Αγκαλιά
Κατηφόριζα χαρούμενος ένα πλακόστρωτο πεζόδρομο, με τη διάθεση που έχει κάποιος όταν κάνει βόλτα σε διακοπές. Επικρατούσε ησυχία, σαν να ήταν στο mute τα φύλλα από τα δέντρα, τα βήματα μου, τα πάντα, εκτός από τις σκέψεις μου.
Καθώς προχωρούσα, είδα μια μικρή στοίβα με πέτρες στη μέση του δρόμου. Στην ίδια ευθεία υπήρχαν και άλλες πέτρες. Ολοφάνερα το πράγμα ήτανε σοβαρό, και η σκέψη του να τις κλωτσήσω για να δω τι θα γίνει σκέτη κόλαση. Αμέσως είδα το πόδι μου να κλωτσάει τη πιο μεγάλη. Είμαι σίγουρος ότι το χαμόγελο μου είχε ξεκινήσει για να συναντήσει τα αυτιά μου. Το μονοπάτι ήταν έρημο αυτή τη στιγμή, μόνο τα δέντρα γύρω γύρω κουνούσαν τα κλαδιά τους ανέμελα. Κλωτσιά στη μεγάλη πέτρα λοιπόν και το ντόμινο ξεκινάει ιδανικά. Η μικρή κατολίσθηση ξεκίνησε όπως τη σχεδίασε το σατανικό μυαλό μου.
Καθώς ακολουθούσα με το βλέμμα το φαινόμενο που προκάλεσα, διαπίστωσα ότι εκεί που στεκόταν οι τελευταίες πέτρες ήταν μια πανέμορφη κόκκινη βέσπα, στηριγμένη με το σταντ σε τρεις μικρές πέτρες. Πέτρες. Ξαφνικά ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι οι δικές μου, αυτές που είχα κλωτσήσει δηλαδή, είχαν ραντεβού με αυτές τις βολεμένες εκεί κάτω. Και όντως είχαν. Η όμορφη κόκκινη βέσπα τώρα έγερνε καθώς ήταν έτοιμη να πέσει. Μπράφ! Τώρα έβλεπα τα απόκρυφα σημεία της, εκείνα που μόνο ο μηχανικός δικαιούται να δει.
Δε ξέρω τι έγινε μετά από αυτό, αλλά ήταν λες και κάποιος πάτησε το play και εμφανίστηκε κόσμος στο οπτικό μου πεδίο. Σίγουρα κάποιος από αυτούς ήταν ο ιδιοκτήτης της βέσπας. Άρχισα να περπατάω βιαστικά για να του ξεφύγω και να γλιτώσω τις ερωτήσεις μια ώρα αρχύτερα. Άλλωστε τι θα μου λεγε;
“Γιατί κλωτσάς μικρές πέτρες στο πεζόδρομο μεσημεριάτικα;”
Το δίκιο ήταν με το μέρος μου. “Ας μην στήριζες το όχημα σου έτσι κύριε. Άσε που ήταν μες τη μέση”.
Με αυτά στο μυαλό μου πρόσεξα κάπου πίσω μου να με ακολουθεί ένας θυμωμένος κυριούλης. Η εμφάνιση του από όσο μπορούσα να καταλάβω δεν έκρυβε τίποτα το απειλητικό. Κοιλίτσα, αδιάφορα μαλλιά και θυμωμένη έκφραση. Δίπλα μου είχε ένα μεγάλο κτήριο, που συνδεόταν με τον κυρίως δρόμο με κάτι σα γέφυρα και από κάτω κάτι σαν αίθριο. Κατευθύνθηκα προς τα κει ελπίζοντας ότι αν σταθώ στο σωστό σημείο, θα χάσει την οπτική επαφή με μένα.
Το σχέδιο μου πέτυχε και καθόμουν πλέον δίπλα σε μια κολώνα, κάτω από την ιδιότυπη αυτή γέφυρα, περιμένοντας να πέσουν οι παλμοί. Το στήθος μου σαν να είχε ηρεμήσει, όταν γύρισα να φύγω. Δε μπόρεσα να κουνηθώ ούτε εκατοστό, μιας και είδα μπροστά μου τον τσατισμένο τύπο.
-Εσύ φταις που έπεσε η μηχανή. Θα μου τη φτιάξεις. Το πρόσωπο του είχε αρχίσει να κοκκινίζει, οι φλέβες στους κροτάφους του είχανε πεταχτεί, και αν μπορούσα να αγνοήσω τη κατάσταση, θα γέλαγα με τις εκφράσεις που έπαιρνε η φάτσα του.
-Άντε γαμήσου, λέω όλο αυτοπεποίθηση και φεύγω αγέρωχος από τη σκηνή. Αν είχα και ένα πούρο να του φυσήξω καπνό στη μούρη, θα το έκανα.
