Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1955, μεταξύ των πολύβουων δρόμων της Νέας Υόρκης και μίας παραδοσιακής αγροτικής φάρμας, κάπου στην πολιτεία της Ιντιάνα. Βρισκόμαστε ενώπιον δύο ανθρώπων που συναισθάνονται πως αγγίζουν τη σπουδαιότητα, αλλά δεν μπορούν ακόμη να την αρπάξουν, να την κάνουν ολόδική τους. Βρισκόμαστε απέναντι σε μία στιγμή που διαφέρει από τις υπόλοιπες στιγμές, γιατί είναι έτοιμη να γίνει από κάμπια πεταλούδα, να μεταμορφωθεί σε Ιστορία. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου παγώνει ο χρόνος και μετατρέπεται σε αθανασία. Βρισκόμαστε ένα κλικ πριν από το μεγαλείο. Κυριολεκτικά ένα κλικ ή τέλος πάντων, ίσως λίγα περισσότερα, αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα ακριβώς με το όνομά τους.
Aureliano Buendia
Μία λάμπα φωτίζει αχνά ένα δωμάτιο. Αδυνατούμε να το διακρίνουμε ολόκληρο, προσανατολιζόμαστε αμυδρά. Παρατηρούμε σχολαστικά τα διάφορα αντικείμενα και καθώς η κάμερα μετατοπίζεται προς τα δεξιά, μας αποκαλύπτεται η παρουσία δύο ανθρώπων. Αρχικά, ενός άνδρα και έπειτα, μίας γυναίκας. Η σιωπή μεταξύ τους μοιάζει ατελείωτη. Η αναμονή να συμβεί το οτιδήποτε, βασανιστική. Η πρώτη ουσιαστική κίνηση της γυναίκας είναι να πειραματιστεί με τη θέση μίας κορνίζας. Αμέσως μετά, θα μετακινήσει κάποια από τα αντικείμενα του δωματίου.
Το 1939, στις παρυφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το παρισινό κοινό μάλλον αντικρίζει έντρομο το καθρεφτισμένο είδωλο του στο πανί. Αυτό μιας διεφθαρμένης, αμοραλιστικής κοινωνίας που βαδίζει με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή, με αποτέλεσμα να λογοκριθεί η ταινία ως «υποσκάπτουσα την ηθική». Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, η αυθεντική μορφή της επιτέλους ανασυντίθεται και μία από τις ταινίες – σταθμούς στην ιστορία του κινηματογράφου στρογγυλοκάθεται στον θρόνο της.
«We are infinite!”
Πιάνοντας το νήμα ακριβώς από εκεί που το αφήσαμε, θα εστιάσουμε στην υπόθεση που κόστισε στον Καζάν πολλούς φίλους και μπόλικη από την υστεροφημία του.
Ο Ελία Καζάν (Ηλίας Καζαντζόγλου) γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1909 στην ελληνική συνοικία του Φαναριού στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αμερική. Αφότου φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γέιλ, ο Καζάν γίνεται το 1932 μέλος του θιάσου «Group Theater», ο οποίος ανέβαζε θεατρικά έργα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού. Μετά από μία σύντομη θητεία στην ηθοποιία, ο Καζάν στρέφεται στη θεατρική σκηνοθεσία. Το πρώτο μεγάλο του σουξέ έρχεται το 1942, με το έργο του Θόρντον Γουάιλντερ «Το δέρμα των δοντιών μας».
