Scroll Top

Λόγος + Τέχνη

Αλμπέρτο Μοράβια: Η αδιαφορία ως αργή αυτοκτονία

feature_img__almperto-morabia-i-adiaforia-os-argi-autoktonia
Ο Αλμπέρτο Μοράβια εξέδωσε το 1929, σε ηλικία μόλις 22 ετών, το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Οι αδιάφοροι» (“Gli Indifferenti”), το οποίο προσγειώθηκε σαν φλεγόμενος μετεωρίτης στον κόσμο της λογοτεχνίας. Μέσα από μία πρωτοφανή αποθέωση από τους κριτικούς της εποχής, «Οι αδιάφοροι» χαιρετίστηκαν ως μία στροφή ανανέωσης και μοντερνισμού ως προς τη δομή και το ύφος του σύγχρονου μυθιστορήματος. Για την ακρίβεια, πέρα από ανανεωτικό ή ριζοσπαστικό, το συγγραφικό ντεμπούτο του Μοράβια υπήρξε ταυτόχρονα προάγγελος νέων τάσεων που δεν είχαν ακόμη σχηματοποιηθεί, αλλά και άξιος κληρονόμος παλαιών διδαχών. 

Δεκατρία χρόνια αργότερα, ο Μερσώ του Αλμπέρ Καμύ αιχμαλώτισε τους απανταχού αναγνώστες με την αποστασιοποίησή του από όσα (του) συμβαίνουν. Με το ότι ήταν ανήμπορος να κλάψει στην κηδεία της μητέρας του. Με το ότι διαπράττει τον φόνο ενός αγνώστου στην παραλία μηχανιστικά και με παγερή αποστασιοποίηση. Με το ότι νιώθει ολότελα «ξένος» απέναντι τόσο στον κόσμο που τον περιβάλλει όσο και απέναντι στην ίδια του την ύπαρξη. Αυτή ακριβώς η σαρωτική αποξένωση και η βασανιστική απάθεια αποτυπώνονται κατά τρόπο υποδειγματικό στις σκέψεις και τις (μη) πράξεις του Μικέλε Αρντένγκο, της κεντρικής περσόνας στο βιβλίο του Μοράβια. Αρκετά χρόνια προτού συγκροτηθεί ο πυρήνας του Υπαρξισμού από τον Ζαν Πολ Σάρτρ και δίχως να έχει εντρυφήσει (σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα) στους φιλοσόφους που αποτέλεσαν τη βάση αυτού του ρεύματος, όπως ο Κίρκεγκααρντ και ο Χάιντεγκερ, ο Μοράβια συγγράφει ένα μυθιστόρημα με έντονες υπαρξιστικές πινελιές.

Παράλληλα, αιχμαλωτίζει με φοβερή σαφήνεια και αμεσότητα εκείνη τη νεκρή στιγμή. Εκείνη την αδιόρατη γκρίζα ζώνη που βιώνεται σαν να κρατά μια αιωνιότητα. Το μεσοδιάστημα δηλαδή, το οποίο χωρίζει την ανθρώπινη βούληση για μία ενέργεια από την εκκίνηση της ενέργειας αυτής. Ο άνθρωπος και η αιώνια μάχη λοιπόν μεταξύ λεγομένων και πεπραγμένων. Μεταξύ του διλήμματος που εκκρεμεί και της απόφασης που δεν μπορεί πλέον να ακυρωθεί. Ο Ντοστογιέφσκι τρυπώνει από την κλειδαρότρυπα, μέσα από τον συσχετισμό όλων των παραπάνω. Μέσα από τη βασανιστική αμφιβολία του τι πρέπει να γίνει, αν και πώς πρέπει να γίνει και το κατά πόσο έχει ήδη δρομολογηθεί σε ένα ασυνείδητο (ή βαθύτερα ενσυνείδητο) επίπεδο.

Από εκεί και έπειτα, το “Gli Indifferenti” σηματοδότησε (όπως συχνά συμβαίνει με τις δημιουργίες – ορόσημα μεγάλων καλλιτεχνών) τις σταθερές που έμελλε να διέπουν το έργο του Μοράβια. Ο Μικέλε, τα συγγενικά του πρόσωπα και ο περίγυρος αυτών περιδιαβαίνουν τη ζωή, έχοντας απολέσει (αν ποτέ την διέθεταν) οποιαδήποτε έννοια σκοπού, νοήματος και σύνδεσης με τους δρώντες και τα δρώμενα. Βαριούνται πολύ, βαριούνται σαν να μην υπάρχει αύριο, βαριούνται αλύπητα, βαριούνται του θανατά. Σε αυτό το κλίμα παρατεταμένης και εξελικτικής αδράνειας, αδυνατούν να θέσουν μέτρα και σταθμά. Είναι παντελώς ανίκανοι να προσδώσουν την παραμικρή αναλογικότητα μεταξύ των συμπεριφορών τους και των συνεπειών που αυτές επιφέρουν. Η έλλειψη κινήτρου κατατρώει την ψυχή, εκμηδενίζει την ανάγκη για αξιοπρέπεια και ηθικό ανάστημα. Ο ξεπεσμός είναι το τελευταίο αποκούμπι ζωής. Η ψυχική αποκτήνωση είναι, όχι η ιδανική, αλλά επί της ουσίας η μόνη λύση προκειμένου η ζωή να αποκτήσει κάποιο αλατοπίπερο συγκίνησης.

