Αλλαγή φρουράς, του Παναγιώτη Βλάχου
"Bejahung"
Η «Αλλαγή φρουράς», το τελευταίο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βλάχου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, ξεκινάει με μια μυστηριώδη καταφατική απάντηση. Ένας άνθρωπος εντοπίζεται νεκρός και το μοναδικό μήνυμα (από άγνωστο αποστολέα), το «πρώτο στοιχείο» στο ιδίωμα του αστυνομικού procedural, είναι η γερμανική λέξη Bejahung. Bejahung σημαίνει «ναι», αλλά όχι το ναι της καθομιλουμένης. Ο όρος bejahung είναι ένα «ναι» ολιστικό και οριστικό, μια κατάφαση προς το άθροισμα όλων των επιμέρους ερωτήσεων, μια τελεσίδικη απάντηση αποδοχής προς τα πάντα – και όμως, η απόλυτη αυτή απάντηση γεννά μονάχα ερωτήσεις. Κατάφαση ποιανού και σε τι;
Ίσως αυτό να είναι και ένα εσκεμμένο παίγνιο. Άλλωστε αυτή η φαινομενική αντίφαση, η αντιστροφή δηλαδή της σειράς ανάμεσα στο ερώτημα και την απάντηση, προσεγγίζει έναν βασικό μηχανισμό που διατρέχει το θέμα του βιβλίου αλλά και την εστίαση των πρότερων μυθιστορημάτων του συγγραφέα. Και στο βιβλίο «Οι ανόητοι» (2011) αλλά και στο «Μπλουζ της ανεργίας» (2016, εκδ. Κέδρος και τα δυο) ο Παναγιώτης Βλάχος «σκαλίζει» την ανθρώπινη εμπειρία εστιάζοντας στις βεβαιότητες και την (αναπόφευκτη ίσως;) στιγμή που αυτές ανατρέπονται, αμφισβητούνται ή καταρρίπτονται ολότελα. Οι ήρωές του είναι, σε πρώτο επίπεδο, εύκολα προσδιορίσιμοι, με την έννοια πως ανταποκρίνονται σε ένα σχήμα που περιλαμβάνει πεποιθήσεις, προσεγγίσεις, μηχανισμούς σκέψης και αλληλεπίδρασης με τους άλλους. Οι άντρες του προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο, να τοποθετήσουν εαυτόν εντός του, να καταλάβουν τις γυναίκες και τα πάθη που τους προκαλούν, να δράσουν ως θα όφειλαν βάση του ιδεοτύπου που φτιάχνουν για τον εαυτό τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μοιάζουν όλοι τους συγγενείς, αδέρφια διαφορετικών γονέων, άνθρωποι τους οποίους γνωρίζουμε σε μια στιγμή της ζωής τους όπου καταφάσκουν με βεβαιότητα απέναντι σε αυτό που καταλαβαίνουν για τον κόσμο και τα πράγματα μέχρι τη στιγμή εκείνη που καλούνται να αναμετρηθούν με τον κλονισμό της βεβαιότητας αυτής.
Αυτή η πορεία, από την σιγουριά της αρχής προς τις ανοιχτές θάλασσες των νέων ερωτημάτων και τις συνεπακόλουθες, νέες απαντήσεις (όχι αυτονόητες βεβαίως) θα μπορούσε να μοιάζει με την συνταγή ενός ενήλικου bildungsroman, την «ενηλικίωση» εντός της ενήλικης εμπειρίας, όμως η προσέγγιση του συγγραφέα απέχει συνειδητά από τον διδακτισμό και τα δρομολογημένα τακτοποιημένα επιμύθια. Δεν θέλει, απαραιτήτως, να μιλήσει για ανθρώπους που απλά «ωριμάζουν». Δεν αρνείται ότι στην πορεία της ζωής και της εξερεύνησης του εαυτού έχουν μεγάλη σημασία τα lapses και τα πισωγυρίσματα. Αντίθετα αντιμετωπίζει με κατάφαση, ενίοτε και τρυφερότητα, τον πλούτο τον αντιφάσεων του βιώματος και καταστρώνει ήρωες που μπορεί να υπερβαίνουν τον κοινό ανθρωπότυπο (εν προκειμένω, διονυσιακοί διανοούμενοι, ποιητές του περιθωρίου, μποέμ αστυνομικοί) αλλά τελικά αντιμετωπίζουν τα πιο κοινά των κοινών: τον έρωτα, την φιλία, την ζήλια, τον τρόμο μπροστά στον χρόνο που περνά. Απέναντι σε αυτό το άμορφο, ασχημάτιστο μίγμα του βιώματος που η λογοτεχνία συστηματικά αγκομαχά να σουλουπώσει, ο συγγραφέας και οι ήρωές του καταφάσκουν με τον τρόπο που κάποιος αφήνεται να πέσει στη δροσερή αγκαλιά της θάλασσας.
