Apprentice, του Junfeng Boo
Πρόκειται για μια ταινία που φτάνει σε μας από τη φιλμικά άπειρη Σιγκαπούρη, φέροντας τη σκηνοθετική και σεναριακή υπογραφή του μόλις 34 ετών Junfeng Boo, του ανθρώπου δηλαδή που κατάφερε με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 2010 να λάβει μέρος στη Διεθνή Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, κερδίζοντας έτσι την πρώτη συμμετοχή για τη χώρα του σε φεστιβάλ υψηλού κύρους. Ο φέρελπις σκηνοθέτης θα κατορθώσει με το “Apprentice” να φτάσει στις Κάννες του 2016, στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» (“Un Certain Regard”), ενώ θα προταθεί απ' τη χώρα του για υποβολή στα Όσκαρ, αποτυγχάνοντας ωστόσο να μπει στη λίστα των υποψηφιοτήτων.
Εδώ, το σφιχτοδεμένο σενάριο ανακατεύει τη συνήθη συνταγή και με μια αναζωογονητική ματιά, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει ένα ευαίσθητο και μάλλον ριψοκίνδυνο θέμα, δηλαδή τη θανατική ποινή, αποκλειστικά από την πλευρά των κρατικών υπαλλήλων. Σε γραμμικό χρόνο και με απλή δομή, παρακολουθούμε την καθημερινότητα του 28χρονου Aiman (Firdaus Rahman), ενός απόστρατου σωφρονιστικού υπαλλήλου που αποφασίζει να εγκαταλείψει τις φυλακές της κοινοπολιτείας και να πάρει μετάθεση για το ίδρυμα υψίστης ασφαλείας “Lanargan”, όπου εκτός από τμήματα καταδικασθέντων σε εγκλεισμό υπάρχει κι ένα τμήμα μελλοθανάτων. Ο Aiman, εύθραυστος και φοβισμένος, αναγκάζεται να προσαρμοστεί στο λειτουργικό του ρόλο και από θέση κριτική πλέον, ομολογεί από τα πρώτα λεπτά της ταινίας ότι τρέφει βαθιά πίστη στο σωφρονιστικό χαρακτήρα των ποινών και αποδίδει έναν ανθρωπιστικό ρόλο στη στερητική της ελευθερίας ποινή. Τον ακούμε με αφοπλιστική ειλικρίνεια και μάλλον με βεβαιότητα να δηλώνει πως «θέλει να βοηθήσει και να κάνει καλύτερους ανθρώπους αυτούς που θέλουν ν' αλλάξουν».
Ο Aiman μέσα στις φυλακές θα γνωρίσει τον επικεφαλής των εκτελεστών, τον Rahim (Wan Hanafi Su), έναν ικανότατο δήμιο, με κανονιστική θεώρηση των πραγμάτων που αποδίδει μεγαλύτερη αξία στις αρχές ενός ανθρώπου παρά στους κανόνες της κοινωνίας. Ο Rahim δεν θα παρουσιαστεί σε κανένα σημείο αδίστακτος κι ανηλεής. Αντιθέτως οι κινήσεις του είναι καθαρά διεκπεραιωτικές και ακόμα και στην πιο ωμή σκηνή της ταινίας εμφανίζεται να ενδιαφέρεται για το ανώδυνο της διαδικασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, σε μια πλάγια παράφραση του Foucault, ο Rahim δηλώνει πως η ουτοπία της εκτέλεσης και μέγιστο δείγμα ευσπλαχνίας είναι η αφαίρεση της ζωής χωρίς να επιτρέπεις τον πόνο και την οδύνη. Γρήγορα, ανάμεσα στον Aiman και τον Rahim θα αναπτυχθεί μια αμφίδρομη σχέση εξάρτησης, με τον δεύτερο να αναλαμβάνει τον ρόλο μέντορα και καθοδηγητή του ήρωα.
