An Elephant Sitting Still, του Hu Bo
Ένα φιλμ που οι Έλληνες θεατές γνώρισαν (ή μάλλον «βίωσαν», μ’ όλο το νόημα που περικλείει η λέξη) για πρώτη φορά στο περασμένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης κι έφτασε τώρα το πλήρωμα του χρόνου (και η εμπορικά ριψοκίνδυνη διανομή βεβαίως) για να μας ξαναπροσκαλέσει σε μια βαθιά, ζωογόνο κατάδυση στο χωροχρόνο του. Κι αν ξεκινήσουμε από τα του περιβάλλοντος του έργου, τα εντελώς συγκυριακά και πρακτικά, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια ταινία-τιτανικό· παρθενικό ταξίδι σ’ αχαρτογράφητα μάλιστα νερά, και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα ενός απίστευτα ιδιοφυούς καλλιτέχνη. Γιατί ο Hu Bo έδωσε τέλος στη ζωή του μόλις στα 30 του χρόνια και λίγους μήνες αφότου μας παρέδωσε αυτό το κολοσσιαίο έργο τέχνης που ήταν και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο.
Στα ενδότερα λοιπόν. Η υπόθεση της ταινίας θα ξεκινήσει να κατασκευάζεται γύρω από τον πυρήνα ενός διαδεδομένου θρύλου. Υπάρχει λένε σε μια πόλη της βόρειας Κίνας, το απομακρυσμένο Manzhouli, ένας ελέφαντας που κάθεται ολημερίς ακίνητος. Ίσως γιατί οι άνθρωποι τον βασανίζουν με τις λόγχες τους ή πιθανότατα γιατί απλά έτσι του αρέσει· κανένας δεν μπορεί να ξέρει με ακρίβεια. Τέσσερις άνθρωποι ωστόσο, καθ’ όλα διαφορετικοί βιωματικά μεταξύ, θα διασταυρωθούν με φόντο αυτόν τον αδιόρατο μύθο και στο συνεχές μιας μόνο ημέρας θα βυθιστούν σε μια βασανιστική αλλά λυτρωτική αλληλεπίδραση που θα τους φτάσει στο μεταίχμιο της ψυχικής διάλυσης. Τέσσερις ολότελα ασυμβίβαστες ζωές, μα την ίδια στιγμή αλληλοπλεγμένες κι αλληλεξαρτώμενες που ερείδονται σ’ ένα κοινό κατάφωτο όραμα: να γλιτώσουν από τη φρίκη ενός βάρβαρου κόσμου που τους σφίγγει σαν ανάλγητη μέγγενη. Να αποδράσουν με οποιοδήποτε τρόπο από την υπαρξιακή κόλαση που κατατρύχει τον καθένα τους με τόσο διαφορετική αλλά και τόσο όμοια βαναυσότητα. Ο Wei Bu (Peng Yuchang), είναι ένας έφηβος μαθητής που θέλει να το σκάσει από την πόλη γιατί έσπρωξε στη σκάλα του σχολείου του τον Yu Shuai, έναν συμμαθητή του ο οποίος τον εκφόβιζε και τον κακοποιούσε ψυχολογικά. Μαζί του όμως θέλει να τον ακολουθήσει η συμμαθήτριά του Huang Ling (Wang Yuwen), που εγκατέλειψε το σπίτι της αλκοολικής μητέρας της και βρίσκει τώρα τον εαυτό της μέσα σε μια δίνη σπίλωσης και ανυποληψίας, εξαιτίας της κυκλοφορίας ενός βίντεο που την απεικονίζει σε ερωτικές περιπτύξεις με τον υποδιευθυντή του σχολείου. Πίσω τους, ο μεγαλύτερος αδερφός του Yu Shuai, ο Yu Cheng (Zhang Yu), που είναι ένας παραβατικός χαρακτήρας, μπλεγμένος σε τοπικές συμμορίες, ο οποίος και αισθάνεται υπεύθυνος για την αυτοκτονία ενός φίλου με του οποίου τη γυναίκα διατηρούσε παράνομο δεσμό. Και τέλος ο Wang Jin (Liu Congxi), ένας ηλικιωμένος που η κόρη του μαζί με το γαμπρό του θέλουν με προσχηματικά επιχειρήματα να τον διώξουν από το σπίτι και να τον κλείσουν σε οίκο ευγηρίας.