Καναρίνι-καρδερίνα, ούτε καναρίνι ούτε καρδερίνα
Αν και οι σελίδες της «Αλλαγής φρουράς» είναι μια ανεξάντλητη πηγή για quotes και εδάφια, είτε από λόγια των ηρώων είτε από λόγια άλλων μέσα από τα στόματα των ηρώων, είναι μια φράση προς το τέλος του βιβλίου που λειτουργεί ως το δεύτερο κλειδί: Ο ήρωας αστυνομικός, το POV του αναγνώστη για τον μεγαλύτερο όγκο του βιβλίου (μέρος της ιστορίας ανασυντίθεται μέσω γραμμάτων, προκηρύξεων ή αναπολήσεων), συλλογίζεται την προσωπική του διαδρομή κατά την επίλυση του μυστηρίου και την διαρκή του αναμέτρηση με την, τρόπο τινά, διπλή του φύση: Αυτή ενός αστυνομικού που πράττει υπό συγκεκριμένο κώδικα σκέψης και συμπεριφοράς και αυτή ενός «παιδιού της πόλης» του, ενός πλάνητα μέσα στην ζώσα ιστορία των γειτονιών της Αθήνας. Η υπόθεση οδηγεί τον Αστυνομικό στα όριά του αλλά ο νεαρός που έζησε τα 80s στα πέριξ των Εξαρχείων έχει το ένστικτο και τις λύσεις όταν αυτές χρειάζονται. Εύλογα, ο ήρωας αναρωτιέται για την πρωτοκαθεδρία. Άλλωστε κάτι είμαστε κυρίως, πέρα από τα ρούχα (επαγγελματικά, κοινωνικά κλπ) που φοράμε. Ή μήπως δεν είναι έτσι ακριβώς; Ενθυμούμενος από τα παιδικά του χρόνια το «μπαστάρδεμα» ενός καναρινιού με μια καρδερίνα, αποφαίνεται (η νέα βεβαιότητα), πως δεν είναι (ο ίδιος) ούτε καναρίνι και ούτε καρδερίνα.
Κατ’ επέκταση, το βιβλίο, που ακολουθεί τον βηματισμό ενός καλοστημένου αστυνομικού θρίλερ και μάλιστα στο ύφος και τις αναζητήσεις του μεσογειακού νουάρ, φτάνει συνεχώς να δραπετεύει από το «κοστούμι» του αστυνομικού genre και άλλοτε να γίνεται πολιτικό δράμα, άλλοτε ιστορική περιήγηση στην κουλτούρα και αντί-κουλτούρα της πρωτεύουσας (η Αθήνα είναι μια από τις πρωταγωνίστριες του έργου, αδιαμφισβήτητα – ακόμα και οι παρουσιάσεις του βιβλίου θα όφειλαν να είναι περιπατητικές), άλλοτε ψυχογράφημα μιας γενιάς. Τα παραπάνω όμως δεν είναι παρεκβάσεις˙ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καρδιάς του βιβλίου, είναι το βιβλίο όσο είναι και η αστυνομική του πλευρά (το whodunit). Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας δεν «χαλαρώνει» απλώς τα στεγανά ενός είδους αλλά διαμορφώνει έναν δικό του, ιδιοσυγκρασιακό τρόπο για να αφηγηθεί μια ιστορία τέτοιας έκτασης που ίσως καμία γνωστή φόρμα «είδους» δεν θα μπορούσε να χωρέσει. Το αποτέλεσμα είναι ανανεωτικό ως προς όλους τους επιμέρους μυθιστορηματικούς τρόπους που επιστρατεύονται.
