«Αυτοί που θα θυσίαζαν ουσιώδεις ελευθερίες για να εξασφαλίσουν λιγοστή ασφάλεια είναι ανάξιοι και των δύο». Benjamin Franklin
Αλέξανδρος Παπαγιάγκου
Μία βδομάδα κοντεύει να τελειώσει από την έναρξη του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μέχρι στιγμής η εμπειρία είναι, όπως κάθε χρόνο, ενδιαφέρουσα και πλούσια. Ας εστιάσουμε, όμως, σε κάποια από τα σημαντικότερα σημεία των προβολών που μέχρι στιγμής παρακολουθήσαμε, καθώς και σε ό,τι έχουν αυτά να μας πουν. Όταν κάποιος για καιρό παρακολουθεί τον συμβατικό κινηματογράφο των multiplex αιθουσών, μπορεί ασυναίσθητα να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να πιστεύει πως όλα όσα βλέπει είναι και τα ουσιαστικά όρια της τέχνης. Ένα φεστιβάλ, όμως, όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, προσφέρει μία ανεκτίμητη επαφή με τις νέες γενιές δημιουργών που μπορεί πραγματικά να ανανεώσει το σινεφίλ κοινό ώστε να αναθεωρήσει την αντίληψή του σχετικά με την τέχνη του κινηματογράφου.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το φετινό φεστιβάλ για μένα: κρύο, πρωινό ημίφως, κίνηση στους δρόμους και παραλίγο να χάσω και την προβολή. Όμως από την πρώτη κιόλας ταινία, το 57o Φεστιβάλ Κινηματογράφου μου χάρισε μία αξέχαστη εμπειρία.
Δεν είμαι σίγουρος αν ο Ben Affleck άρεσε γενικά ως Batman (προσωπική άποψη: φοβερός!), αλλά σίγουρα είναι θαυμάσιος ως Christian Wolf στο ″The Accountant″. Οι επιλογές ρόλων του Affleck ήταν πάντα δυνατές, αλλά ο ίδιος κουβαλάει έναν αέρα φυσιολογικότητας που σε κάνει να τον νιώθεις πιο πολύ σαν φιλαράκι σου παρά σαν έναν χαρακτήρα στην οθόνη. Τα τελευταία χρόνια, το στυλ του ηθοποιού, ενώ δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά, έχει ωριμάσει και λειτουργεί πλέον υπέρ του. Στο ″The Accountant″, ο Affleck παίζει το πνευματικό παιδί των διασημότερων ρόλων του κολλητού του (Matt Damon): μία αυτιστική μαθηματική ιδιοφυία, που χειρίζεται αριθμούς όσο εύκολα σπάει κόκκαλα, πραγματικά ένα κράμα του Good Will Hunting με τον Jason Bourne (με μία σταγόνα Rain Man).
Ο Μπαράκ Ομπάμα είναι σαν κάθε διανοούμενο ψιλοαριστερίζοντα φίλο σου: χαλαρός και συνάμα δυναμικός, από φτωχή οικογένεια αλλά με μεγάλα όνειρα, πολιτικά προβληματισμένος αλλά και η καλύτερη παρέα για μία χίπστερ βόλτα στην πόλη. Η Μισέλ Ομπάμα αποτελεί την πεμπτουσία της ιδανικής γυναίκας στη Δύση: δυναμική, έξυπνη, μορφωμένη, όμορφη και ταλαιπωρημένη από τις δυσκολίες ενός ανδροκρατούμενου κόσμου. Και οι δύο είναι καθημερινοί άνθρωποι, μεγάλωσαν σαν εμάς, είχαν παρόμοια προβλήματα με τα δικά μας. Η γνωριμία των Ομπάμα θυμίζει τη δική σου γνωριμία με το έτερόν σου ήμισυ. Δεν είχαν το τέλειο ειδύλλιο, δεν είχαν το ιδανικό πρώτο ραντεβού και χρειάστηκε να προσπαθήσουν για τη σχέση τους και τη μεταξύ τους επικοινωνία, θυμίζοντας δηλαδή το χρονικό των δικών σου σχέσεων.
