Scroll Top

Βιβλιοθήκη

Αναλωμένοι, του David Cronenberg

feature_img__analomenoi-tou-david-cronenberg
Ένα ζευγάρι νεαρών ρεπόρτερ στο κατόπι ενός φερόμενου ως δολοφόνου Γάλλου φιλοσόφου, ανάμεσα σε σπάνια αφροδίσια νοσήματα, σωματικές παραμορφώσεις και τεχνολογικά φετίχ. Ο David Cronenberg αφήνει το μοντάζ και τις κινηματογραφικές εμμονές του, μόνο και μόνο για να τις αναπτύξει ακόμα πιο βαθιά και πλέρια στο χαρτί. Οι «Αναλωμένοι» (“Consumed”) του, καταναλώνουν και καταναλίσκονται ενώ προσπαθούν να ξαναβρούν την επαφή με το ίδιο τους το σώμα και την αγνή του αλήθεια. 

«Άσε με να σε ξετυλίξω»

Αυτά είναι τα λόγια του Αριστίντ Αροστεγκί προς την Ναόμι Σέμπεργκ, καθώς προσπαθεί να την πείσει να συμμετάσχει σε μια «αναπαράσταση» της συμβολής του στη μαστεκτομή της γυναίκας του, Σελεστίν Αροστεγκί. Η Ναόμι, μια νεαρή δημοσιογράφος που αναζητά το επόμενο μεγάλο θέμα, θα παραδοθεί στην παράξενη γοητεία του μεσήλικα φιλόσοφου, έχοντας βυθιστεί για τα καλά στο ζήτημα το οποίο ερευνά: Άλλωστε, ο Αριστίντ Αροστεγκί ετοιμάζεται να την «ξετυλίξει», ενώ και οι δυο τους κρύβονται στην Ιαπωνία, καθώς ο ίδιος είναι καταζητούμενος από τις γαλλικές αρχές για τη δολοφονία της γυναίκας του. Όπως επίσης και για τον ακρωτηριασμό της αλλά και για την… κατανάλωση μερών του σώματός της. 

Ο Αριστίντ Αροστεγκί είναι μια φιγούρα που απηχεί ταυτόχρονα στον Dr. Hannibal Lecter αλλά και τον… Louis Althusser, τον οποίο και μνημονεύει. Η επιθυμία του να αλληλεπιδράσει με το στήθος της νεαρής δημοσιογράφου, ως όρος για να καταλήξει στην όποια «αλήθεια» της φρικτής υπόθεσης που τον αφορά, εκφράζεται με μια πολύ συγκεκριμένη φράση: Το «άσε με να σε ξετυλίξω», όπως λέει ο ίδιος, αφορά στο κορυφαίο φετίχ του καταναλωτισμού, στα μοναδικής τέχνης και εκτέλεσης youtube βίντεο στα οποία η κάμερα παρακολουθεί νέα, ακριβά (και συνήθως ηλεκτρονικά) προϊόντα να ξετυλίγονται και να αποσυσκευάζονται με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια και προσήλωση. 

Ο φερόμενος ως κανίβαλλος άλλωστε φιλόσοφος, είναι ένας κορυφαίος διανοητής με σημαντικές εργασίες απέναντι στον καταναλωτισμό και τα καταναλωτικά ήθη της σύγχρονης εποχής. Μοιάζει να φετιχοποιεί τα καταναλωτικά φετίχ ως σημειολογίες ενός παγκόσμιου συμπτώματος, με τον ίδιο τρόπο που μοιάζει να φετιχοποιεί τη μυστηριώδη πάθηση της γυναίκας του, η οποία οδήγησε στην τραγική της κατάληξη(;). Άλλωστε, λίγο πριν βρουν οι αρχές τα απομεινάρια της γυναίκας του και το διαδίκτυο πλημμυρίσει με τις αποτρόπαιες φωτογραφίες, η Σελεστίν Αροστεγκί ήταν βέβαιη πως στο στήθος της κατοικούσε μια ομάδα… εντόμων, ένα παράξενο σύμπτωμα που γεννήθηκε ύστερα από την θέαση μιας ιδιαίτερης βορειοκορεατικής ταινίας στο φεστιβάλ των Καννών, με τίτλο: «Η ορθολογική χρήση των εντόμων». 

Όσο λοιπόν η νεαρή δημοσιογράφος Ναόμι προσπαθεί να βρει την άκρη αυτού του ολότελα παράξενου νήματος, ο σύντροφος και συνάδελφός της Νέιθαν Μαθ βρίσκεται σε μια παράλληλη περιπλάνηση που ξεκινάει από ημιπαράνομα πειραματικά χειρουργικά εργαστήρια στη Βουδαπέστη, σπάνια αφροδίσια νοσήματα και μια νεαρή γυναίκα που εξασκείται σε μια αλλόκοτη τέχνη με τη βοήθεια των 3D εκτυπωτών. 

