Είμαι δικιά της
Δεν είχε προλάβει ακόμη να ξημερώσει, όταν το τηλέφωνο διέκοψε τον ύπνο μου. Βρισκόμουν, ως συνήθως, ανάμεσα από τα πόδια της. Με γρήγορες κινήσεις πήδηξα από το κρεβάτι και πήγα εκεί από όπου ακούγονταν ομιλίες. Κοίταξα ψηλά και προσπαθούσα να διακρίνω τα πρόσωπα τους. Υγρό έτρεχε από τα μάτια τους και το σώμα τους έκανε σπασμωδικές κινήσεις μπρος – πίσω. Δε καταλάβαινα τι γινόταν. Άρχισα να ανησυχώ. Δύο βήματα πίσω. Άρχισα να τρέχω να πάω κοντά της να δω αν κοιμόταν ακόμα. Έπεσα πάνω στα πόδια της. Κατάλαβα πως κοιτούσε κρυφά πίσω από την πόρτα. Το κάνω συχνά. Τρίφτηκα στα πόδια της για να μου δώσει σημασία. Με αγνόησε για πρώτη φορά. Ξαφνικά λύγισε και άρχισε να συμπεριφέρεται όπως οι προηγούμενοι. Τότε κατάλαβα πως ήταν σοβαρό.
Οι μέρες κυλούσαν αργά, περιφερόμουν ασκόπως σε όλο το σπίτι χωρίς να μου δίνεται ίχνος σημασίας. Τα πάντα γινόντουσαν ρυθμικά. Κανείς δε μιλούσε παρά μόνο για τα απαραίτητα. Δε μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Εκείνη, ήταν πιο απόμακρη από ποτέ. Που και που μου έριχνε κλεφτές ματιές, αλλά μόλις το καταλάβαινα γυρνούσε το βλέμμα της αλλού. Αυτή η κατάσταση άρχισε να με τρομάζει. Είχα μέρες να τη δω να χαμογελάει. Μου είχε λείψει ο τρόπος που το πρόσωπο της σχημάτιζε αυτές τις λακουβίτσες όταν γελούσε. Και εγώ … πιο μόνη από ποτέ.
Ήταν ξημερώματα όταν τη βρήκα να κλαίει σε μία γωνία του σπιτιού. Ναι, είχα καταλάβει πλέον πως αυτό που έσταζαν τα μάτια τους δεν ήταν νερό, αλλά δάκρυα. Πήγα κοντά της. Γύρισε ξαφνιασμένη. Σκούπισε γρήγορα το πρόσωπο της με τις παλάμες των χεριών της και έκρυψε το πρόσωπο της. Στριμώχθηκα ανάμεσα στα χέρια της, υποσχόμενη πως ακόμα και αν με διώξει θα επιμείνω. Ξαναγύρισε ξαφνιασμένη. Ένιωσα πως με διάβασε. Τη διάβασα και εγώ. Με χάιδεψε απαλά στο κεφάλι. Επιτέλους, την ένιωσα πάλι. Κοιταχτήκαμε για κάποια δευτερόλεπτα. Υγρό άρχισε να τρέχει από τα μάτια μου. Δάκρυα. Νόμιζα πως θα την έχανα. Το κατάλαβε. Με έπιασε σφιχτά και άρχισε να κλαίει, αλλά αυτή τη φορά το κλάμα ήταν διαφορετικό. Την κοίταξα. Είμαι δικιά της, της είπα με τα μάτια μου. Το κατάλαβε. Έγνεψε και πήγαμε για ύπνο…