Ματριόσκα
Πέρα όμως από το ευφυές «μπαστάρδεμα» ανάμεσα σε είδη και τρόπους, η «Αλλαγή φρουράς» διαβάζεται ως μια Ρωσική Κούκλα, γεμάτη ιστορίες μέσα στις ιστορίες και επίπεδα μέσα στα επίπεδα. Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία που στην ολότητά της διατρέχει πέντε δεκαετίες και ο ήρωας Αστυνομικός αφήνεται να κάνει reverse-engineering πηγαίνοντας προς τα πίσω, αναζητώντας την «κοιτίδα» ή το πρώτο «γρανάζι» που τελικά δρομολόγησε το αίνιγμα μιας δολοφονίας. Ξεκινώντας με την εκ φύσεως ντετερμινιστική αστυνομική σκέψη συναντά έναν πολυπρόσωπο θίασο ανθρώπων, αθώων και ύποπτων ταυτόχρονα, και μαζί τους ένα πολυφωνικό και γεμάτο τυχαιότητες χάος: Μυστηριώδεις σέκτες που μπορεί να είναι παράνομες ή μπορεί και όχι, ανθρώπους του κύκλου του καθηγητή που μπορεί να τον αγαπούν ή μπορεί και να τον μισούν, παλιούς έρωτες που μπορεί να έχουν ξεχαστεί ή μπορεί ακόμα να φλέγονται, ανθρώπους-αινίγματα που μπορεί να είναι φίλοι ή εχθροί και φυσικά, την Αθήνα. Την Αθήνα και κυρίως την νύχτα της, η οποία μοιάζει άλλοτε να έχει όλες τις απαντήσεις και άλλοτε να αδιαφορεί έστω να συγκρατήσει την μνήμη της.
Η μνήμη αποτελεί ένα τρίτο, ενοποιητικό κλειδί για την «Αλλαγή φρουράς» που προοδευτικά φτάνει να γίνει το βασικό ζητούμενο. Η μνήμη δεν είναι μόνο απαραίτητη για να επιλυθεί το μυστήριο της δολοφονίας του Δημήτρη Ιακώβου αλλά αποκτά μια σχεδόν υπαρξιακή διάσταση, γίνεται ένα όχημα με το οποίο οι ήρωες προσπαθούν να εντοπίσουν τον εαυτό τους ή, πιο σωστά, να εντοπίσουν τον εαυτό τους που στεκόταν απέναντι στον κόσμο με την βαθιά κατάφαση του Bejahung ώστε να μπορέσουν ξανά, στο μεγάλο τέλος των βεβαιοτήτων, να βρουν μια συμφιλίωση με το χρόνο και τις πολλαπλές τους εκδοχές. Το μυστήριο λύνεται μονάχα όταν η μνήμη εκτίθεται ξανά, όταν μπορεί εκ νέου και σχηματοποιείται μέσα από λόγια και συναισθήματα. Όταν αυτό γίνεται δεν έχουμε απλά τη λύση ενός γρίφου: Οι ήρωες ολοκληρώνουν τον ημιτελή τους κύκλο, στηρίζονται στις μνήμες τους και αποκτούν εκ νέου μια εικόνα του εαυτού τους. Μπορούν πλέον να αφεθούν ξανά στα ορμητικά νερά του χρόνου χωρίς να αναζητούν μια όχθη και χωρίς τον διαρκή φόβο του αγνώστου και του θανάτου. Η πρώτη και η τελευταία κούκλα στη μπαμπούσκα γράφει επάνω της Bejahung.
Ένα βαθύ, πολυεπίπεδο και εν τέλει στοργικό και τρυφερό page turner, που αποτελεί ταυτόχρονα και την «μνήμη» μιας γενιάς και της πόλης που περπάτησε. Ταυτόχρονα, μια ζωηρή συνομιλία με την λογοτεχνία, την πολιτική, την φιλοσοφία, την ψυχανάλυση, την κουλτούρα, την σύγχρονη κοινωνική κριτική. Ογκώδης (σε εύρος και πολυπλοκότητα) σύλληψη και μελετημένη, ακριβής εκτέλεση.
Αλλαγή φρουράς, του Παναγιώτη Βλάχου
Εκδόσεις Κέδρος
σελ. 456