Η οκνηρία μετατρέπεται σε ζήτημα βαθιά προσωπικό, επομένως σε ζήτημα βαθιά πολιτικό. Το προσωπικό είναι πολιτικό, το λέει και το σύνθημα. Η συγκεκριμένη θεματική θα απασχολήσει σε βάθος τον Μοράβια και θα βρει μάλλον την αρτιότερη και πληρέστερη διέξοδό της είκοσι δύο χρόνια αργότερα, στο μυθιστόρημα «Ο κομφορμιστής» (“Il Conformista”). Εκεί όπου η ανία και η παραίτηση οδηγούν στον απόλυτο προσεταιρισμό του σκοταδιού. Η απάθεια, με τρόπο παράδοξο αλλά εξηγήσιμο, μετατρέπεται σε βίαιη παρόρμηση. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς γαμψά νύχια και κοφτερά δόντια για να υποκύψει στον φασισμό, μοιάζει να μας λέει ο Μοράβια. Αρκεί να μην ζει, αρκεί να ποθεί με τρόπο διεστραμμένο μία ψευδεπίγραφη «φυσιολογικότητα». Σε αυτό το αρρωστημένο κλίμα, είναι απολύτως αναμενόμενο ο έρωτας να αποκτά μία χροιά διεστραμμένη και νοσηρή. Η κρεβατοκάμαρα είναι πεδίο μάχης και επιβεβαίωσης. Η σεξουαλική ικανοποίηση και η σεξουαλική ανικανότητα καθρέφτες των κόμπλεξ και των απωθημένων. Ο αυνανιστικός ερωτισμός της εξουσίας πάντα παρών.

Επιστρέφοντας στο πρώτο πόνημα του Μοράβια και εξετάζοντας τα εκφραστικά του τερτίπια, παρατηρούμε ένα στυλ συμπαγές, στιβαρό και κάθε άλλο παρά πειραματικό ή άγουρο. Φρεσκάδα του λόγου, επιθετική ακρίβεια στην περιγραφή μύχιων σκέψεων, απόρριψη κάθε τεχνητού καλλωπισμού. Υπεράνω όλων ίσως, μία υφέρπουσα ειρωνεία, ένας βαθύς σαρκασμός. Ένα χιούμορ τόσο πικρό που σε κάποιες στιγμές δεν γίνεται καν αντιληπτό. Μία χλεύη και ταυτόχρονα μια ανεκτική κατανόηση απέναντι στα ανθρώπινα πάθη και λάθη, απέναντι στη σκληρή φαρσοκωμωδία της ζωής. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο στο “Gli Indifferenti” είναι το χρονικό πλαίσιο, στο οποίο εκτυλίσσεται. Μία fast track ιστορία κατάπτωσης και φτήνιας, δοσμένη σε 48 ώρες. Ο Μικέλε Αρντένγκο είναι υπό μία έννοια ένας μακρινός Ιταλός ξάδελφος του Λεοπόλδου Μπλουμ. Ο Μοράβια ανέφερε με ευλαβική επαναληψιμότητα τον Τζέιμς Τζόυς ως μία από τις βασικές του επιρροές, ενώ η μορφή του “Gli Indifferenti” είχε άμεση συνάφεια με την εκπεφρασμένη του επιθυμία να γράψει ένα μυθιστόρημα που να φέρνει σε θεατρικό έργο.

Ο Αλμπέρτο Μοράβια διατήρησε και εξέλιξε όλα τα παραπάνω υφολογικά στοιχεία στην πορεία της συγγραφικής του καριέρας, χωρίς φυσικά να παραλείψει να προσθέσει καινούργια. Ως σταθμός μπορεί να θεωρηθεί το μυθιστόρημα του 1949, «Η γυναίκα της Ρώμης» (“La Romana”), το οποίο άνοιξε την πόρτα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση (και μάλιστα μέσα από τα μάτια μιας νεαρής εκδιδόμενης Ρωμαίας), η οποία πιθανότατα άγγιξε την κορύφωσή της πέντε χρόνια αργότερα, στα «Ρωμαϊκά διηγήματα» (“Raconti Romani”). Παρεμπιπτόντως, όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος ο Μοράβια σε αρκετές του συνεντεύξεις, η Αντριάνα, αυτή η συγχρόνως κυνική και τρυφερή «γυναίκα της Ρώμης», υπήρξε ο χαρακτήρας στον οποίο επέδειξε τη μεγαλύτερη αδυναμία σε ολόκληρη τη συγγραφική του διαδρομή. Αναλλοίωτη σταθερά σε αυτό το μακρύ ταξίδι, η ανθρώπινη ατολμία και η ανημποριά του να αντιδράσει κανείς απέναντι σε συνθήκες εξωτερικές και εσωτερικές που τον βαραίνουν συντριπτικά.

Κλείνοντας, μια μικρή λοξοδρόμηση προς τον κινηματογράφο. Αρκετά από τα έργα του Μοράβια έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, με τις δύο διασημότερες μεταφορές να είναι το “Il Conformista” (Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, 1970, με τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν) και το “Le Mépris” (Ζαν Λυκ Γκοντάρ, 1963, με τον Μισέλ Πικολί και την Μπριζίτ Μπαρντό, βασισμένο στο μυθιστόρημα “Il Disprezzo”). Παρόλα αυτά, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, ο σκηνοθέτης που αποδίδει πληρέστερα το πνεύμα των έργων του Μοράβια είναι χωρίς αμφιβολία ο Μικελάντζελο Αντονιόνι. Η Ζαν Μορό και ο Μαρτσέλο Μαστροιάνι στο “La Notte” (1960), όπως και η Μόνικα Βίτι και ο Αλέν Ντελόν στο “L’Eclisse” (1962), είναι τυπικότατοι «μοραβιακοί» ήρωες. Αποσπασμένοι από τη ζωή, βουτηγμένοι στην ανυπαρξία. Παραδεχόμενοι την κατάστασή τους, αλλά δίχως την δύναμη να την αλλάξουν. Ίσως και δίχως τη θέληση κατά βάθος, ποιος ξέρει…

1
Μοιράσου το