτες αντροχωρίστρες αντιζήλους) οπότε ο συνειρμός ήτο αναπόφευκτος. Και την πλήρωσε ο συνθέτης του οποίου το έργο κατέβηκε όπως-όπως.
Η δική μας παράσταση στην ΕΝΟ ήταν καλή έως πολύ καλή και δεν κατέβηκε. Ήταν άλλωστε και η πρώτη παράσταση αυτής της όπερας στην αγγλική σκηνή, και η δεύτερη απόπειρα της ΕΝΟ στο γαλλικό μπαρόκ μετά την όπερα του Rameau Κάστωρ και Πολυδεύκης. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο γνωστός David McVicar που δεν απογοητεύει, και που μετέφερε την υπόθεση σκηνικά στην εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ενώ διεύθυνε ο ειδικευμένος στην μουσική μπαρόκ, αρχιμουσικός Christian Curnyn. Η μετάφραση βέβαια σε μια γλώσσα τόσο διαφορετική από τη γαλλική (όπου όχι μόνο οι περισσότερες λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, αλλά και η ιδιαίτερη εκφορά της στην όπερα είναι απόλυτα συνυφασμένη με το ρυθμό των μουσικών φράσεων και την αρμονική κατάληξη των θεμάτων), δυστυχώς αφαίρεσε κάτι από τη μαγεία της μουσικής. Οι ερμηνείες όμως ήταν εξαιρετικές, ιδιαίτερα από την Sarah Conolly στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η οποία διαθέτει εκτός από εξαιρετική φωνή και υποκριτικό τάλαντο αναλόγου διαμετρήματος.
Από τις 9 συνολικά παραστάσεις, εμείς είδαμε την τελευταία, ένα βροχερό απόγευμα του Μαρτίου. Μέσα σε τρείς και μισή ώρες, ο έρωτα που είναι τυφλός και γι’αυτό μπορούμε να τον κατηγορούμε για τα πάντα, στέγνωσε τα φτερά του, έβαλε τα μαύρα του γυαλιά και στάθηκε ακίνητος να παρατηρεί τη Μήδεια να ανεβαίνει στον ουρανό…
Κάπου αλλού στο Λονδίνο, ανοίγοντας την τσάντα της, η ανένδοτη έπαιρνε μια μεγάλη απόφαση. Όχι, δεν θα του έβραζε το κουνέλι. Είναι πολύ φιλόζωη και απεχθάνεται τη βία. Εξάλλου δεν ξέρει καν που μένει. Είναι μόνο ένα όνομα, σε μια λίστα στο κινητό της…
Μπορεί όμως να καλέσει τα μέσα της πνεύματα:
αξιοπρέπεια (να την αποτρέψει να στείλει κάποιο χλιαρό μήνυμα που θα μείνει αναπάντητο),
πίστη (ότι της αξίζει κάποιος καλύτερος),
αισιοδοξία (ότι αυτός ο καλύτερος υπάρχει, εκεί έξω, κάπου)…
Κάτω από την ερώτηση delete all details? πατάει το yes. Και με μια μαγική κίνηση, γίνεται δυνάμει παιδοκτόνος: του αφαιρεί τη δυνατότητα να γίνει ο μελλοντικός πατέρας των παιδιών της.
Σας διαβεβαιώνω ότι αυτός έχασε. Τα γονίδιά της είναι εξαιρετικά.
Αυτή πάλι, έχασε που δεν ήρθε μαζί μας στην όπερα.
Μύδια δεν τρώμε εδώ, γιατί είναι κατεψυγμένα.