Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! Για μια λογοτεχνία του ανείπωτου
Ο Φώκνερ δεν συναρπάζει σαν ένας απλός μάστορας της γραφής (παρόλο που είναι και τέτοιος, ίσως ο καλύτερος, πιο πλήρης και μοντέρνος, Αμερικάνος λογοτέχνης του προηγούμενου αιώνα). Σε αποσβολώνει σαν φαινόμενο της φύσης. Αυτό που απλώνει στις σελίδες, απέχει τόσο από το κλισέ της συγγραφικής ‘κατάθεσης ψυχής’, όσο κι από τον αστικό περφεξιονισμό της πρόζας που στον Φλωμπέρ συνάντησε το όριό του. Όχι, η τέχνη του Φώκνερ δεν γεννιέται στο εργαστήριο, ούτε έχει στον πυρήνα της το πυρετικό δούλεμα της φράσης που γίνεται αυτοσκοπός (και που, όπως έλεγε ο Μπαρτ στον «Βαθμό Μηδέν της Γραφής» είναι απεριόριστη και τρομάζει με το βάθος της). Στον Φώκνερ η πρόταση είναι μια πνοή που εξαντλεί το οξυγόνο αυτού που την εκπέμπει. Μια καυτή ανάσα, ένα ατέλειωτο λαχάνιασμα είναι αυτή η συγκλονιστική φράση που στο πέρασμά της παρασέρνει κι άλλες φράσεις, οδηγώντας τες σ' έναν ακαθόριστο προορισμό. Δεν είναι γραμμική η τροχιά της, στροβιλίζεται. Μέσα της, παλεύουν τα πρόσωπα, τα γεγονότα και οι εικόνες να πατήσουν σε στέρεο έδαφος, να σταθούν, αλλά ο Φώκνερ δεν τους προσφέρει καμιά καθησυχαστική ηρεμία. Τα αναγκάζει να χορεύουν. Σ' αυτό το διονυσιακό όργιο που μαγνητίζονται τα στοιχεία του μυθιστορήματος, δεν καταφέρνει να επιβληθεί τελειωτικά, ούτε ο πεζός λόγος, ούτε η ποίηση. Εναλλάσσονται, και τη μια είναι η αφήγηση που παίρνει τα ηνία, την άλλη ο λυρισμός που φέρνει τα πάνω κάτω, δημιουργώντας το ιδιότυπο άσμα στο εσωτερικό της πρότασης, σαν μια στιγμιαία και εκρηκτική ανθοφορία.
Το ζητούμενο είναι ο αιφνιδιασμός. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να προστατευθεί από την επίθεση του Φώκνερ που τη μια στιγμή εκπορθεί τη φαντασία και την άλλη θέτει τη λογική σε μια τρομερή δοκιμασία συσχετισμών. Σχεδόν αδυνατείς να εντοπίσεις το πλάνο, το σχέδιό του. Μπορεί να πρόκειται για αρχαιοελληνική τραγωδία, τοποθετημένη στην καρδιά του Αμερικάνικου Νότου, λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας του εμφυλίου. Τι θα ήταν όλο αυτό, όμως, πέρα από ένα φιλολογικό σχήμα, αν δεν το πυράκτωνε, αδιαλείπτως, η μεγαλοφυΐα του Φώκνερ. Γιατί, σ' αυτόν, όλα συμβαίνουν με έναν τρόπο που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα. Τα πλάσματά του έρχονται από άλλες διαστάσεις. Στον δικό μας κόσμο θα ασφυκτιούσαν, έτσι πελώρια που είναι και στο φως και στο σκοτάδι τους, στην αρετή και τη χαμέρπεια, το Καλό και το Κακό (συγκρίνονται μόνο με τις εμβληματικές μορφές του Ντοστογιέφσκι). Ο χώρος της τέχνης μόνο, μπορεί να φιλοξενήσει αυτές τις θεότητες, που δε γνωρίζουν ούτε μια στιγμή μέτρια, ανάλογη με τις δικές μας. Κι όμως, απ' τον δικό μας κόσμο τις άντλησε ο δημιουργός τους. Μόνο που τις γιγάντωσε τόσο, που όσο οικείες κι αν μας φαίνονται κάποιες πλευρές τους, άλλο τόσο μας τρομάζει το μη-αναγώγιμο στην εμπειρία μας, δράμα τους. Δράμα, άλλωστε, που δεν προορίζεται για μας, αλλά για εκείνες μόνο. Γιατί το αξίζουν.