Στο μυαλό του David Cronenberg

Αν όλα αυτά μοιάζουν παράξενα και παράδοξα, θα είναι ταυτόχρονα αρκετά γνώριμα για όποιον/α έχει ήδη εισαχθεί στο ιδιαίτερο κινηματογραφικό (και πλέον, λογοτεχνικό) σύμπαν του Καναδού σκηνοθέτη David Cronenberg. Η ιδιαίτερη σχέση του με το σώμα και –κυρίως- τις παραμορφώσεις του τον έχουν ήδη καθιερώσει ως τον μαιτρ του λεγόμενου «body horror» αλλά και μιας προβληματικής που ράβει με μεγάλη επιδεξιότητα τη σεξουαλικότητα με την τεχνολογία, τις παραμορφώσεις του σώματος με αυτές του πνεύματος, τη διαστροφή ως φετίχ. Ενίοτε, κάποιο ρόλο παίζουν και τα έντομα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την –εξαιρετική- «Μύγα», όπου ο Jeff Goldblum μεταμορφώνεται αργά και σταδιακά σε έντομο, απηχόντας ταυτόχρονα στον Kafka αλλά και στις τεχνολογικές εμμονές του σκηνοθέτη (άλλωστε, προς το τέλος, το έντομο, ο άνθρωπος και το μηχάνημα συμφύονται σε μια παραμορφωμένη μάζα που παραμένει τρομακτική ακόμα και σήμερα). 

Μεταφέροντας την προβληματική και τις ιδέες του στη λογοτεχνία, ο Cronenberg βρίσκει ένα εύφορο καινούριο «format» για να πετύχει ένα αποτέλεσμα με τεράστια αισθητική, νοηματική και καλλιτεχνική συνάφεια. Η αποστασιοποίηση ακόμα και στις πιο σκληρές σκηνές είναι εδώ, όπως είναι και η εστίαση, το (λογοτεχνικό πλέον) «ζουμ» στα σώματα και τις πληγές των ηρώων του. Η ενότητα ανάμεσα στο σεξ, το σώμα και την τεχνολογία βρίσκει τον χώρο να αναπτυχθεί με πολλούς τρόπους-μέσα από αυτήν, ωστόσο αποκαλύπτεται και ένας εξαιρετικός συγγραφέας, με χαρίσματα και στην οικονομία αλλά και την τεχνική. 

Φεύγοντας από την τέχνη του μοντάζ, που ορίζει την κινηματογραφική αφήγηση και αισθητική, ο Cronenberg εφευρίσκει την προσωπική του φωνή στην αρκετά πιο ιδιότροπη τέχνη του λόγου, κατασκευάζοντας κάτι που φέρει την ολόδική του σφραγίδα και ιδιαιτερότητα. Υπάρχουν σαφώς «κινηματογραφικά βιβλία» (εννοώντας τον ρυθμό και τις εναλλαγές των εικόνων) όπως και «μυθιστορηματικές ταινίες» (εννοώντας το βάθος και την ανάπτυξη του μύθου) αλλά ο Cronenberg δεν φτιάχνει κάτι από τα ίδιο- αντίθετα, κινείται σε έναν δικό του υβριδικό χώρο που του επιτρέπει κάποιες ιδιαίτερες εστιάσεις: Στο βιβλίο παρελαύνουν, σελίδα τη σελίδα, μάρκες προϊόντων και τεχνικές τους λεπτομέρειες, γίνεται αντικείμενο περιγραφής το χρώμα της φούσκας ενός διαλόγου στο messenger αλλά και η ποιότητα σύνδεσης του skype, περιγράφεται η ιδιαίτερη αγάπη ενός ήρωα για τις δυνατότητες ενός φακού, ενώ ακόμα και η μάρκα ενός πορσελάνινου σκεύους αποκτά παρόμοια βαρύτητα με το περιεχόμενό του (στην προκειμένη περίπτωση, ένα κομμάτι του κομμένου μαστού της Σελεστίν Αροστεγκί). Πόσο μπορεί να ξενίζει στον αφηγηματικό ρυθμό ενός βιβλίου η εξαντλητική περιγραφή μιας συσκευής ηχογράφησης; Και όμως. Η μάρκα και οι περιφερειακές σημάνσεις που ορίζουν τα αντικείμενα της ιστορίας έχουν νευραλγικό ρόλο στην αισθητική ροή και αρκούν μερικές σελίδες για να επιβάλλουν την προβληματική του συγγραφέα. Τα αντικείμενα αρχίζουν και ορίζουν τα υποκείμενα, μόνο που στους «Αναλωμένους» αυτή η παραμορφωτική σύμφυση δεν έχει τη φρικώδη μορφή της «Μύγας». Όμως και εδώ, η ζωή του Αριστίντ Αροστεγκί είναι συνυφασμένη με τα ακουστικά βαρηκοίας του με τον ίδιο τρόπο που η Ναόμι αποκτά ρόλο και ταυτότητα όταν ενεργοποιεί τη συσκευή ηχογράφησής της. Ακόμα και οι σεξουαλικές περιπέτειες των ηρώων διαπλέκονται με τα τεχνολογικά αξεσουάρ που είναι εξίσου απαραίτητα με τα σεξουαλικώς απαραίτητα μέρη του σώματος τους. 

