Άκουσέ με, της Μανίνας Ζουμπουλάκη
Στο μυθιστόρημα της Μανίνας Ζουμπουλάκη «Άκουσέ με», η Δώρα δεν μπορεί να αποφασίσει τι από τα δύο ισχύει στην περίπτωσή της. Δεν μπορεί να αποφασίσει, μάλιστα, αν έχει όντως ισχυρή διαίσθηση, ή αν απλά φαντάζεται πράγματα. Όταν όμως αρχίζουν να δολοφονούνται άστεγοι στο κέντρο της Αθήνας, εκείνη βρίσκεται μπλεγμένη και προσπαθεί να «ακούσει» προσεκτικά όλα τα σημάδια που θα την βοηθήσουν να ανακαλύψει τον δολοφόνο και να προστατεύσει τα αγαπημένα της πρόσωπα. Ξεκινώντας από ένα θάνατο που συνέβη πριν από πολλά χρόνια, προσπαθεί να συσχετίσει τα γεγονότα, να ενώσει τα κουβάρια και να βρει αυτόν που κινεί τα αόρατα νήματα.
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη, στο νέο της μυθιστόρημα, θίγει τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα της Αθήνας αλλά και όλης της Ελλάδας: τις ουρές στην εφορία και την τεράστια γραφειοκρατία, την αγωνία των αστέγων που βρίσκονται εκτεθειμένοι στο κρύο και τις κακουχίες, την ντροπή που νιώθουν όταν κάποιος τους δίνει χρήματα: «Κοιμόμαστε όλοι στο δρόμο. Κοιμάσαι για να περάσει η ώρα, να περάσει η ζωή», αναφέρεται μέσα στο βιβλίο της. Η συγγραφέας μας παρουσιάζει μια οπτική που δεν μπαίνουμε στον κόπο να δούμε, γιατί απλά δεν βρισκόμαστε στη θέση τους, δεν μας ανήκει η δική τους πραγματικότητα. Μιλάει επίσης για τον φασισμό, που πλέον τον αντικρύζουμε παντού γύρω μας, όπως υποστηρίζει σε μια συνέντευξή της. Μιλάει ακόμα και για τη γενοκτονία των Αρμενίων, τη φρίκη που έζησαν από τις μαζικές δολοφονίες. Παρουσιάζοντας την «προχωρημένη» οικογένεια της Δώρας, αλλά και το φιλικό της περιβάλλον, θίγει το θέμα του σεξουαλικού προσανατολισμού και την ελευθερία του καθενός να κάνει ό,τι θέλει στην προσωπική του ζωή, ανεξαρτήτως φύλου, αρκεί να μην κάνει κακό στους άλλους. Μας μιλάει για το κακό που μπορεί να προκαλέσει άθελά του ένας ανεκπλήρωτος έρωτας: ζωές κενές, άδειες από συναίσθημα – άνθρωποι που απλά υπάρχουν, χωρίς να ζουν πραγματικά. Προβάλλει την ψευτιά και την πλαστικότητα των ειδήσεων, την παραπληροφόρηση που δεχόμαστε από παντού γύρω μας. Θίγει το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας, τα ορατά αλλά και τα αόρατα τραύματα που μπορεί να προκαλέσει στα μέλη της και αναφέρεται στη δύναμη της διάισθησης που πολλές φορές δεν κάνει λάθος – γιατί όταν βρισκόμαστε μέσα σε ένα δωμάτιο που μας προκαλεί ρίγη ανατριχίλας σαννα βρισκόμαστε σε τάφο, τότε δεν πρέπει να ξαναπατήσουμε εκεί. Οι κακοί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας «δεν εμφανίζονται με μάσκα διαβόλου, είναι σαν κανονικοί άνθρωποι, φαίνονται καλά παιδιά μάλιστα…»
Ο έξυπνος τρόπος γραφής της Μανίνας Ζουμπουλάκη που ξεκινάει κάθε κεφάλαιο συστήνοντάς μάς μια ηρωίδα της μυθολογίας, μας ταξιδεύει στην Αθήνα του τότε και του τώρα. Τότε που ο κόσμος έφτιαχνε ιστορίες, και τώρα που καθένας νοιάζεται μόνο για τη δική του ιστορία. Η απλή, λιτή γλώσσα που χρησιμοποιεί μας δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας με τους ήρωές της οι οποίοι είναι απαλλαγμένοι από καθετί τέλειο κι έχουν τις ίδιες αδυναμίες που θα μπορούσαμε να έχουμε κι εμείς. Παρουσιάζει ιστορίες καθημερινές που θα μπορούσαν να συμβούν στον καθένα μας με μικρές παραλλαγές. Η συγγραφέας μας διδάσκει ιστορία με έξυπνο κι ευχάριστο τόπο, αφού διαβάζοντας τις ξεναγήσεις της πρωταγωνίστριάς της, μαθαίνουμε κι εμείς την ιστορία της χώρας μας.
Καθώς γυρνάμε τις σελίδες, περπατάμε και εμείς στους δρόμους πλάι στη Δώρα και στεκόμαστε δίπλα στο γκρουπ των τουριστών ακούγοντας τις ξεναγήσεις της. Κάνουμε φιλίες, απογοητευόμαστε και ξεχνάμε πως δεν πρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα αν πρώτα δεν «ακούσουμε» προσεκτικά, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τι μπορεί να κουβαλάει ο καθένας μέσα του. «Ερχόμαστε κι εμείς κοντά με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε», όπως η πρωταγωνίστριά του που βιώνει καταστάσεις που δημιουργούν αόρατους, δυνατούς δεσμούς: με την Ναντίν ή αλλιώς Νάντια, τη τουρίστρια από το γκρουπ που ξεναγεί η Δώρα, η οποία ψάχνει εδώ και χρόνια να βρει τον δολοφόνο του αδερφού της, και με τον Χάρη ή αλλιώς Θεοχάρη, τον παιχνιδοπώλη, που ο πατέρας του είναι ένας από τους δολοφονημένους άστεγους. Η συγγραφέας μας φέρνει αντιμέτωπους με διλήμματα που αντιμετωπίζουμε συχνά στην καθημερινή μας ζωή: έχουμε δικαίωμα να ανακατευτούμε στις ζωές των άλλων όταν γνωρίζουμε πράγματα που τους αφορούν; Πρέπει να τους αποκαλύψουμε τα μυστικά που γνωρίζουμε ακόμα κι αν θα προτιμούσαν να μην τα μάθουν ποτέ;
Η ιστορία είναι γραμμένη σαν κινηματογραφική ταινία και καθώς προχωράμε προς το τέλος της, το παρελθόν έρχεται να συναντήσει το παρόν και τότε οι ήρωές του ωριμάζουν, μεγαλώνουν κι έρχονται να συναντήσουν τους σημερινούς ενήλικους εαυτούς τους που δεν έχουν καμία σχέση με πριν. Οι ανατροπές είναι πολλές και ο δολοφόνος, σαν άλλος δόκτωρ Τζέκυλ και μίστερ Χάιντ, περιμένει να τον ανακαλύψουμε.
Άκουσέ με, της Μανίνας Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις Παπαδόπουλος
σελ. 320