Κι έπειτα είναι αυτή η τόσο χαρακτηριστική τάση του Φώκνερ να κρύβει το γεγονός, να το αφήνει στις σκιές και να το φωτίζει μόνο με υπαινιγμούς, επιτρέποντάς μας να το αντικρίζουμε, πού και πού, φευγαλέα, μέσα από χαραμάδες. Και πάλι, ποτέ ολόκληρο, πάντα τα μέρη, ποτέ το σύνολό του που θα έδινε στις απατηλές όψεις του μια ξεκάθαρη, αναγνωρίσιμη μορφή. Αυτή η τεχνική, η επεξεργασμένη στην εντέλεια, που τη συναντάμε τόσο σε μνημεία της μοντέρνας λογοτεχνίας όπως στο «Η Βουή Και Η Μανία» και το «Φως Τον Αύγουστο», όσο και σε ελάσσονα αστυνομικά μυθιστορήματα μυστηρίου σαν το «Ιερό» (θεωρείται δεδομένο πως ένα ελάσσων έργο του Φώκνερ παραμένει και πάλι μεγαλύτερο από το 90% της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής), είναι το σήμα κατατεθέν της φωκνερικής αφήγησης. Μιας αφήγησης που περικυκλώνει τη δράση, την παραμονεύει στα κρυφά και την εκθέτει μπροστά στα μάτια μας μόνο όταν κάτι τέτοιο κρίνεται απολύτως απαραίτητο. Τότε δηλαδή που η υπερβολικά ερεθισμένη περιέργεια του αναγνώστη έχει προκαλέσει μια τέτοια όξυνση της προσληπτικής του ικανότητας, που ο Φώκνερ μπορεί να τον πλημμυρίσει με το ανείπωτο, με την ηπιότητα ενός θροΐσματος. Το γεγονός στον Φώκνερ είναι το ίδιο το ανείπωτο. Είναι αυτό που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε, που πάντα θα μας γλιστράει μέσα από τα χέρια. Μας λέει πως είμαστε υπερβολικά απρόσεκτοι για το γεγονός, υπερβολικά επιπόλαιοι για να δούμε την κρισιμότητα της Πράξης σε όλη την μεγαλοπρέπειά της.
Γι' αυτό και τα κορυφαία έργα του, στοιβάζουν σαν σε σωρό από αστραφτερά, διακοσμητικά μαργαριτάρια και κοσμήματα, τις λεπτομέρειες, τα επουσιώδη, τις περιφερειακές πράξεις, χειρονομίες και συνέπειες, γύρω από έναν σκοτεινό, λείο όγκο που είναι η κεντρική, τρομακτική Πράξη, απρόσβατη και απέραντη, αδιαπέραστη από τις ερμηνείες, ακόμα κι εκείνων που την έζησαν. Αυτό έχει διαστάσεις μυστικιστικές και καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Φώκνερ δεν εμπιστεύεται τον Λόγο. Δεν πιστεύει στη λογική, τον θετικισμό και την αποτελεσματικότητα της ανάλυσης που επιστράτευαν οι προκάτοχοί του, όταν έμεναν αντιμέτωποι με τη λύδια λίθο του μυθιστορήματος: την Πράξη. Τους βρίσκει πολύ πρόχειρους, πολύ νηφάλιους, πολύ απλοϊκούς στον τρόπο που ξεμπέρδευαν μαζί της, που τη διέγραφαν από τα κιτάπια τους, αφού την είχαν περιγράψει. Ο Φώκνερ, αντίθετα, με ευσέβεια και στοχαστική προσμονή, επειδή γνωρίζει ότι την ιερότητα του μύθου τη συντηρεί η Πράξη και μόνο αυτή, αναμετριέται μαζί της όταν έχει εξαντλήσει όλες τις άλλες επιλογές, όταν δεν έχει πια διεξόδους. Και είναι τότε μια αναμέτρηση συνταρακτική! Μια τιτανομαχία απ' την οποία θα μπορούσαν να διδαχθούν πολλά οι φιλόσοφοι. Είναι ο καλλιτέχνης που σαν άγριο θηρίο πέφτει στην παλαίστρα και ματώνει για να νικήσει αυτό που τον ξεπερνά. Γι' αυτό και οι μεγάλες πράξεις είναι ελάχιστες στην αφήγησή του, η μέθοδος του πλησιάσματος -μέχρι την τελική σύγκρουση- είναι που κάνει το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», ΚΑΙ ένα αριστούργημα τεχνικής. Πρόκειται για μνημειώδες έργο που φτάνει τη μυθιστορηματική τέχνη σε δυσθεώρητα, απρόσιτα, από την πλειονότητα των συγγραφέων, ύψη.
