Assassin's Creed, του Justin Kurzel
Το δίλημμα της εποχής μας, η σταδιακή επιστροφή σε παλιές σκοτεινές περιόδους της ανθρωπότητας, ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία, ο Edward Snowden και η παραβίαση κάθε είδους προσωπικών δεδομένων, η ομοσπονδιακή φυλακή στον κόλπο του Γκουαντάναμο. Φόβος και ανάγκη για ασφάλεια, βιολογικοί αυτοματισμοί της ανθρωπότητας, μαξιλαράκια ασφαλείας του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και δρόμοι επιστροφής στην εποχή της βαρβαρότητας. Γιατί τι απομένει αν θυσιάσει κανείς την ελευθερία της σκέψης του; Έτσι εκφράζει το πνεύμα των ημερών το “Assassin's Creed” και φέρνει στο μυαλό εικόνες από την πραγματικότητα τόσο καθαρές, που αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται όντως για σενάριο επιστημονικής φαντασίας ή απλώς για το κρυφό όνειρο κάθε κυβέρνησης και διαφημιστικής εταιρίας.
Αυτή είναι, όμως, και η κεντρική ιδέα των παιχνιδιών. Μία εταιρία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα βαθύτερα μυστικά της ιστορίας για να χειραγωγήσει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Ως πρόφαση προβάλλει την ασφάλεια και ως τίμημα ζητά την ελευθερία της σκέψης. Οπότε, όσο εύστοχος κι αν είναι ο παραλληλισμός, όσο αξιέπαινη κι αν είναι η κριτική της σημερινής τρομολαγνείας που αναπόφευκτα σχηματίζεται στην ταινία, αυτό είναι απλώς το κεντρικό πνεύμα των παιχνιδιών που βρήκε κουτσά-στραβά τον δρόμο του προς τη μεγάλη οθόνη. Έχοντας παίξει όλα τα παιχνίδια του “franchise” θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτό είναι αρκετό, πως αυτό που έχει σημασία είναι η ουσία μίας ιστορίας να μεταφέρεται από το ένα μέσον στο άλλο, και θα είχε δίκιο. Σε αυτό το επίπεδο, το “Assassin's Creed” είναι πετυχημένο, ενώ εξαιρετική είναι η δουλειά που έγινε στο περιβάλλον και τα οπτικά εφέ της ταινίας, που, μαζί με το πολύ «δυνατό» soundtrack, δημιουργούν άρτια τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα των παιχνιδιών.
Αλλά μεταξύ μας, υποπτεύομαι πως ακόμη κι αυτά είναι ένα ευτυχές «ατύχημα» και σε τελική ανάλυση, είναι αρκετά; Ειλικρινά, δηλαδή, ποιος θεατής σήμερα νοιάζεται για πολιτικούς και κοινωνικούς παραλληλισμούς; Ποιος ασχολείται με την πληρότητα του συναισθήματος μίας ταινίας; Αν μία ταινία κάνει που και που μπαμ και έχει εδώ κι εκεί και κάνα μπουμ και πέφτει και λίγο ξύλο βρε αδερφέ, αν το αίμα κυλάει συχνά και οι φάτσες στην οθόνη είναι γνωστές, τότε οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι. Οπότε, τι κι αν μία σύνθετη και αξιόλογη ιστορία (των παιχνιδιών) υποβιβάζεται σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με τρέιλερ για το παιχνίδι παρά με ολοκληρωμένη κινηματογραφική αφήγηση; Τι κι αν δεκάδες λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν τα γεγονότα της ταινίας (τα οποία έτσι κι αλλιώς είναι παραλλαγμένα με ανούσιο τρόπο) λείπουν από την ιστορία, και το αποτέλεσμα θα μπέρδευε όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με τα παιχνίδια; Στην τελική ποιανού του καίγεται καρφάκι για το αν οι ήρωες είναι σαν χάρτινες καρικατούρες ανθρώπων με συνολικούς διαλόγους που δεν πρέπει να ξεπερνούν τη μία σελίδα για τον καθένα τους; Σημασία έχει πως η Marion Cottillard συμμετέχει στην ταινία, είναι όμορφη και ενσαρκώνει μία «επιστήμονα» που θυμίζει κάθε άλλο ήρωα που έχει υποδυθεί ποτέ, ο Jeremy Airons παίζει τον… (εαυτό του) πατέρα της άρα η ταινία έχει και λίγο βρετανικό στυλ και ο Michael Fassbender δείχνει πολύ σκληρός, σπάζοντας σβέρκους γυμνόστηθος. Α! Είναι κι εκείνος ο μαύρος από το “Boardwalk Empire” και το “The Wire” ρε σεις… ο… δεν ξέρει κανείς πως τον λένε. Καλός ήταν, δεν λέω.
Για να καταλήξω, η ταινία ίσως και να μην αξίζει τα λεφτά που θα δώσει κανείς για το εισιτήριο. Ειδικά οι φαν των παιχνιδιών, πιστεύω πως θα την αναγνωρίσουν ως μία χαμένη ευκαιρία για μία εξαιρετική μεταφορά που δεν έγινε ποτέ. Τα λεφτά εμφανώς υπήρχαν, το καστ είναι εξαιρετικό, η προσπάθεια έγινε, αλλά το αποτέλεσμα είναι αφηγηματικά κακό, τα γεγονότα ανούσια αλλοιωμένα και η εμπειρία επιφανειακή. Ωστόσο, τα θετικά χαρακτηριστικά της ταινίας, μαζί με ένα επίπεδο στωικότητας και δεκτικότητας, μπορούν να επιτρέψουν σε οποιονδήποτε θεατή να την απολαύσει. Προκειμένου, όμως, να βιώσει κανείς τα πλεονεκτήματα αυτά, θα ήταν προτιμότερο να την παρακολουθήσει στο σινεμά. Οπότε, η επιλογή είναι του καθενός.