Άνθρωπος Μαρίκα, από τη Σμύρνη ως την κοκκινιά, του Σάκη Σερέφα
Η ακροβάτισσα Μαρίκα Νίνου: Σημείωμα τη νουβέλα «Άνθρωπος Μαρίκα, από τη Σμύρνη ως την κοκκινιά» του Σάκη Σερέφα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
...πάνω απ’όλα
η Μαρίκα
υπήρξε άνθρωπος,
με πάθη, με φόβους και
με μοναξιές αξεπέραστες...
Τα γκαρσόνια τρέχουν εδώ και εκεί. Όλοι βιάζονται να παραγγείλουν. Από στιγμή σε στιγμή πρόκειται να αρχίσει το πρόγραμμα. «Δεν είναι άνθρωπος, αηδόνι είναι, πότε έχει το πρόσωπο του καημού και άλλοτε του έρωτα καθορίζει την σφοδρή την ένταση», έλεγε ένας στα μπροστινά τραπέζια. Και ένας άλλος, που συνοδευόταν από ένα κοριτσόπουλο, νέτη ομορφιά και τίποτε περισσότερο, σχολίασε, «εγώ σαν την ακούω να τραγουδά, η καρδιά μου σκίζεται στα δυο και θέλω να πεθάνω».
Και η μικρή τον φιλούσε και εκείνος έλεγε τους στίχους του ωραίου τραγουδιού. Τι εξωτικό όνομα είναι εκείνο το Γκιουλμπαχάρ, πώς την κοιτάζει στα μάτια σαν της λέει λόγια του έρωτος. Αράπ, χαβάς, Γιαβάς γιαβάς, μου το ‘χες πει με φιλιά, σαν σε κρατούσα αγκαλιά και η μικρή λικνιζόταν κάπως ζαλισμένη από το πιοτό, παραδομένη στον έρωτα. Και τα χρόνια περνούσα, εμείς και τα παιδιά μας γερνούσαμε.
Τότε τα φώτα χαμηλώνουν και στο πάλκο απάνω προβάλλει η Μαρίκα, το χρυσό κορίτσι του ελληνικού τραγουδιού. Κόβονται οι ανάσες και οι καρδιές ζεσταίνονται και σε όλο το μέρος φυσά ένας άνεμος εξωτικός, καθώς η Μαρίνα Νίνου τραγουδά. Και ότι επιχείρησαν κάποτε να πράξουν με τα χρώματά τους οι μεγάλοι ζωγράφοι, η Μαρίκα το στερέωσε μες στις καρδιές μας με τη μουσική, με τη φωνή της που από την Αμερική ως το νυχτερινό κέντρο «Σπηλιά» θα κάνει τη διαφορά.
Ο Σάκης Σερέφας σε κάποιο από τα χαμένα στο βάθος τραπέζια του μαγαζιού κρατάει σημειώσεις. Ώστε, μετά από χρόνια, όταν η ιστορία της Μαρίκας Νίνου θα φαντάζει σκέτο μυθιστόρημα, εκείνος μες στις λέξεις που θα διαλέγει για να ψιθυρίσει το θαύμα της φωνής της θα ανατρέχει σε εκείνη τη σκηνή, την πέρα για πέρα φανταστική. Την ικανή να δώσει σάρκα και πνοή στην καινούρια έκδοση του Μεταιχμίου, με τίτλο «Άνθρωπος Μαρίκα, Από τη Σμύρνη ως την Κοκκινιά». Βάζω στα ηχεία την Γκιουλμπαχάρ, μια και μες στα τραγούδια που ερμήνευσε η Μαρίκα μπορεί ακόμη να εξιχνιάσει κανείς το γρέζι της φωνής της, τη θλίψη της τη μεγάλη, τη μελαγχολία της που κάνει τον έρωτα να μοιάζει με σκέτη και απαράμιλλη δόξα. Ο Σερέφας κάθε τόσο μου φαίνεται πως στυλώνει τις λέξεις του προς τ’αστρα, έτσι όπως καρφώνει το βλέμμα του ένας νέος ερωτευμένος σε μία νύχτα βαθιά, νύχτα απαραβίαστη. Ίσως να ‘χει και εκείνος υπόψη του αυτό που έγραψε ο Σπύρος Βασιλειάδης, πως είναι δηλαδή τ’άστρα των ψυχών οι τάφοι.