Ο Κινέζος σκηνοθέτης, με τη συγκλονιστικά διορατική ματιά του, ξετυλίγει ένα εικοσιτετράωρο, από την πρώτη χαραυγή μέχρι το πιο βαθύ σκοτάδι, για να μας συστήσει όχι μόνο τους ήρωες που κατασκεύασε, αλλά πρωτίστως τις πιο μύχιες κι απόκρυφες γωνιές της ψυχής τους. Μπορείτε να φανταστείτε τι ακριβώς είναι ένας ελέφαντας; Αν ψηλαφούσαμε για λίγο τα νοήματα που μας έρχονται αυθόρμητα στο μυαλό θα λέγαμε πως είναι ένα πλάσμα θηριώδες και γιγαντιαίο· πλάσμα φαινομενικά ανίκητο. Το αναγνωρίζουμε εκ πρώτης όψεως σαν ένα ζώο που διακρίνεται για την οργιαστική του δύναμη ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα πλάσματα της φύσης. Ο Hu Bo όμως το ακινητοποιεί από τον τίτλο του ακόμα. Ο ελέφαντας στέκεται. Τον αποδυναμώνει και τον απομυθοποιεί. Το άλλοτε κλασσικό σύμβολο μιας απρόσιτης εξουσίας και επιβολής επί των γινομένων, μένει τώρα στατικό και παγωμένο μέσα στον κόσμο που το περιβάλει. Μες στη ζωή της χιλιόπικρη. Κι αυτή ακριβώς θα είναι η καταποντιστική μοίρα που θα αναγκαστούν να επωμιστούν οι ήρωες που φιλοτεχνεί αυτός ο ευφυέστατος σκηνοθέτης.
Οι χαρακτήρες αυτού του ανατριχιαστικά υπαρξιακού και ανθρωποκεντρικού φιλμ βαίνουν μέσα σε λίγες ώρες και με μια ιλιγγιώδη δυναμική προς την απόλυτη αποσάθρωση, την αναπόφευκτη αποσύνθεση.Μετέωροι μέσα στα σφάλματα και τις αμαρτίες τους, εμμονικοί και βουτηγμένοι σε μια διαλυτική εσωστρέφεια, οι τέσσερις τραγικές υπάρξεις θα κατατροπωθούν προοδευτικά από μια πραγματικότητα τόσο αδιαπέραστη όσο και η ομίχλη που τους τυλίγει. Είναι ένας κόσμος ψοφοδεής και βαλτώδης, τόσο πυκνός κι ασφυκτικός που μπορείς σχεδόν να τον κόψεις με το μαχαίρι. Κι από τη φαινομενική απάθεια των προσώπων, τη συναισθηματική αποτελμάτωση και τα ασύσπαστα κορμιά, θα περάσουμε με φόντο την πνιγερή πόλη προς την ολοκληρωτική αποσυναρμολόγηση. Οι ήρωες λύνονται σε κλάματα και έντονους, εκφραστικούς θρήνους. Δακρύζουν. Ματώνονται. Στέκουν ακίνητοι κάτω απ’ την πρέσα του τοπίου που τους συνθλίβει.