Ψυχοτεχνοσεξουαλικά τραυματισμένοι μετα-άνθρωποι: The horror, the horror!

Στην «Καρδιά του Σκότους» του Joseph Conrad, ο ναυτικός Τσάρλι Μάρλοου θα βυθιστεί βαθιά στην ζούγκλα του Κονγκό για να βρει τον κύριο Κουρτζ, που κατά κάποιο τρόπο, έχει φτάσει στην άκρη της βαρβαρότητας και έχει επιλύσει το παράλογό της, και μαζί το παράλογο του –τότε- κόσμου. Είναι η εποχή της αποικιοκρατίας και της βάναυσης εκμετάλλευσης του τρίτου κόσμου. Αρκετά χρόνια μετά, ο Francis Ford Coppola θα στείλει τον Martin Sheen να βρει τον συνταγματάρχη Κουρτζ (Marlon Brando) βαθιά στη ζούγκλα του Βιετνάμ, για παρόμοιους λόγους. Είναι η εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ, το φρικώδες παράλογο, έναν αιώνα περίπου μετά.

Η αναζήτηση της Ναόμι για τον Αριστίντ Αροστεγκί απηχεί στην καταβύθιση για την εύρεση του Κουρτζ. Ο David Cronenberg εξυφαίνει έναν κόσμο που το παράλογο έχει αποκτήσει νέες μορφές. Η εξάρτηση από την τεχνολογία απομακρύνει τους ήρωές του από τη μόνη αλήθεια της ύπαρξής τους, το ίδιο τους σώμα. Όλα τα υπόλοιπα, ακόμα και τα πιο φρικώδη εγκλήματα, δεν είναι παρά επινοήσεις, μια προσπάθεια των ηρώων για εκλογίκευση ενός ξέφρενου παραλόγου, και ταυτόχρονα μια ψυχοσεξουαλική ανάγκη να επιστρέψουν στην ίδια αλήθεια από την οποία έχουν απομακρυνθεί: από το σώμα τους και την ιστορία του σώματός τους όπως γράφεται μέσα από τις ουλές και τις παραμορφώσεις του. Ένας δευτερεύον χαρακτήρας, ο Ερβέ, αναρωτιέται αν ο Samuel Beckett έπασχε όπως αυτός από την νόσο Περονί, που παραμόρφωνε το πέος του. Το ίδιο παραμορφωμένο του μόριο γινόταν με τη χρήση ενός 3d εκτυπωτή ένα έργο τέχνης, φτιαγμένο προς κατανάλωση ενός αδηφάγου διεστραμμένου παγκόσμιου κοινού, που είναι έτοιμο να απολαύσει βουλιμικά κάθε φρικτή φωτογραφία της διαμελισμένης (;) Σελεστίν Αροστεγκί. Ο συγγραφέας επιλέγει να «δέσει» την ιστορία του μπολιάζοντάς την με γεωπολιτική και εξόριστους καλλιτέχνες στη Βόρεια Κορέα, υφαίνοντας μια παγκόσμια συνωμοσία που λύνει το μυστήριο της πλοκής. Το τέλος μένει μετέωρο και σε ένα βαθμό ανοιχτό, αφού όμως έχει φέρει απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις μικρές και μεγάλες «υποπλοκές» της ιστορίας: το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, εξαρτημένο από την τεχνολογία και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής του (πολίτες του κόσμου που συναντιούνται μόνο σε ξενοδοχεία αεροδρομίων) έχει περάσει σιγά σιγά στο περιθώριο, της ιστορίας και Ιστορίας, έχοντας φτάσει στην «καρδιά του σκότους» και έχοντας συναντήσει τον κύριο Κουρτζ, η αλήθεια του οποίου ωστόσο περισσότερο εντείνει το παράλογο του κόσμου παρά το επιλύει. 

Οι «Αναλωμένοι» θα ήταν ίσως μια από τις κορυφαίες ταινίες του David Cronenberg, αλλά τελικά είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο του ίδιου. Προτείνεται, για πριν ή μετά την ανάγνωση, μια επανάληψη του κινηματογραφικού του σύμπαντος, καθώς το βιβλίο «συνομιλεί» τόσο με την «Μύγα» όσο και με το “Videodrome” και το “Crash”. 

Η μετάφραση του Γιώργου Μπέτσου και η φροντισμένη έκδοση των εκδόσεων Τόπος κάνει την όλη αναγνωστική εμπειρία πολύ ευχάριστη. 

Αναλωμένοι, του David Cronenberg
Μετάφραση: Γιώργος Μπέτσος
Εκδόσεις Τόπος, 2016
σελ. 332

1
Μοιράσου το