Δουλειά μου είναι να βεβαιώνω τον στιγμιαίο θάνατό τους. Να είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει πόνος. Σε μερικές χώρες χρησιμοποιούν απλώς τη θηλιά. Είναι άσπλαχνο. Αφήνουν κάποιον να παλεύει για 30 λεπτά έως ότου γίνει μπλε και πεθάνει. Αλλά εδώ είμαστε άνθρωποι. Βεβαιώνουμε ότι θα είναι γρήγορο κι ανώδυνο και η ιδανική μέθοδος γι' αυτό είναι το κάταγμα μεταξύ 2ου-3ου σπονδύλου καθώς πέφτει απ' την αγχόνη. Όταν πέσει θ' ακούσεις ένα «κρακ». Αυτό ήταν. Σταματάει να κινείται. Η καρδιά σταματάει. Σταματάνε τα πάντα. Η ψυχή έχει φύγει... έτσι απλά. Το σκορ για κάτι τέτοιο; 10/10
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο όμως, το κέντρο βάρους της ιστορίας δεν είναι η θανατική ποινή. Προσπερνώντας την κάπως παρωχημένη οπτική των “Green Mile” και του εμβληματικότερου “Dead Man Walking”, η αφήγηση θα επικεντρωθεί εδώ στη σύνθεση και την αποκρυπτογράφηση του ψυχογραφήματος του Aiman και γύρω απ' αυτό θα πλέξει έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο ερωτηματικών. Ο θεατής, δίχως περιττές φλυαρίες και συναισθηματικές υπερβολές, μαθαίνει πως ο καταδικασθείς για φόνο πατέρας του Aiman, εκτελέστηκε από τον Rahim και πως τώρα ο ίδιος ο Aiman θα πρέπει να αποφασίσει για το σωστό και το λάθος της εκτέλεσης καθώς καλείται να αναλάβει καθήκοντα δημίου. Και σε εκείνο ακριβώς το σημείο συμπληρώνεται το υπαρξιακό δίλημμα του Aiman. Με την ιστορία να κινείται σε αχαρτογράφητα νερά και να μεταθέτει διαρκώς το βάρος της σε καινούργια ερωτηματικά, το φιλμ εγκλωβίζει το ενδιαφέρον του θεατή και εγείρει τις σκέψεις και τους στοχασμούς του.
Ο Junfeng Boo, όντας διορατικός και αποτελεσματικός στο έργο του, μεταχειρίζεται με εμβρίθεια σκηνοθετικές τεχνικές που αποδεικνύουν ότι γνωρίζει σε βάθος τη θεωρία που θα στηρίξει τη δομή του φιλμ. Με περίτεχνη χρήση οριζόντιων γωνιών λήψης, με επιλεκτική εστίαση στα πρόσωπα του δράματος μέσα σ' ένα ρηχό βάθος πεδίου και με ασφυκτική συμπίεση της προοπτικής, το κινηματογραφικό κάδρο του Boo συνεισφέρει τα μέγιστα στην ανάδειξη της ψυχικής έντασης των πρωταγωνιστών και κατά μία έννοια αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι του έργου που επισφραγίζει την πλοκή. Η φωτογραφία είναι σκοτεινή και ψυχρή με διάχυση του λιγοστού φωτός ενώ σημείο-κλειδί στην αφηγηματική τεχνική αποτελεί η συχνή τοποθέτηση της κάμερας πίσω από σιδερένια κάγκελα που το δίχως άλλο πανικοβάλλουν και παγιδεύουν το θεατή στα τεκταινόμενα του δράματος. Πραγματικό αριστούργημα αποτελεί η πρώτη σκηνή επαφής με το ικρίωμα του απαγχονισμού, στην οποία ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ένα υποδειγματικό τράβελινγκ για να περιστρέψει τα μάτια μας γύρω από το βάθρο της εκτέλεσης και να αναδείξει το οριακό εκείνο σημείο του θανάτου μέσα από την εναλλαγή του φωτός.