Ο Φώκνερ δεν τελειοποιεί τη γραφή. Την ανακαλύπτει ξανά από το μηδέν. Γιατί η γραφή για όλη την κλασσική αστική λογοτεχνία, ήταν το προϊόν της ευσυνείδητης εργασίας, δηλαδή του ορθολογισμού, της ηθικής, του πολιτισμού. Ήταν η περηφάνια του ήρεμου, αυτοκυριαρχημένου, συνετού πνεύματος που στεκόταν παράμερα και καθρέφτιζε χωρίς παραμορφώσεις την αναμπουμπούλα του κόσμου, δανείζοντάς της κάτι από τη δική του ψυχραιμία. Στον Φώκνερ η γραφή βγαίνει από τα σπλάχνα, απ' το αίμα που κοχλάζει στις φλέβες. Πηγή της είναι τα πνευμόνια που στερεύουν από ανάσες για να ξεδιπλώσουν τη φράση και ξαναφουσκώνουν για να ξοδευτούν εκ νέου. Δεν είναι πια η λογοτεχνία το δροσερό αεράκι που χαϊδεύει τα προβλήματα των ανθρώπων καθώς ίπταται από πάνω τους, αφήνοντάς τα ανέπαφα. Είναι ο άνεμος που λυσσομανάει και ξεριζώνει δέντρα και σπίτια, που σηκώνει παλιρροϊκά κύματα, που συντρίβει τους ανθρώπους πάνω στις πέτρες μαζί με τις έγνοιες τους. Ένα γεγονός φοβερό και ερμητικό, ανάμεσα στα άλλα του κόσμου, μια πράξη εξαντλητική, δαπανηρή και επικίνδυνη, όχι απλώς μια ανεύθυνη καταγραφή άλλων πράξεων αλλά η πραγματική, οριακή Πράξη, η πλέον ουσιώδης και απόλυτη. Η δικαίωση του ανθρώπου και το Βατερλώ του, όπου το μέγιστο διακύβευμα είναι η ίδια του η ζωή. Σε τελική ανάλυση μια λογοτεχνία της αγωνίας, του υπαρξιακού τρεχαλητού, της ταραχής, όπου η ποίηση της δεν σπρώχνει σε ονειροπολήσεις συνειδήσεις καθαρές και συμβιβασμένες αλλά επιδιώκει να γίνει η ίδια, η φλογερή ποίηση του πραγματικού. Και το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» συνιστά την πεμπτουσία αυτής της σπουδαίας λογοτεχνίας. Που δικαιολογεί την απόφαση του μεγάλου Νότιου να της αφιερώσει τον εαυτό του.
«Έγραψε βιβλία και πέθανε» ήθελε να λέει η επιτύμβια πλάκα του. Πράγμα που έγινε. Θα έπρεπε, ωστόσο, να γράφει «έγραψε ΑΥΤΑ τα βιβλία και δε θα πεθάνει ποτέ».