Θα την λέγανε Βαγγελιώ, μια και της ήταν γραφτό να γεννηθεί πάνω στο βαπόρι Ευαγγελίστρια που άφηνε πίσω του μια μεγάλη, εθνική καταστροφή. Θυσία και η Μαρίκα στις μεγάλες ιδέες που ανέθρεψαν τα σφάλματα της ιστορίας μας. Θα εγκατασταθεί στην Κοκκινιά, εκεί που συρρέουν οι πρόσφυγες για να στήσουν από μηδέν τη χαλασμένη τους ζωή. Θα συναντήσουν την έχθρα των συμπατριωτών τους και δεύτερη φορά θα ζήσουν εξόριστοι ώσπου με τη συμβολή τους στην αναγέννηση του νεοελληνικού πολιτισμού να αποδειχτούν μια δεύτερη και αποφασιστική ευκαιρία για τη μικρή, την ατιμασμένη Ελλάδα του ’22.Θα παντρευτεί και θα αποκτήσει έναν γιο όμως γρήγορα θα χωρίσει. Ο δεύτερος, μεγάλος πόλεμος τελειώνει. Θα ακολουθήσει ένας συγκλονιστικός εμφύλιος όμως η Μαρίκα Νίνου, κατά κόσμον Αταμιάν συνεχίζει με τον θιασάρχη Νίκο Νικολαίδη τα περίφημα ακροβατικά της. Σε μια τέτοια παράσταση θα την ανακαλύψει ο Μανώλης Χιώτης. Ακολουθούν εμφανίσεις στο νυχτερινό κέντρο Φλόριδα κάπου στην λεωφόρο Αλεξάνδρας εκείνου του καιρού. Όμως τις πιο λαμπρές σελίδες για το ελληνικό τραγούδι η Μαρίκα θα τις γράψει με τον Βασίλη Τσιτσάνη στην ταβέρνα του Τζίμη του χοντρού, κάπου στον Άγιο Παντελεήμονα. Το μαγαζί κατάμεστο και η συνεργασία των δυο τους, μια σπάνια συγκυρία που ως τα σήμερα στέκει μέτρο και σταθμός για το ελληνικό τραγούδι. 1951, Κωνσταντινούπολη, 1957 Αμερική, μονάχη και άρρωστη πια με τον καρκίνο να της κατατρώει τα σωθικά. Η Μαρίκα δεν το βάζει κάτω και γράφει ακόμη μερικές σελίδες στην ιστορία του κοριτσιού που γεννήθηκε καταμεσής του πελάγου για να κατακτήσει με τη φωνή του μια ολόκληρη χώρα.
Ο Σάκης Σερέφας, αριστοτεχνικά ακολουθεί τα χνάρια της ζωής της, διαλέγει κάτι από τον μύθο της και με τις λέξεις του ποτισμένες στην αμεσότητα της νοσταλγίας ξαναδίνει ζωή στην Νίνου, μια από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες του ελληνικού τραγουδιού. Ρεμπέτικα και λαϊκά αθροίζονται στο ρεπερτόριό της και μόνον ένας δίσκος που θα κυκλοφορήσει στα 1971 από ανέκδοτες ηχογραφήσεις στο μαγαζί του Τζίμη θα επιβεβαιώσει την αξία της Μαρίκας Νίνου που ήδη από τα τριάντα πέντε της χρόνια έχει πια καταχωρηθεί σαν χάδι και σαν παρηγοριά μες στους κόλπους της ανάμνησης. Ο συγγραφέας της έκδοσης του Μεταιχμίου, αφηγείται με τον δικό του τρόπο τις μεγάλες της στιγμές, εκείνες που την κεράσανε πίκρα. Η απόσταση του χρόνου που τα’χει όλα σκεπάσει επιφέρει αναθεωρήσεις, μα στην περίπτωση της Μαρίκας τίποτε δεν χωρεί έξω από έναν αυξανόμενο σεβασμό και μια λατρεία που όμοιά της απόλαυσαν ερμηνευτές, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Για τον Σερέφα η Νίνου αποτελεί ένα από εκείνα τα μέρη τ’αυτόνομα που μες στην αριστοκρατία της λογικής κρατούν καλά κλεισμένο τον κόσμου τους, χαρίζοντας τους κάθε τόσο τη λάμψη ενός θαύματος. Ένα τέτοιο ήταν και η Μαρίκα Αταμιάν, η προσφυγοπούλα που έμελε από την Κοκκινιά να αλλάξει για πάντα την πορεία του ελληνικού τραγουδιού. Στη γραφή του θα βρεις το είδος της γοητείας που ασκούν τα αιώνια σύμβολα, τη ζεστασιά της φωνής και το θάρρος της ψυχής της Νίνου που έδωσε φωνή στη μορφή, σε εκείνο το ακατάπαυστο, το εσωτερικό πράγμα που φέρνει μαζί του στο φως μια ουσία βαθύτερη. Είναι το χρονικό της ζωής της, που παίρνει τον πρώτο λόγο στη νουβέλα του Σερέφα, είναι ο σπόρος της συμφοράς που μεγαλώνει μέσα της, μια υπενθύμιση όλο τρυφερότητα για τα λόγια που κατόρθωσαν ως τις καρδιές μας να φτάσουν, πιασμένες από τα γυρίσματα της φωνής της, όταν η Νίνου θαρρείς και πέφτει να πεθάνει μες στο ρεφρέν. Φεγγάρι ήταν η Νίνου, στραγγισμένο από τις δυσκολίες του βίου, κάτι σαν φως που μπήκε μες στα σκοτεινά θαλάμια της ψυχής μας, έτσι όπως το έθεσε ο Φώτης Κόντογλού. Και αν ο Αλέξης Σταμάτης στο «Υπήρξα τόσοι Άλλοι» λογαριάζει τη μνήμη ως ένα φαινόμενου πόνου, τότε μπορεί κανείς να φανταστεί με τι είχε να αναμετρηθεί η Νίνου της δεκαετίας του 1950, μια και εκείνη μες στο κοπάδι του ελληνισμού που ξεριζώνεται για πάντα. Στη φωνή της ζούσε κάτι, μέσα της κατοικούσε το θάρρος που της επέτρεψε να φθάσει ως την Αμερική και να πεθάνει κάνοντας τον κόσμο πρώτη και τελευταία φορά να ριγήσει.