Εάν ξεκινούσα από τα βασικά στοιχεία που επηρέασαν την κινηματογραφική εμπειρία μου, θα τόνιζα αρχικά πως αγαπώ τον Tim Burton. Σίγουρα, δεν είναι ένας σταθερός καλλιτέχνης και συχνά μοιάζει να λυγίζει κάτω από το αισθητικό βάρος του οράματός του, αλλά είναι ένας από τους εμβληματικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.
Οι προσδοκίες που έχει ο καθένας μας για μία ιστορία παίζουν καταλυτικό ρόλο στο πόσο θα μπορέσει να την απολαύσει. Καλώς ή κακώς, όταν ο Antoine Fuqua στριμώχνει στην ίδια οθόνη τους Denzel Washington, Ethan Hawke, Chris Pratt, Vincent D' Onofrio, Peter Sarsgaard και Luke Grimes, για να μεταφέρουν ένα remake των θρυλικών «Επτά Σαμουράι» (Shichinin no Samurai) του Kurosawa και του αξέχαστου “The Magnificent Seven” (1960) του Sturges, οι προσδοκίες τείνουν να είναι εξαιρετικά υψηλές. Δυστυχώς όμως, όπως συνηθίζουν να λένε στην Αμερική, “the bigger they are, the harder they fall”. Προς αποφυγήν αφορισμών, βέβαια, η ταινία είχε τις καλές στιγμές της και δεν θα τις παραλείψουμε.
Απελπισία, παραλογισμός και ανούσια σφαγή. Αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία ενός πεδίου μάχης, και είναι αρκετά για να οδηγήσουν τον οποιονδήποτε στην τρέλα ή τη φυγή. Τον Newton Knight τον οδηγούν στην απόφαση πως η αυτοθυσία, για χάρη της περιουσίας των πλουσίων, δεν τον εκφράζει πλέον. Επιστρέφει λοιπόν στην οικογένειά του, απλά και μόνο για να ανακαλύψει πως ο πόλεμος δεν έχει αφήσει ανέγγιχτους ούτε τους φτωχούς αγρότες του χωριού του, οι οποίοι λιμοκτονούν και σφαγιάζονται, ώστε οι πλούσιοι γαιοκτήμονες να διατηρούν τόσο τον πλούτο τους όσο και τον άνετο τρόπο ζωής τους. Κάπως έτσι, ένας απλός άνθρωπος, πρακτικός και έξυπνος, με την «ατυχία» να μην είναι ούτε ρατσιστής ούτε εθνικιστής σε τόπο και χρόνο που βρίθουν κι από τα δύο, ωθείται σε επαναστατικές, «ουτοπικές», ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, επιδιώξεις, για λόγους, όμως, πέρα για πέρα πρακτικούς και «προσγειωμένους».
Θυμάστε τον Jason Bourne; Εκείνη την baby-face, ψυχρή, υπολογιστική, άρτια εκπαιδευμένη μηχανή θανάτου που απέκτησε συνείδηση μετά από την αμνησία και έφερνε τα πάνω-κάτω στις πρώτες ταινίες; Ε, απουσιάζει από την καινούργια προσθήκη του Franchise η οποία μυστηριωδώς ονομάζεται “Jason Bourne”.
Δευτέρα, 30 Ιουλίου του 2007. Η ώρα είναι περίπου 05.00 και ο ήλιος ανατέλλει πάνω από το νησί Fårö. Απόψε, οι σκληροί βαλτικοί άνεμοι παίρνουν μαζί τους έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της έβδομης τέχνης. Ο Ingmar Bergman πεθαίνει στα 89 του χρόνια στον ύπνο του και ο καλλιτεχνικός κόσμος θρηνεί ανά την υφήλιο για μία χαμένη ιδιοφυΐα.