Αντώνης Γκόλτσος: «Χρειαζόμουν τον βατήρα μιας πόλης σε παράκρουση»
Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 2008, την περίοδο που δολοφονήθηκε ο δεκαπεντάχρονος Αλέξης Γρηγορόπουλος και οι δρόμοι της Αθήνας μετατράπηκαν σε πεδίο μάχης. Με αφορμή την αφιέρωση ενός βιβλίου, ο Αλκιβιάδης Πικρός, ένας 35άρης συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων βρίσκεται αντιμέτωπος με το τραγικό οικογενειακό παρελθόν του· η μητέρα του, μια γυναίκα-σύμβολο στην περίοδο της Χούντας, δολοφονήθηκε το 1974, ενώ ο πατέρας του, συνεργάτης των Συνταγματαρχών, τραυματίστηκε θανάσιμα, εννέα χρόνια αργότερα, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ήταν, όμως, όντως ατύχημα;
Με αφορμή την «Αφιέρωση» και την παρουσίαση του βιβλίου του που θα γίνει στη Θεσσαλονίκη, στο βιβλιοπωλείο IANOS (Αριστοτέλους 7) στις 6/10/2016, είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον συγγραφέα για τον ήρωά του, το ιδιαίτερο στυλ αφήγησης που ακολουθεί και φυσικά τα νουάρ μυθιστορήματα που τόσο αγαπάμε.
Δεδομένου ότι πρόκειται για το πρώτο σας μυθιστόρημα, πώς νιώθετε τώρα που σας διαβάζει ο κόσμος;
Η συγγραφή συνιστά, σε κάποιον βαθμό, εκμυστήρευση. Δεδομένου και του ότι το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι περίπου αναπόφευκτο στη μυθοπλασία, ο συγγραφέας εκτίθεται στον αναγνώστη του∙ τον οποίο, εξίσου αναπόφευκτα, δεν γνωρίζει προσωπικά. Και είναι επίσης αυτοδίκαιο ότι δεν είναι σε θέση να τον ενημερώσει, σχετικά με το «κοίτα, εδώ είμαι εγώ» ή ότι «τώρα, δεν μιλάω εγώ»∙ πρόκειται για αυτο-έκθεση και αντιμετωπίζω αυτήν την πλευρά της συγγραφής, μάλλον αμήχανα.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για τη δημιουργία της «Αφιέρωσης»; Για τη συγγραφική πορεία του βιβλίου;
«Η αφιέρωση» με είχε απασχολήσει αρκετά χρόνια πριν εκδοθεί, τον Μάιο του 2016. Ανακαλύπτω σημειώσεις με σκηνές ή και διαλόγους που χρονολογούνται αρκετούς μήνες, ή και χρόνια, πριν ξεκινήσω να γράφω το βιβλίο.
Οι σκηνές αυτές, όπως και οι σχετικοί διάλογοι, καταγράφονταν όταν ακόμη δεν είχα καν οριστικοποιήσει τον μύθο της «Αφιέρωσης». Απλά προεξοφλούσα την «ατμόσφαιρα» (θα μου συγχωρήσετε το κοινότοπο του όρου) μέσα στην οποία ο μύθος μου επρόκειτο να κινηθεί. Ακολούθησαν οι αναρίθμητες διορθώσεις -άσκηση επίπονη- για να μη φαίνονται και οι ουλές… Είμαι εμφαντικά ολιγογράφος και μάλλον αντιπροσωπεύω τον ορισμό, στο λήμμα «υποχονδρία»∙ υποχονδρία περί την Επιμέλεια και τη Διόρθωση.
Η συγγραφή της «Αφιέρωσης» ήταν σχετικά βραχύχρονη (περίπου 5 μήνες). Τον ίδιο χρόνο χρειάστηκαν και οι διορθώσεις∙ αντιμετωπίζω το κείμενο μάλλον σαν γλυπτό και, με την ευκαιρία, θα ανανεώσω τη συγγνώμη μου στον επιμελητή μου, Γιάννη Γαλανόπουλο, για την υπομονή, τη μακροθυμία και την αίσθηση φιλάνθρωπης κατανόησης, που επέδειξε όλο αυτό το διάστημα.
Ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Αλκιβιάδης Πικρός, ένας 35άρης συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Έχετε κοινά στοιχεία με τον ήρωά σας;
Βεβαίως και έχω κοινά στοιχεία με τον ήρωά μου∙ ξεκινώντας από τα διπλά του χρόνια… Γράφουμε και οι δύο αστυνομική λογοτεχνία, μόνο που εκείνος εμφανίζεται στα βιβλιοπωλεία πολύ συχνότερα από ό,τι εγώ. Και έχει γράψει και θέατρο. Σε ένα μυθιστόρημα είναι περίπου ανεξαίρετη η αποτύπωση του προσωπικού ίχνους του συγγραφέα, αλλά και ανθρώπων που ο ίδιος έχει γνωρίσει κατά καιρούς, και που εμφανίζονται ως ιχνοστοιχεία συστατικά του πρωταγωνιστή ήρωα ή και των δευτεραγωνιστών της ιστορίας του. Οι συνδυασμοί είναι άπειροι, θα τους παρέβαλλα με ετερόκλητα εικονοστοιχεία που συνθέτουν το παζλ χαρακτήρων και διαλόγων.
«Η αφιέρωση» χαρακτηρίζεται από αρκετά άτομα ως «πολιτικό νουάρ». Συμφωνείτε με τον χαρακτηρισμό;
Εδώ διαπιστώνω ένα πρόβλημα ταυτότητας! Το «πολιτικό νουάρ» δεν ήταν στις προθέσεις μου. Και συνεχίζω να μη θεωρώ την «Αφιέρωση» «πολιτικό νουάρ». Αναμφίβολα, η έρευνα του Αλκιβιάδη -πιο συγκεκριμένα, η έρευνά του για τη δολοφονία της μητέρας του- παραπέμπει στα ύστερα χρόνια της Χούντας. Το ίδιο και ο χρονισμός της κάθαρσης στον μύθο μου, περίπου ταυτόχρονος με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Όμως, οι χρονικές περίοδοι ή και στιγμές, που επιλέχτηκαν, συνέστησαν περισσότερο τον βατήρα ενός νουάρ μύθου, το «πρόσχημα» για την ανάδειξη του κλίματος εκείνων των ημερών, στην Αθήνα, και ήταν λιγότερο η φιλοδοξία παρουσίασης, ή και ανάλυσης, της αντίστοιχης ζοφερής περιόδου και στιγμής. Θα αναγνωρίσω, πάντως, το ενδεχόμενο «Η αφιέρωση» να εκληφθεί από τον αναγνώστη ως «πολιτικό νουάρ»∙ εξάλλου, «κάθε βιβλίο έχει τον αναγνώστη του» και, συνακόλουθα, κάθε βιβλίο είναι ανοικτό στην όποια ερμηνεία. Και θα ήταν, πιστεύω, λάθος του συγγραφέα, να φιλοδοξεί να πάρει τον αναγνώστη του από το χέρι, για να του υποδείξει τι διαβάζει.
Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν την ταυτότητα ενός νουάρ μυθιστορήματος κατά τη γνώμη σας;
Το περιβάλλον ενός «νουάρ» μύθου (διηγήματος, νουβέλας ή μυθιστορήματος) είναι κατά κανόνα περιβάλλον αστικό, υποφωτισμένο, απαισιόδοξο έως αυτοκαταστροφικό, ενδεχομένως διεστραμμένο και ασφαλώς βίαιο. Ο όρος «νουάρ» είναι εξαιρετικά ευρύς, για να μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με σαφήνεια. «Νουάρ» ήταν η ιερή τριάδα των hard boilers (Hammett-Chandler-Macdonald), «νουάρ» (όσο δεν γίνεται) ο σύγχρονος Ellroy, «νουάρ» και η Γαλλική Σχολή των Manchette και Fajardie. Στο κλάσμα αστυνομική λογοτεχνία, το υπό-είδος του «νουάρ» μπορεί να ταξινομηθεί κάτω από τον αριθμητή «βίαιος αστικός μύθος» και θα ήταν καταστροφή, πιστεύω, να εγκαταστήσετε έναν «νουάρ» συγγραφέα, στις Κυκλάδες, Αύγουστο… Το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον άνισο, σε όρους «νουάρ», αλλά, και πάλι, τίποτα δεν αποκλείει την ανατροπή του κανόνα∙ και «Ο Ξένος» του Camus, στον βαθμό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «νουάρ», κινείται κάτω από έναν ήλιο, στην εκτυφλωτικότερη εκδοχή του.