Η Μαρίκα Νίνου έθρεψε τη σύγχρονη μυθολογία. Δάνεισε ρόλους πρωταγωνιστικούς στο θέατρο και έμεινε ολοζώντανη στα ερτζιανά που φιλοξενούν σαν πάντα τα τραγούδια της. Εκείνα που γράφτηκαν για την ίδια από τον Χιώτη και τον Τσιτσάνη, τον θυελλώδη της έρωτα, τον άτυχο. Είναι μια πριγκίπισσα του ελληνικού τραγουδιού που βρίσκεται εδώ δίχως χέρια, δίχως πηλό και καρδιά. Μα κατορθώνει ακόμη να συγκινήσει με την ερμηνεία της στα εμβληματικότερα τραγούδια των μεγαλύτερων συνθετών. Και τούτο σημαίνει να νιώθεις τον χρόνο και τον θάνατο, να γονατίζεις εμπρός στην φοβερή ζωή και με ένα τραγούδι να ξαναγράφεις το πώς και το γιατί της. Ανεπανόρθωτα χαμένη η Νίνου παραχωρεί στον Σάκη Σερέφα το δικαίωμα να σταθμίσει της βιογραφίας της τα βήματα, να τα εξιστορήσει, πότε με φαντασία μπολιασμένα και άλλοτε βασισμένα εξολοκλήρου στην αγιογραφία της ζωής. Και όμως τ’άδυτα άδυτα θα μείνουν, γράφει ο προπολεμικός Λευτέρης Αλεξίου καθώς η γραφή του Σάκη Σερέφα προχωρά γυρεύοντας τη λέξη τη σωστή, εκείνη που λείπει από τα μεγαλύτερα μας ποιήματα και ακόμη τ’αναζητούμε στην ποίηση που κρύβεται μες στη μυθιστορηματική του γραφή.
Ακούγονταν οι τελευταίες νότες της Γκιουλμπαχάρ. Και για την Μαρίκα κάθε μέρα να μοιάζει κλεμμένη απ’τον θάνατο. Ο Σάκης Σερέφας δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του πάνω από τη μορφή της. Καμιά φορά τις νύχτες, συλλογίζεται πως ο Θεός δεν αρκεί, πως χρειάζεται η φωνή της Μαρίκας Νίνου για να σωθεί η μοίρα του ανθρώπου. «Η Νίνου είναι μεγάλη γιατί καμιά θλίψη δεν την αποδυνάμωσε. Μες στον βίο της διατηρούσε την ανθρωπιά εκείνης που αντίκρισε τη δόξα μα και τη μεγάλη, τη σχεδόν άπειρη έκταση κακού». Λίγο αργότερα ο φερόμενος ως Σάκης Σερέφας έκανε να φύγει. Το γκαρσόνι τον χαιρέτησε εγκαρδίως την ώρα που η νύχτα έπιανε πυρετό. Και όσο για την Νίνου, αυτή δεν μένει πια εδώ. Μια άλλη νεαρά την αντικαθιστά μα δεν την φτάνει μήτε στο ελάχιστο. Και η Νίνου, μια μικρή αγία της νύχτας, πάνω στο εικόνισμα του πάλκου να σκεπάζει με πυρετό τις νύχτες βαλμένη πια σε μια άλλη πλευρά.
«Άνθρωπος Μαρίκα, Από τη Σμύρνη στην Κοκκινιά», του Σάκη Σερέφα. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Με μια ανεπαίσθητη πατίνα του χρόνου να διαμορφώνει το εξώφυλλο, δίχως τίποτε να λέει.
Άνθρωπος Μαρίκα, από τη Σμύρνη ως την κοκκινιά, του Σάκη Σερέφα
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 128