Παρά την άριστη σκηνοθετική άποψη του Boo, όμως, η ταινία αποτυγχάνει να κάνει το μεγάλο βήμα προς τα εμπρός και να διακριθεί μέσα απ' αυτό το πολύπλοκο θέμα, το οποίο καταλήγει εν τέλει να πνίγει την ιστορία κάτω από το φιλοσοφικό του βάρος. Πίσω από την υφολογική λιτότητα του έργου οι πρωταγωνιστές συχνά παραστρατούν σε συναισθηματικές κορώνες και ψυχολογικές ευκολίες που μάλλον κουράζουν τον θεατή, ενώ ο Firdaus Rahman, στο ρόλο του κεντρικού ήρωα, είναι ερμηνευτικά αδύναμος και άχρωμος και δεν κατορθώνει σε καμία περίπτωση να αποτυπώσει τις σύνθετες διαστάσεις του χαρακτήρα και να φέρει στο φως το άγχος της συναισθηματικής εμπλοκής. Η ταινία σχοινοβατεί σ' ένα δίπολο, στο οποίο από τη μία μεριά έχουμε την καταπιεστική καθημερινότητα της δουλειάς που κατατρύχει τον ήρωα και από την άλλη έχουμε τη συγκατοίκηση με την αδερφή του στην οποία εξομολογείται τους φόβους και τα διλήμματά του. Η περσόνα της αδερφής όμως μένει τελείως ανεξερεύνητη και καθίσταται μ' αυτόν τον τρόπο ένα άχαρο σεναριακό κατασκεύασμα το οποίο υπάρχει απλώς για να απευθύνεται η φωνή του Aiman. Προφανώς η ταινία έχει πολλά να πει κι άλλα τόσα να κάνει κι αυτό το καταλαβαίνουν οι θεατές. Επιχειρεί συνεχώς να σπάσει κάποιο τέλμα σιωπής γύρω από τη θανατική ποινή αλλά η κορύφωση των εντάσεων δεν θα εντυπωσιάσει σε κανένα σημείο της πλοκής και η λύτρωση που εναγωνίως περιμένουμε θα ξεφουσκώσει αμήχανα στο ζενερίκ της ταινίας, με την τελευταία σκηνή να είναι απόλυτα αναμενόμενη και ανίκανη να ικανοποιήσει τα ερωτηματικά του θεατή.
Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε; Το φιλμ ξεφεύγει σίγουρα από την πεπατημένη και με κανέναν τρόπο δεν μιμείται ταινίες ανάλογου είδους. Ο Junfeng Boo, παρότι η φιλότιμη προσπάθειά που κάνει να συγκινήσει τον θεατή δεν καρποφορεί, αρθρώνει έναν στεντόρειο λόγο σχετικά με το δίκαιο και την αντιμετώπιση του θανάτου από τους γραφειοκρατικούς θεσμούς, και με το προσωπικό του στυλ μας παραθέτει μια ταινία με αναγνωρίσιμο και σίγουρα ασύγκριτο ύφος. Αν και δεν θα καταφέρει να πληρώσει τα υπαρξιακά σας κενά, το “Apprentice” αποτελεί το δείγμα γραφής ενός ανθρώπου με δροσερή ματιά πάνω στα πράγματα που αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας πως έχει τη στόφα μεγάλου καλλιτέχνη. Μπορώ να διακρίνω λοιπόν τέσσερις βασικούς λόγους για τους οποίους πρέπει να δώσετε μια ευκαιρία στην ταινία:
1) Έχει πολύ μικρή διάρκεια και σε καμία περίπτωση δεν κουράζει.
2) Η θεματολογία της είναι διαχρονικής σημασίας και σίγουρα θα αφυπνίσει ορισμένες ευαισθησίες σας.
3) Πόσες ταινίες από τη Σιγκαπούρη έχετε δει για να μην δείτε αυτήν;
4) Αυτός ο δραστήριος και δημιουργικός τύπος, ο Junfeng Boo, με φόντα μεγάλου σκηνοθέτη, θέλει να σας αποδείξει με αυτήν του την ταινία ότι έχει την τεχνική κατάρτιση, το ταλέντο κι όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αποτελέσει τον πρωταγωνιστή των μελλοντικών κινηματογραφικών χρόνων.
Ελπίζω να έχετε μια αξέχαστη προβολή.
Apprentice, του Junfeng Boo
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο μαθητευόμενος»
Είδος: Κοινωνικό δράμα
Διάρκεια: 115'