Τα πράγματα μπλέκουν λίγο εδώ. Ξεχνάμε τις μεγάλες κλασικές διάρκειες κομματιών. Aρκετά ηλεκτρονικά σημεία κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτό το ντεμπούτο της μπάντας από το Sheffield, ενώ φλερτάρει έντονα με το math-rock. Άλμπουμ δυναμίτης. Σου δίνει την ψευδαίσθηση εύπεπτου με το hit “Retreat! Retreat!” και, αφού σε «ξελογιάσει», σε καλεί να έρθεις αντιμέτωπος με κομμάτια όπως τα “This Cat is A Landmine’’, ‘’Hole’’ και ‘’Ιnstall A Beak…’’, όπου ξεδιπλώνεται το πραγματικό μεγαλείο της μπάντας. Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς πόσο ξεχωριστό είναι αυτό που μόλις άκουσες και πόσο πολύ καίγεσαι να τους δεις επί σκηνής. Απάντηση; Ναι. Πιο συγκεκριμένα, αυτός ο δίσκος live αποθεώνεται.
Ο δίσκος αυτός είναι η απόδειξη ότι το post-rock μπορεί να προσφέρει και να μεγαλουργεί εν έτει 2009, όταν κυκλοφόρησε. Το δεύτερο άλμπουμ των Αμερικανών καταφέρνει να μπλέξει μελωδία και γκάζια με τέτοιο τρόπο που δύσκολα το πετυχαίνει κανείς τόσο εύστοχα. Ναι, προφανώς δεν ανακαλύπτουν τον τροχό, αλλά εδώ μιλάνε τα κομμάτια και μόνον αυτά. Έχουμε να κάνουμε με ένα song writing στρωτό και δομημένο, με τραγούδια που αναπνέουν και δίνουν χώρο σε όλα τα όργανα για να δείξουν την ταυτότητά τους και να στιγματίσουν με αυτό που έχουν να πουν. Άσε λοιπόν το “The Raven” να σε συνεπάρει, το “Ghosts of the Garden City” να σε πιάσει από τα μούτρα, αφού σε γλυκάνει πρώτα, και το outro του “Sycamore” να σε κάνει να τρέξεις για το repeat.
Η post-metal πρόταση του συγκεκριμένου αφιερώματος. Οι Σουηδοί στο “Somewhere along the Highway” δημιουργούν ένα album σκοτεινό, βαρύ αλλά και μελωδικό, σε τέτοιο βαθμό που σε κάνει με κάθε ακρόαση να αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που μόλις βίωσες. Ξεχειλίζει από συναίσθημα και φόρτιση. Τα σκληρά φωνητικά ταιριάζουν γάντι, ενώ οι κιθάρες καταφέρνουν και δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για ενδοσκόπηση. Ο δίσκος στο σύνολό του είναι ένα highlight και ακούγεται ολόκληρος, με το κερασάκι στη τούρτα να είναι η σεμιναριακή παραγωγή. Επίσης, μην απορήσεις αν τα σχεδόν 16 λεπτά του “Dark City Dead Man” σου φανούν ένα 4λεπτο τραγούδι. Απλά, η μπάντα κατάφερε να παγώσει τον χρόνο γύρω σου.
Μία μπάντα κι ένας δίσκος από τους πιο κομβικούς στην ιστορία ενός ήχου. Αρκετοί μεταγενέστεροι μουσικοί, δικαίως, μνημονεύουν αμφότερους για την επιρροή που άσκησαν. Οι Τεξανοί εδώ πέρα διδάσκουν την απλότητα και πώς αυτή μετατρέπεται σε ένα δυνατό συναίσθημα. Τα αρχικά αρπίσματα του “First Breath after Coma” και τα τελευταία του “Your Hand in Mine” απλώνουν τα χέρια τους, σου κλείνουν τα μάτια και σε βάζουν να ονειρευτείς στον δικό τους κήπο. Ένα ταξίδι αισθήσεων, όπως αυτό χαρτογραφήθηκε σε ένα υπόγειο. Η απουσία φωνητικών δεν θεωρείται απουσία, ούτε όμως υποθετικά καλοδεχούμενη παρουσία.
Ίσως το πιο διαφορετικό υλικό από το ευρύτερο post-rock τον καιρό που κυκλοφόρησε. Ίσως το πιο ανατρεπτικό υλικό, χωρίς ωστόσο να θεωρείται ούτε για λίγο ξένο. Ίσως ένας δίσκος που δίδαξε ότι σε αυτόν τον ήχο υπάρχει ζωή και πέρα από μια κιθαριστική κατεύθυνση. Synths, πιάνο, κιθάρες, τύμπανα, μπάσο, μελωδίες που παρηγορούν τον κάθε πικραμένο και το “Words for Arabella”, το οποίο υιοθετήθηκε από την εθνική ομάδα χόκεϊ της Φινλανδίας για να τους συνοδεύει στο παγκόσμιο κύπελλο. Κάθε ακρόασή του είναι μία «πρώτη φορά».
