Scroll Top

Art Outside the Core

Το γιοφύρι του Prinsegracht

feature_img__to-giofiri-tou-prinsegracht
Παράνοια. Και ταξίδια. Ταξιδεύω πολύ τελευταίως – είναι που έχουμε και λεφτά – ψάχνοντας να βρω τη γαλήνη και, αν μη τι άλλο, να επιβεβαιώσω το κοινωνικό μου status. Στη καλύτερη των περιπτώσεων βέβαια με βλέπω να καταλήγω στη Γαλήνη Κηφισίας.

Εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου ζω στο Άμστερνταμ. “Μεγάλη επιτυχία” θα έλεγε κάποιος- αν δεν υπήρχαν και άλλοι 10.000 έλληνες σε αυτή τη πόλη. Το γιοφύρι του Prinsengracht έχει καταντήσει Τσιμισκή, ή μάλλον Προξένου Κορομηλά, γιατί εδώ στην Ευρώπη είμαστε και πιο avant-garde. Και κάπου εδώ διακόπηκε ο ειρμός μου και η όρεξή μου να σας περιγράψω για το πόσο όμορφα είναι τα λαμπιόνια στα γιοφύρια του Άμστερνταμ, γιατί με πήρε η συγκάτοικος S. να μου πει πως τελικά θα προσπαθήσει να τα βρει με το σουριναμέζικο γκομενάκι, άσχετα που μια βδομάδα τώρα μαχόταν ως φεμινίστρια στη Σταδίου που καίει τα σουτιέν της, ότι ΟΛΟΙ οι άντρες είναι γουρούνια, και κυρίως ότι είναι αποφασισμένη να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι (γιατί μάλλον τελικά ο μάγκας την είδε πρίγκιπας και της έδωσε ένα κρυστάλλινο γοβάκι). Και τέλος πάντων, παρ’ όλο που το relationship status δεν είναι κάτι για να συζητήσουμε στη παρούσα φάση (κάνε ένα update στο facebook, ρε αδερφέ), πάντα βρίσκω πιο διασκεδαστική την αφήγηση ιστοριών τύπου «οικογενειακές ιστορίες», από τα λαμπάκια στα γιοφύρια που καταναλώνουν και ενέργεια!

Και αναρωτιέμαι, όσο εσείς αναρωτιέστε στο αν υπάρχει νόημα σε όλο αυτό το μονόλογο του παραλόγου, τι κάνουμε όλοι εμείς εδώ, ποιος είναι ο ήχος (και ο απόηχος) της μοναξιάς και του σύγχρονου μετανάστου (σικ). Είμαστε οι κυνηγημένοι Ρομπέν των δασών. Ναι. Κυνηγημένοι από τη κρίση ή από τους εαυτούς μας, αυτό δεν έχω καταλάβει. Δηλαδή, για να θέσω με μεγαλύτερη σαφήνεια τον προβληματισμό μου, αυτό το τεράστιο ρεύμα μετανάστευσης τελικά, είναι απόρροια της κρίσης (να το δεχτώ) αλλά ποιάς κρίσης? Της οικονομικής, της ψυχολογικής ή αυτής που τραγούδησε ο Νίκος Μακρόπουλος το 2006? Φοβάμαι λοιπόν, πως αυτή η μανία για φευγιό, έχει ως επί το πλείστον ψυχολογικά αίτια, παρά οικονομικά. Θα πέσουν πολύ να με φάνε τώρα- βλέπω ήδη τη φίλη μου τη Μαίρη να ωρύεται πως ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ μετανάστες. Αλλά από σεβασμό και μόνο στους πακιστανούς στη Ναυαρίνου, που τόσα χρόνια που την ανεβοκατέβαινα μου έλεγαν και μια ειλικρινή καλημέρα, χειμώνα καλοκαίρι, νιώθω την ανάγκη να αναρωτηθώ και να δώσω στον εαυτό μου το δικαίωμα στην αμφιβολία.