Ο Hu Bo, δεν έφτιαξε μόνο ένα φιλμ βαθύτατα «απογυμνωτικό» και ειλικρινές. Κατάφερε να βυθιστεί μέσα στον υπαρξιακό εφιάλτη και να επιστρέψει ακέραιος και αλώβητος ώστε να τον μεταμορφώσει σε εικόνα και να μας τον διηγηθεί. Αυτός ο εμβριθής ανατόμος του υποσυνειδήτου και των ενορμήσεων, στήνει τις φιγούρες του με την ίδια παγωμένη εικαστική διάθεση των αδερφών Dardenne και του Αγγελόπουλου, για να τους εξαϋλώσει εν τέλει σχεδόν ευλαβικά μέσα στον κόσμο που κινούνται κι αναπνέουν. Δεν μισεί τους ήρωές του, αυτό είναι σίγουρο. Δεν θα παραδινόταν διαφορετικά με τέτοια λαίμαργη και ηδονική διάθεση στα πρόσωπά τους. Αντίθετα κατασκευάζει χαρακτήρες μόνο και μόνο για να εντρυφήσει στο φροϋδικό «Αυτό» τους. Να κατανοήσει τις προθέσεις και τις εσωτερικές εντάσεις τους. Και παρόλο που θεωρεί αναπόφευκτο και προδιαγεγραμμένο το φινάλε τους, εξακολουθεί να επιμένει στα σχήματα και τις μορφές του ψυχισμού τους.
Κι είναι αυτή ακριβώς η ανηλεής ψυχική αναδίφηση που θα οδηγήσει στο καθηλωτικά μεθοδικό μοντάζ και στα εκτενή πλαν σεκάνς του φιλμ. Γυρισμένα με μια αεικίνητη Steadicam και με ελεύθερες, απόλυτα οργιώδεις κινήσεις του φακού, τα μακροσκελή πλάνα περιελίσσονται στο χώρο και εξερευνούν κάθε γωνία του σκηνικού περιβάλλοντος (το σπαρακτικό τράβελινγκ ξενάγησης στο γηροκομείο είναι ίσως μια από τις ομορφότερες σκηνές των τελευταίων ετών του σινεμά). Ο θεατής σχεδόν χορεύει γύρω από τα πρόσωπα· τα αγκαλιάζει, τα εξερευνά. Η φωτογραφία είναι ιδανικά αποπνικτική. Γεμάτη σκιές, ομιχλώδεις χρωματισμούς και μαλακό φωτισμό, οι ήρωες μοιάζουν σχεδόν να επιπλέουν μέσα στη σκοτεινιά κι εν τέλει να ενοποιούνται μαζί της. Περί σκηνογραφικής κατασκευής προφανώς αξίζει και μια ειδική μνεία στον υπεύθυνο του ρεπεράζ, που έλιωσε πραγματικά τα δραματουργικά υποκείμενα μέσα στην αχλή και την ακρωτηριαστική απροσωπία του περιβάλλοντος. Κι εδώ ακριβώς είναι που εντοπίζεται η προαναφερθείσα υφολογική επαφή με τους Dardenne και τον Αγγελόπουλο. Επιπρόσθετη συμβολή για την προσήλωση του θεατή στα πρόσωπα του δράματος και τον ψυχισμό τους, παίζει προφανώς και το ασφυκτικά κλειστό βάθος πεδίου (περίπου ένα με ενάμιση μέτρο στα περισσότερα κάδρα), που κρατάει τους ήρωες συνεχώς καθαρούς και νεταρισμένους ενώ ο σκηνικός χώρος (ακόμα κι όταν υπάρχουν πτώματα σ’ αυτόν) βρίσκεται διαρκώς στο φλου. Με μια τεχνική που παραπέμπει σαφέστατα στον László Nemes, συνεπικουρούμενη βεβαίως κι από τα πολύ κοντινά πλάνα, το μάτι μας κεντράρει αδιαλείπτως στις εκφράσεις των προσώπων, που είναι κι αυτές που αποκρυσταλλώνουν όλες τις εσωτερικές εντάσεις και συγκρούσεις των χαρακτήρων. Οι γωνίες που επιλέγονται για