Ογδόντα, παρά κάτι μήνες. Αυτή είναι η ηλικία του Γούντι Άλεν, ο οποίος θα σβήσει 80 κεράκια στην τούρτα την πρώτη του προσεχούς Δεκέμβρη. Σαράντα έξι. Αυτός είναι ο αριθμός των ταινιών που έχει σκηνοθετήσει ο λατρεμένος φοβικός μας διοπτροφόρος. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ο Γούντι σκηνοθετεί με ρυθμούς μυδραλιοβόλου, φοβούμενος, όπως έχει ξεκάθαρα παραδεχτεί, μήπως τον προλάβει ο θάνατος. H σκηνοθεσία ταινιών δεν είναι ούτε το επάγγελμα ούτε το πάθος του. Είναι μια βιολογική ανάγκη. Στο Irrational Man, ο Γούντι επιστρέφει στο θέμα της σύλληψης και εκτέλεσης του τέλειου φόνου, το οποίο τον απασχόλησε δεόντως τρεις φορές στο παρελθόν: α) στο παραγνωρισμένο του διαμαντάκι, Crimes and Misdemeanors, β) στην ίσως τελευταία «μεγάλη» του ταινία, το Match Point και γ) στο μάλλον μέτριο Cassandra’s Dream. Η πράξη του φόνου λοιπόν στο μικροσκόπιο, ως αφορμή για ένα διάλογο με ευρύτερο πεδίο.
Ο Χουάν Ρούλφο γεννήθηκε το 1917 στην επαρχία Χαλίσκο του Μεξικό και μέχρι να φτάσει στην ηλικία των δέκα ετών, είχε προλάβει να ορφανέψει και από τους δύο του γονείς. Το 1953, εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του «Ο κάμπος στις φλόγες», η οποία γίνεται δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό και δύο χρόνια αργότερα, έρχεται η απόλυτη αναγνώριση με την έκδοση του «Πέδρο Πάραμο». Σε αυτό περίπου το σημείο, θα αναρωτιέστε μάλλον, αν η συνέχεια υπήρξε αναλόγως λαμπρή ή αν εν τέλει ο Ρούλφο δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που γέννησε η ξαφνική αυτή επιτυχία. Η απάντηση είναι πως τίποτα από αυτά τα δύο δεν συνέβη.
Μετά τον τεράστιο ντόρο που ξεσήκωσε το Gone Girl, ήταν μάλλον αναμενόμενο πως η επόμενη ταινία που θα βασιζόταν σε μυθιστόρημα της Τζίλιαν Φλιν θα είχε το όνομά της ως βασικό της διαφημιστικό ατού. Ακόμη όμως κι όταν τα υλικά είναι γευστικά, αν ο μάγειρας είναι μέτριος, το πιάτο θα βγει άνοστο. Όπως δηλαδή συνέβη και στην περίπτωση του Dark Places (που προηγήθηκε λογοτεχνικά του Gone Girl, όντας το δεύτερο χρονολογικά μυθιστόρημα της Φλιν), το οποίο κλήθηκε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όχι ένας Ντέιβιντ Φίντσερ, αλλά ο, μάλλον νερόβραστος, Ζιλ Πακέ Μπρενέρ, ο οποίος κατέληξε δυστυχώς να αφήσει στην άκρη το ψαχνό και να κρατήσει μόνο τη φλούδα.
Το 2010, ο Μάικλ Γουίντερμποτομ είχε αφήσει τους Βρετανούς κωμικούς Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον να σολάρουν ανεξέλεγκτα, σε ένα ταξίδι γευσιγνωσίας στη Βόρεια Αγγλία. Με πρόσχημα μια γαστρονομική αποστολή που τους ανατέθηκε από τον Observer (η κυριακάτικη έκδοση του Guardian και συγχρόνως, η παλαιότερη κυριακάτικη εφημερίδα του κόσμου!), οι δύο αυτοί ξεκαρδιστικοί τύποι υποδύθηκαν στην ουσία τους εαυτούς τους, περιδιάβηκαν την αγγλική επαρχία, έφαγαν σε μπόλικα εστιατόρια, έκαναν μιμήσεις διάσημων ηθοποιών και γενικά αμπελοφιλοσόφησαν μέχρι τελικής πτώσης, σε ένα απολαυστικό αυτοσχεδιαστικό κινηματογραφικό πείραμα. Μετά την τεράστια επιτυχία του The Trip και τη μετεξέλιξή του σε σειρά έξι επεισοδίων για το BBC, ήρθε η ώρα για το αναμενόμενο σίκουελ, το οποίο αποκτά μεσογειακή γεύση.