Πολλοί θα αναρωτηθούν, «και τι σημασία έχει αυτή η απορία;», καθώς σημασία έχει τι κάνουμε από ‘δω και πέρα εξέτερα εξέτερα, αλλά νομίζω πως αν δεν αναλύσουμε αυτή τη κατάσταση, όσο είναι δυνατόν on time, τόσο βλέπω το μέλλον να πλησιάζει ως science fiction comedy/drama/thriller γεμάτο από ανθρώπους zombie, ανθρώπους θεούς και φιλοσόφους της ανατολής, που στην προσπάθεια να βρουν τις ισορροπίες στη ζωή τους, θα διαλύσουν οποιαδήποτε παραδοσιακή έννοια ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Και πιστέψτε με, εγώ και η παράδοση δεν ήμασταν ποτέ on good terms, που λένε και στα εγγλέζικα.

Και γενικά όλο αυτό που γράφω, είναι μια αποκωδικοποίηση του φόβου και του άγχους που μας ζώνει μαζικά. Γιατί εγώ, αυτό βλέπω γύρω μου, είτε πίνω καφέ στη παραλιακή, είτε ποδηλατάρω στο γιοφύρι του Prinsegracht. Βλέπω βλέμματα κενά, θήκες laptop, ερωτήσεις που θυμίζουν συνεντεύξεις και ανθρώπους που αντί να σου περιγράψουν γιατί βρίσκονται εκεί που τους γνώρισες και πώς νιώθουν για αυτό το μέρος, σου δίνουν ένα βιογραφικό στο χέρι. Και όσο πιο καλογραμμένο το βιογραφικό, τόσο πιο πολύ τρομάζω. Ίσως γιατί δεν έχω παρόμοιο εγώ η ίδια, αλλά ίσως και επειδή δε μπορώ να κάνω φίλους έτσι. Και θα μου πεις, είτε πως αυτό είναι παιδιάστικο, είτε πως δε χρειάζεσαι καινούριους φίλους- έχεις ήδη αρκετούς. Και είναι αλήθεια πως έχω (όσο και αν απορείτε. Μάλιστα σας πληροφορώ, θα είναι και οι μόνοι που θα διαβάσουν αυτή την κρίση υστερίας με ένα τάχα περιτύλιγμα λυρικής χροιάς), αλλά η ανθρωπιά είναι κάτι που λείπει, και δε θα προλάβουμε να δούμε το πότε θα ξυπνήσουμε και θα ‘μαστε μόνοι και έρημοι, σαν τις καλαμιές στο κάμπο (μεταφορά που η επόμενη γενιά δε θα καταλάβει, γιατί με αυτά και με κείνα, δε θα χουμε αφήσει ούτε καλαμιά, ούτε κάμπο).

Μία έκκληση λοιπόν, παρακαλώ. Να σταματήσουμε λίγο, να πάρουμε το χρόνο μας, να γίνουμε ένα με τον εαυτό μας. Να ακούσουμε το σώμα μας, να ακούσουμε το μυαλό μας, όσο ακόμα είναι καιρός. Δεν ξέρω πολλά, ίσως δε ξέρω και τίποτα, αλλά κάποιες φορές κοιτάω ηλιοβασιλέματα και δακρύζω – από χαρά, από λύπη, από ευγνωμοσύνη ή και από δέος. Και κάπου εκεί αναγνωρίζω πως αυτό το συναίσθημα πρέπει να το νιώσουν και άλλοι. Αν ποτέ λοιπόν βρεθείτε σε ένα από τα γιοφύρια του Prinsegracht (ή και στο γιοφύρι της Άρτας, ας μη κολλάμε σε λεπτομέρειες) πάρτε μια βαθιά ανάσα και παρατηρήστε πως τα ηλιοβασιλέματα το χειμώνα έχουν ωραιότερα χρώματα από αυτά του καλοκαιριού. Και αν δε καταλάβατε γιατί αυτό είναι μια χρήσιμη πληροφορία, ακόμα κι αν δε μπορείτε να τη βάλετε στο βιογραφικό σας, λυπάμαι. Για σας, για μένα και για τα αμέτρητα μάτια στη πλατεία Ναυαρίνου που νιώθω πως χρωστάω αυτές τις σκέψεις.

1
Μοιράσου το