το φακό είναι πολλές φορές ρηξικέλευθες, αλλά ποτέ δεν ξεπέφτουν στη επιτηδευμένη φιλαυτία και την εικαστική πρόκληση. Πότε οριζόντιες, πότε πλονζέ και πότε κοντρ-πλονζέ μαγνητίζουν το ενδιαφέρον κι επαναπροσδιορίζουν συνεχώς την παρουσία των προσώπων στο κάδρο. Ευρηματικός αλλά κι ευρυμαθής είναι όμως ο Hu Bo και στην ίδια τη σύνθεση των κάδρων (πως θα μπορούσε να μην ήταν άλλωστε έχοντας θητεύσει στο πλευρό του του ογκόλιθου που ονομάζεται Bela Tarr). Με μια αριστοτεχνική δεξιοτεχνία, που μαρτυρά βαθύτατες γνώσεις τόσο τεχνικής όσο και κινηματογραφική ιστορίας, ο Κινέζος σκηνοθέτης στήνει έκκεντρα το φακό του, αφήνει πολλούς ήχους και πρόσωπα της πλοκής να δρουν εκτός πεδίου κι αποδιοργανώνει συχνά πυκνά την προοπτική ώστε να υποβάλει ένα αίσθημα ηθικής σύγκρουσης μεταξύ των ηρώων που συμμετέχουν στα τεκταινόμενα. Θυμίζοντας λοιπόν τα αριστουργηματικά πλάγια κάδρα που θεμελίωσε ο Wajda και τελειοποίησε ο Fassbinder, o Hu Bo χαρτογραφεί τα υπαρξιακά διλήμματα των χαρακτήρων του, στήνοντάς τους σε λοξή διάταξη και υπερτονίζοντας έτσι την παράδοξη αλληλεπίδρασή τους. Υποβλητικά συναισθήματα γεννάει βέβαια και η λεπτολογικά προσεγμένη μουσική επένδυση, που φωταγωγεί πολύ μελετημένα .κάποια πλάνα και μου θύμισε έντονα radio headικές εποχές OK Computer
Είναι δύσκολο καμιά φορά να αρθρώσεις τη λέξη «αριστούργημα» για ένα έργο. Κι ακόμα δυσκολότερο είναι να μην ανταποκρίνεται ούτε αυτή η λέξη στην πραγματικότητα. Κι όσο κι αν έψαχνα δεν κατάφερα εν τέλει ν’ ανακαλύψω ψεγάδι στο «Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος». Το χαοτικών προεκτάσεων φιλμ του Hu Bo, συνθέτει υπέροχα άρτιους χαρακτήρες και τους τοποθετεί μέσα σ’ ένα ιδανικό, σχεδόν κατανυκτικό αφηγηματικό πλαίσιο. Καταπιάνεται με μια πληθώρα θεμάτων και κατορθώνει να τα αναπτύξει όλα στην εντέλειά τους, χωρίς ν’ αφήνει τίποτα στην τύχη. Η ευθραυστότητα των οικογενειακών δεσμών, η φιλία, το θάρρος, η ενοχή κι ο θάνατος διαπλέκονται με τέτοια μυσταγωγική διάθεση που ο θεατής δεν προλαβαίνει ποτέ να συνέλθει μέσα στην τετράωρη διάρκεια της ταινίας. Μα πάνω απ’ όλα, εκείνο που σκιαγραφείται με λαμπρότατο πάθος, αληθινά και εκστατικά, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και το υπάρχειν του. Ένας ύμνος του σήμερα, μια καταιγιστική ψυχαναλυτική ελεγεία. Κι αυτό είναι τελικά που θα γεννήσει μια τόσο έξοχη ταινία που θα μείνει στην ιστορία του σινεμά. Σ’ ευχαριστούμε Hu Bo!!
Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.
An Elephant Sitting Still, του Hu Bo
Μεταφρασμένος Τίτλος: Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος
Είδος: Δράμα
Διάρκεια: 230΄
Βαθμολογία: 10/10