Αναζητώντας τον Χέντριξ, του Μάριου Πιπερίδη
Ο Γιάννης, παρεμπιπτόντως, έχει ένα σκύλο ονόματι Τζίμι (Χέντριξ), τον οποίο φροντίζει και αγαπά, ίσως επειδή αποτελεί την τελευταία ζωντανή ανάμνηση από τις γλυκές εποχές που πέρασε με την πρώην αγαπημένη του. Ο Τζίμι, λοιπόν, μια ωραία πρωία, τρεις μόλις μέρες προτού ο Γιάννης ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, διασχίζει την Πράσινη Γραμμή και περνά στην τουρκοκυπριακή πλευρά του νησιού. Κάπως έτσι, τίθεται σε κίνηση ένα γαϊτανάκι κωμικού παραλογισμού, καθώς και μια πρωτόγνωρη (και αδιανόητα εξειδικευμένη) επιχείρηση επαναπατρισμού ενός τετράποδου φυγά που βρίσκεται -μέσα σε λίγα κλάσματα δευτερολέπτου και σε εξίσου λίγα μέτρα γης- άπατρις και ξεκρέμαστος.
Τη στιγμή που ο Γιάννης θα περάσει στην (μεταφορικά και κυριολεκτικά) άλλη πλευρά αναζητώντας τον Τζίμι, ο σκηνοθέτης Μάριος Πιπερίδης μας υποβάλλει σε ένα καθεστώς ερήμωσης, εγκατάλειψης και παραίτησης. Ένας κόσμος από γκρέμια, ερείπια, όπου το φως αρνείται να τρυπώσει. Μια no man’s και no country’s land, ένα κομμάτι γης αόρατο και ξεχασμένο από ολόκληρο τον κόσμο, ένα έδαφος θεσμοθετημένης ανομίας και επιτρεπόμενης ασυδοσίας.
Το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» σε κερδίζει ευθύς εξαρχής με το αβίαστο μπρίο που διαθέτει, τους καλοκουρδισμένους διαλόγους και το ανόθευτο κέφι του. Παράλληλα, σου μεταδίδει την αίσθηση πως η –πέρα για πέρα απενοχοποιημένη και ειλικρινής- ελαφρότητά του δεν είναι διόλου αταίριαστη ή ασύμβατη με το πονεμένο, δαιδαλώδες και διαιωνιζόμενα άλυτο Κυπριακό ζήτημα. Ο Πιπερίδης δεν αναμοχλεύει την οδύνη, δεν αναζητά αίτια και υπαίτιους, δεν φλυαρεί με ευχολόγια και θεωρητικές αναλύσεις περί της αναγκαιότητας επίλυσης του θέματος, δεν πραγματοποιεί οποιαδήποτε απόπειρα ιστορικής αναδρομής ή καταγραφής, δεν προκρίνει έναν αυτοσκοπό παιδικής συμφιλίωσης. Αντιθέτως, ποντάρει όλες του τις μάρκες στο περιπαικτικό χιούμορ (άλλοτε αυθεντικά πρωτότυπο, άλλοτε ολίγον «δανεικό» και ξεπατικωμένο από αλλού), καθώς και σε ένα έξυπνο εναρκτήριο εύρημα (που δεν υποστηρίζεται, βέβαια, συνολικά από το μάλλον ασθενές σενάριο) προκειμένου να φωτίσει μια κατάσταση εγγενούς και χρόνιου παραλόγου.
Μια διχοτόμηση σαν κι αυτή της Λευκωσίας δεν χωρίζει μονάχα χωροταξικά και γεωγραφικά έναν τόπο, αλλά αφήνει και μία μόνιμη αίσθηση ουλής και χαρακιάς στις ψυχές των κατοίκων, απ’ όπου κι αν βαστά η σκούφια τους. Σε αυτό τον τόπο συνυπάρχουν άνθρωποι ξεριζωμένοι και άνθρωποι που έχουν αποστερηθεί το δικαίωμα της επίσημης ταυτότητας και ύπαρξης, άνθρωποι που είναι αναγκασμένοι να κουβαλήσουν στις πλάτες τους το βάρος ενός πικρού παρελθόντος, το παράδοξο ενός sui generis παρόντος, το νέφος ενός αβέβαιου μέλλοντος.
Το “Smuggling Hendrix” πάσχει, εννοείται, από αρρυθμίες, από ελλιπή ή προσχηματική χαρακτηρολογία, από βεβιασμένες και ημιτελείς υποπλοκές. Παρόλα αυτά, εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα φτωχά πλην τίμια ατού που διαθέτει και πετυχαίνει τον λιτό του στόχο. Να αρθρώσει με σοβαρότητα την απλό(ϊκό)τητά του, αντί να παπαγαλίσει την οποιαδήποτε σοβαροφάνεια. Και κατορθώνει να κερδίσει τις εντυπώσεις με το σπαθί του, ως ένα αισιόδοξο δείγμα ενός καλοφτιαγμένου και crowd-pleasing mainstream σινεμά, το οποίο κυνηγάμε στην Ελλάδα με το δίκαννο.
Αναζητώντας τον Χέντριξ, του Μάριου Πιπερίδη
Είδος: Δράμα, Κωμωδία
Διάρκεια: 93'
*Aναδημοσίευση από το cinedogs.gr, κινηματογραφικό συνεργάτη του Artcore magazine