Λίγο πιο κάτω ο κόσμος είχε πυκνώσει. Λες και τους τραβούσα προς τα μένα. Επιπλέον είχαν όλοι σκυθρωπές φάτσες. Είχα βρεθεί σε κάτι σα λαϊκή αγορά και είχε παντού τέτοιους. Έμοιαζε σαν να ήμουν σε κάποιο παλιό παιχνίδι υπολογιστή και όλοι ήταν ίδιοι μεταξύ τους. Αγνόησα τα όποια αρνητικά συναισθήματα και συνέχισα να προχωράω. Τι στο καλό; μια πέτρα είχα κλωτσήσει.
Ένας οξύς πόνος στο ένα μου πλευρό με έκανε να κοιτάξω μια τσατισμένη μορφή. Μου είχε ρίξει προφανώς μια μπουνιά. Δε πρόλαβα να δω. Το αίσθημα διακοπών που είχα λίγη ώρα πριν πήγαινε περίπατο, και τώρα ένιωθα σα να με πήγαιναν με το ζόρι στον οδοντίατρο. Όλα ήτανε σιχαμερά αυτή τη στιγμή. Ο ουρανός είχε συννεφιάσει και σίγουρα δεν ήθελε καν να βρέξει. Απλά να μου τη σπάσει. Ο αέρας το ίδιο. Οι τσατισμένες φάτσες κοιτούσαν εμένα. Το τοπίο είχε γίνει αδιάφορο. Οι πεταλούδες στο στομάχι μου αρχίσανε να κάνουν πάρτι.
Ώρα να γίνω αόρατος. Έψαχνα απεγνωσμένα να βρω κάποιο αυτοσχέδιο όπλο να κρατήσω, καθώς περνούσα ανάμεσα από το πλήθος με το βλέμμα σχεδόν να κοιτάει κάτω. Τρώω μια σπρωξιά αλλά συνεχίζω να προχωράω. Βλέπω πεταμένο σε κάτι σκουπίδια το πόδι μιας καρέκλας. Το αρπάζω, αλλά αντίθετα από ότι συμβαίνει στα όνειρα μου, δεν νιώθω κανενός είδους παγωμένη ηρεμία. Ο πανικός σίγουρα είναι κάπου κοντά και θέλει απεγνωσμένα να με γνωρίσει. Αποφεύγω μια κλωτσιά τη τελευταία στιγμή, κοπανάω έναν άλλον στη μούρη λίγο πριν με πιάσει με τα χέρια του.
Σίγουρα όλοι έχουν τρελαθεί. Ευτυχώς παρακάτω ο δρόμος ανοίγει. ‘Αρχισα να τρέχω.
Λαχανιασμένος σταμάτησα σε ένα ξέφωτο. Γύρω μου τέσσερις φάτσες κι ανάμεσα τους ο σπαστικός ιδιοκτήτης της βέσπας. Αν μπορούσα να πετάξω, θα πέταγα. Δύο κρατούσαν μαχαίρια. ‘Ένοιωθα σα παγιδευμένο ζώο. Δε μπορούσα να σκεφτώ κάτι για να τη γλιτώσω. Απλά πανικός. Οι σκατόφατσές τους ήταν το τελευταίο που θα έβλεπα.
Ο ένας με κάρφωσε στη κοιλιά με μια ακτίνα ποδηλάτου. Στην αρχή ένας δυνατός πόνος και στη συνέχεια μία γλυκιά ζέστη καθώς αιμορραγούσα. Μόνο που δε λιποθύμησα. Δε μπορούσα να πετάξω, αλλά ήμουν σίγουρος ότι η καρδιά μου θα πέταγε από το πανικό της. Ηλίθιος θάνατος σκέφτηκα. Ούτε μια βαθυστόχαστη ατάκα από μέρους μου, ούτε μια ηρωική έξοδος, ούτε τίποτα. Πεταλούδες, γαμημένες πεταλούδες να κάνουν ρέιβ πάρτι στο στομάχι μου και γώ να αναρωτιέμαι: “Μα για μία πέτρα;”
Τη στιγμή της απόλυτης απόγνωσης, εκείνη άλλαξε πλευρό και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος μου καθώς είχε το δεξί μου χέρι για μαξιλάρι. Εγώ τηλεμεταφέρθηκα στο σκοτεινό δωμάτιο, με το στήθος μου ακόμα να χοροπηδάει, αλλά το χέρι που ακουμπούσε τώρα πάνω μου έριξε τους παλμούς αμέσως. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, ζεστό και παραγεμισμένο με γαλήνη. Έμεινα για λίγο με ανοιχτά μάτια, ήρεμος στην ησυχία της χειμωνιάτικης νύχτας. Η αγκαλιά της με έσωσε από βέβαιο θάνατο.
Photo Sources
- http://dearsusans.wordpress.com