Δίσκος σταθμός για το post-rock. Οι Mogwai εξελίσσουν τον πρώιμο ήχο των Slint, εκμοντερνίζοντάς τον τόσο ηχητικά όσο και συνθετικά. Δε γίνεται να μην σε ξεσηκώσουν κομμάτια όπως τα “Like Herod”, “Katrien” και το επικό “Mogwai Fear Satan” (η live εκτέλεσή του είναι must). Από την άλλη μεριά, με το “R U still in 2 It” θα καταλάβεις πόσο το post-rock μπορεί να προσφέρει ένα δυνατό και φορτισμένο συναισθηματικά lovesong, συνοδεία απλών και to the point στίχων. Ακόμα και σήμερα, αυτό το album ακούγεται τόσο σύγχρονο, ενώ πολλές μπάντες το έχουν ως μπούσουλα στα πρώτα τους βήματα στον χώρο. Απαιτεί τις ακροάσεις του για να ξεδιπλώσει όλη του τη δυναμική. Δώστε του χρόνο, και θα σας ανταμείψει πλουσιοπάροχα.
Είναι πολύ ωραίο όταν μια μπάντα μέσα σ’ ένα δίσκο της τιμάει τους ήχους του τόπου της. Οι ΜΟΝΟ το έκαναν πάντα σε όλους τους δίσκους τους με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Στο “For My Parents” τιμάται, θα λέγαμε, ολόκληρη η Ανατολή. Σαν μία ατμοσφαιρική σύνδεση των ακτών του Βοσπόρου και των χιονισμένων τοπίων της Ρωσίας με τις δασικές εκτάσεις της Ιαπωνίας. Απαλές και σαγηνευτικές εισαγωγές που δίνουν τη σκυτάλη σε shoegazing ρεύματα, κάνοντας αυτόν τον δίσκο να ακούγεται κάτι παραπάνω από κιθαριστικός. Η συνοδεία της The Holy Ground Orchestra δίνει ένα μαγευτικό αποτέλεσμα, και ─όπως δείχνουν τα πράγματα─ αυτός ο δίσκος είναι η απόλυτη κορυφή για την μπάντα.
To ντεμπούτο των Red Sparowes άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο ταξιδιάρικα ακούσματα του χώρου. Είτε νιώθεις ελεύθερος να πετάς πάνω από την πόλη και ανάμεσα σε κτίρια είτε αισθάνεσαι να βουτάς σε βούρκο (όχι όμως συμπαγή και πάντα με την ηλιαχτίδα της ελπίδας), θα έβαζες αυτόν τον ήχο για soundtrack. Τo super group αυτό, με μέλη από Isis και Neurosis, μας έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν αστειεύεται και ότι δεν πρόκειται για ένα απλό side project των μελών του. Εννοείται πως εδώ δεν θα βρεις fillers, ενώ μονομιάς αφιερώνεσαι στην ολότητά του και όχι σε μεμονωμένα τραγούδια. Συνεχώς θα ανακαλύπτεις ένα νέο hook ακόμα και μετά από πολλές πολλές ακροάσεις. Τι πιο μαγικό!
Πρέπει να είναι από τους λίγους δίσκους, για τους οποίους δεν θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει τον όρο post-metal. Το “Station” είναι ένας post-rock δίσκος γεμάτος από riffs. Ίσως είναι παράτολμο αυτό που θα γράψω. Αν οι περισσότεροι δίσκοι του αφιερώματος αγαπούν τις μελωδίες και θέλουν να το δείχνουν, ο συγκεκριμένος αποφεύγει κάτι τέτοιο. Χρησιμοποιεί τις όποιες μελωδίες, αλλά και άλλους ήπιους τόνους για να προϋπαντήσει όλα τα riffs και όλα τα σημεία των ηχητικών εκρήξεων. Μπορεί να είναι ο δεύτερος δίσκος των Αμερικανών, και οι επόμενοι να τους εκτόξευσαν, αλλά δημιουργεί πολύ θόρυβο γύρω από το όνομά του.
Οι Άγγλοι ακολουθούν πιστά τη συνταγή του ντεμπούτου τους. Συνθέτουν τέσσερα μακροσκελή κομμάτια και συνεχίζουν να ακούγονται Εγγλέζοι, βροχεροί και γλυκά μελαγχολικοί. Η επιθυμία τους να ενσωματώσουν περισσότερους στίχους και φωνητικά τούς δικαιώνει. Επίσης, δείχνουν διατεθειμένοι να πάνε πέρα από την αγάπη τους για τους Explosions in the Sky, κι έτσι μας οδηγούν αρκετές φορές σε λυρικά folk σημεία. Όμορφες αλλαγές, καθόλου υπερβολική η εκτεταμένη χρήση του βιολιού, και το τελείωμα του “Golden Threads from the Sun” μπορεί να μείνει στην ιστορία. Σε κάθε ακρόαση ο δίσκος ανοίγεται όλο και περισσότερο, χωρίς να υπάρχει τέλος.