Υιοθετήσατε ένα ελλειπτικό στιλ αφήγησης, που δίνει έναν αρκετά «απότομο» τόνο κάποιες φορές, με τον στιγμιαίο μέλλοντα να κυριαρχεί στο κείμενό σας. Εξυπηρετούν κάποιον σκοπό οι αφηγηματικές σας επιλογές;
Σέβομαι τη σελίδα της λογοτεχνίας που τείνει στην παρτιτούρα. Ακούγεται ελαφρά εκκεντρικό, αλλά πιστεύω πως ένα λογοτεχνικό κείμενο διαθέτει, ή θα έπρεπε να διαθέτει, τον δικό του ρυθμό, τη δική του «μουσικότητα». Πριν (πολλά) χρόνια, είχα παραδώσει σε έναν εκδότη ένα σύντομο κείμενο-αυτοέκδοση, που προοριζόταν να μοιραστεί σε φίλους. Όταν η υπεύθυνη για την επιμέλεια μου επέστρεψε το διήγημα, το κείμενο έμοιαζε να είχε γραφεί με κόκκινο και οι διορθώσεις με μαύρο. Καταστροφή! Και το ακόμα χειρότερο, είχε δίκιο στο 99% των περιπτώσεων… Θυμάμαι ότι κέρδισα μία μόνο «μάχη»∙ όταν της εξήγησα ότι ναι μεν είχε δίκιο, για την πολυσύλλαβη λέξη που εκείνη πρότεινε και ότι εκείνη ταίριαζε καλύτερα σε αυτό που ήθελα να πω, όμως κατέστρεφε τη μουσική της πρότασης, όπως εγώ την ήθελα…
Ένα «νουάρ» κείμενο δεν μπορεί να επιδεικνύει μια μουσική οδηγού μουσείου, χρειάζεται τη δική του «νουάρ» μουσική. Που εγώ, τουλάχιστον, την ορίζω ως έναν ρυθμό εναλλασσόμενο, πολλές φορές στακάτο, ενίοτε παροξύτονο ή και αυθαίρετο, το φωτογραφικό ισότιμο του αυστηρά μαυρόασπρου και των ελάχιστων γκρίζων τόνων. Ο στιγμιαίος μέλλων, η -κατά περίπτωση- απουσία ρημάτων, η εναλλαγή σχοινοτενών διαλόγων με λακωνίζοντες, υπηρετούν αυτό που εγώ τουλάχιστον θεωρώ «νουάρ μουσική» ή «νουάρ ρυθμό», σε ένα «νουάρ» κείμενο.
Χωροχρονικά στο μυθιστόρημα, ο ήρωας ζει στην Αθήνα του 2008, με τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου να σηματοδοτεί μια εκρηκτική κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα, ενώ παράλληλα καταπιάνεται με γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά κύριο λόγο στην εποχή της Χούντας. Για ποιον λόγο διαλέξατε τις δύο αυτές περιόδους ως χωροχρονικό πλαίσιο αφήγησης;
Η επιλογή της εποχής του πραξικοπήματος ήταν περίπου μονόδρομος. Αφού ήταν αυτή που θα αναδείκνυε περισσότερο αποτελεσματικά το πολιτικά διπολικό της οικογένειας Πικρού, η δικηγόρος σύζυγος-αμύντορας των αντιστασιακών, στα δικαστήρια της Χούντας, ο σύζυγος-κύριος «Μεσάζων» της συμμορίας των τότε ενστόλων. Ένας γάμος που ήταν καταδικασμένος να καταλήξει σε διάσταση, αν δεν μεσολαβούσε η δολοφονία της Φιλιώς Πικρού.
Η λογική πίσω από την επιλογή της χρονικής στιγμής της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν διαφορετική. Χρειαζόμουν τον βατήρα μιας πόλης σε παράκρουση. Ένα σκηνικό σε αποχρώσεις εκρήξεων και θανάτου (όπως αυτό αποτυπώνεται στη σκηνή της διαδρομής του Αλκιβιάδη, μέσα στη Rover της παλιάς Διευθύντριας του «Κήρυκα» και στη συζήτηση που ακολούθησε).
Κι έπειτα, το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο, όπως και το οικονομικό και το πολιτισμικό, συνιστούν, πλέον, εδώ και κάποιες δεκαετίες, «αναγκαίες συνθήκες» της «αστυνομικής» διήγησης, παράμετροι που θα ακούγονταν έως αυθαίρετες, στο πλαίσιο της αστυνομικής λογοτεχνίας της «κλασικής» Σχολής, των Α. Christie, G. Chesterton και D. Sayers, αλλά και μεταγενέστερων, όπως αυτής της P. Highsmith ή και του G. Simenon. Οι Σκανδιναβοί έχουν ασφαλώς παίξει κάποιον ρόλο, εδώ…
Σε κάποιο σημείο, ρωτάνε τον Αλκιβιάδη Πικρό γιατί γράφει αστυνομική λογοτεχνία και απαντάει: «Με ενδιαφέρει πώς λειτουργούν οι άνθρωποι υπό πίεση». Η δική σας απάντηση ποια είναι στην ερώτηση αυτή;
Η δική μου απάντηση είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν του ήρωά μου: «Με ενδιαφέρει πώς λειτουργούν οι άνθρωποι υπό πίεση». Και ο Πικρός, θα συνεχίσει, στον διάλογό του με τον ξένο, στο μπαρ (σελ. 141-143): «…Η πίεση μπορεί να είναι χρονική, μπορεί τα περιθώρια να έχουν στενέψει, να υπάρχει μια προθεσμία για τον φόνο, προθεσμία που επιβάλλουν οι περιστάσεις ή και ένα συμβόλαιο θανάτου». Και πιο κάτω: «Ή μπορεί να είναι η πίεση μιας εκδίκησης;», «Φυσικά», «Οδόντα αντί οδόντος, που λένε;», «Οδόντα αντί οδόντος, που λένε». Αν ισχύει ότι είμαστε όλοι «εν δυνάμει θύματα, αλλά και θύτες» είναι και γιατί αγνοούμε την πιθανή αντίδρασή μας, υπό καθεστώς (υπέρτατης) πίεσης. Και είναι ακριβώς η εικόνα αυτής της αντίδρασης, των αντανακλαστικών στο απρόσμενο, στο απροσδόκητο, στο κατεξοχήν βίαιο, που επιτρέπει, όταν δεν επιβάλλει, την όποια αλόγιστη αντίδραση και που δίνει ευκαιρίες στην «αστυνομική» γραφή.
Η αφήγησή σας, όταν περιγράφετε τις βίαιες σκηνές, γίνεται τινί τρόπω κινηματογραφική (καρέ Α, καρέ Β κτλ.). Για ποιον λόγο;
Βρίσκομαι στο πλαίσιο της απάντησής μου, υπό στοιχείο «6.»! Η αφήγηση «καρέ καρέ» εστιάζει αποκλειστικά, όπως σωστά διαπιστώνετε, στις σκηνές βίας. Αναπαριστώ τον επίμονο ήχο ενός πλήκτρου πιάνου που ακούγεται επαναλαμβανόμενα, ανησυχητικά, ενοχλητικά, ενός ίχνους πρόκλησης και πρόσκλησης στον αναγνώστη, για εγρήγορση, έναντι αυτού που συμβαίνει αλλά και αυτού που -πολύ πιθανά- θα ακολουθήσει.
Είναι ένα εργαλείο στην εξυπηρέτηση της «μουσικότητας» του κειμένου, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω.
Μπορείτε να μου αναφέρετε -με σειρά προτίμησης- ποια θεωρείτε τα πέντε καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα που έχετε διαβάσει;
Το «πέντε», δεν σας το κρύβω, είναι αρκετά περιοριστικό. Τουλάχιστον επιτρέψτε μου να μην ορίσω τη σειρά προτίμησης! Τα πέντε, λοιπόν, καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα που διάβασα -και που θα συνεχίζω να διαβάζω- είναι:
«Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγκέλσκ» του G. Simenon (Στον βαθμό που ο Simenon θεωρείται «αστυνομικός» συγγραφέας)
«Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ» της P. Highsmith (Στον βαθμό που η Highsmith θεωρείται «αστυνομική» συγγραφέας)
«Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής ακτής» του J. P. Manchette
«Η μαύρη ντάλια» του J. Ellroy
«Η αφοσίωση του υπόπτου Χ» του Κ. Higashino.
Κείμενα που ανήκουν σε «σχολές» αμοιβαία αποκλειόμενες, αλλά και μυθιστορήματα αντιπροσωπευτικά, μιας εκάστης.
Η αφιέρωση, του Αντώνη Γκόλτσου
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016
σελ. 456
Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