Αλγερία, 1954, στις απαρχές της αντί-αποικιοκρατικής επανάστασης. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα παίρνουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για τον κόσμο της ταινίας. Μια γη σκληρή, γεμάτη πέτρα και χώμα που ρουφάει τάχιστα το αίμα που χύνεται ανεξέλεγκτα. Με ένα τραχύ φως που την ομορφαίνει, χωρίς ποτέ να την κάνει φωτεινή. Ένα ύφος λιτό κι απέριττο, βυθισμένο στο ημίφως ή στο μισοσκόταδο, ανάλογα με την οπτική και τη διάθεση της στιγμής. Δύο άνδρες που ξεκινούν ένα παράξενο ταξίδι.
Aureliano Buendia
Οι ταινίες του Ούλριχ Ζάιντλ αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης στο Φεστιβάλ που μόλις τελείωσε. Ο εκκεντρικός και ταλαντούχος Αυστριακός σκηνοθέτης μίλησε στο cinedogs.gr.
Ο Αυστριακός σκηνοθέτης Ούλριχ Ζάιντλ δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση σκηνοθέτη. Είναι μια περίπτωση τραχιά και σκληρή, που γδέρνει όλα τα ενστικτώδη αντανακλαστικά του θεατή. Τη ροπή μας για «φυσιολογικότητα». Την απροθυμία μας για παρεκκλίσεις. Την υποδόρια ανάγκη μας για ένα θέαμα που κινείται εντός προκαθορισμένων ορίων. Για εκπλήξεις που δεν είναι ποτέ ολότελα αιφνιδιαστικές, για παραδοξότητες που είναι εν τέλει διαχειρίσιμες, για σοκ που είναι ελεγχόμενα.
Κάποιες ταινίες τις ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά. Ή τουλάχιστον, τις ερωτεύομαι εγώ με την πρώτη ματιά. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί στην προηγούμενη ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, το The Master. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθ’ όπως λένε, και τα πρώτα λεπτά του Inherent Vice είναι σκέτος έρωτας.
Ο Τζιμ Τόμσον γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1906 σε μια κωμόπολη της Οκλαχόμα και πέθανε στις 7 Απριλίου 1977, στο Λος Άντζελες, χτυπημένος από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων. Ο χρόνιος και βαρβάτος αλκοολισμός είχε κλονίσει από νεαρή ηλικία την υγεία του, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του υπέφερε από ισχυρούς νευρικούς κλονισμούς. Ο Τόμσον αποχαιρέτισε τον μάταιο τούτο κόσμο σε καθεστώς πλήρους αφάνειας, παρά το ότι είχε συγγράψει περισσότερα από 30 μυθιστορήματα. Παράλληλα, είχε επιδείξει αξιοσημείωτη δραστηριότητα στον χώρο του σινεμά, υπογράφοντας τα σενάρια των ταινιών του Στάνλεϊ Κούμπρικ, “The Killing” και “Paths of Glory”. Επιπλέον, ορισμένα βιβλία του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως το “The Getaway” (από τον Σαμ Πέκινπα), το “The Grifters” (από τον Στίβεν Φρίαρς), αλλά και το “The Killer Inside Me” (δις, από τους Μπαρτ Κένεντι και Μάικλ Γουιντερμπότομ), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.
Εναρκτήρια πλάνα μαγευτικής φυσικής ομορφιάς. Αδάμαστης απέναντι στις ανθρώπινες ορέξεις, ανθεκτικής στο πέρασμα του χρόνου. Με σφήνες από κατάλοιπα θανάτου. Παρατημένες βάρκες που λιμνάζουν και βαλτώνουν. Το κουφάρι ενός κήτους που έχει ξεβραστεί στην ακτή. Μία αύρα κάπως μυστικιστική. Κάτι αδιόρατο και πανίσχυρο που υπήρχε από τη χαραυγή του χρόνου και έχει ως μόνη αποστολή να καταδυναστεύσει. Η μοίρα του ανθρώπου μοιάζει αναπόδραστη. Εν τέλει, αργά ή γρήγορα, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, θα υποκύψει. Ένα φαύλος κύκλος, από τον οποίο δεν μπορούμε να ξεμπλέξουμε. Ναι, είναι μάλλον απαραίτητο να είσαι ένας σκηνοθέτης του διαμετρήματος του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ για να μην πέσεις στην παγίδα ενός μονόπατου μανιφέστο ντετερμινισμού. Ο Ζβιάγκιντσεφ φτιάχνει μια ταινία ανάλογη του δικού του καλλιτεχνικού βεληνεκούς. Μία ταινία ογκώδη και πελώρια που σκοτεινιάζει τον ουρανό του θεατή. Τον καταπίνει και τον ξερνοβολά μουδιασμένο και αμήχανο.
El Club (The Club), του Πάμπλο Λαραΐν / Knight of Cups, του Τέρενς Μάλικ / Meurtre à Pacot (Murder in Pacot), του Ραούλ Πεκ / Dyke Hard, της Μπίτε Άντερσον… στη Berlinale 2015
45 Years, του Άντριου Χέι / Journal d’une Femme de Chambre (Diary of a Chambermaid), του Μπενουά Ζακό / The Queen of the Desert, του Βέρνερ Χέρτσογκ / Nobody Wants the Night (Nadie Quiere la Noche), της Ισαμπέλ Κοϊσέτ / Love and Mercy, του Μπιλ Πόλαντ… στη Berlinale 2015
Μία επικείμενη θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεϊ. Η πρεμιέρα πλησιάζει απειλητικά. Βρυχάται, είναι αιμοβόρα, και απειλεί το εύθραυστο ψυχισμό όλων των εμπλεκόμενων. Ένας πρώην χολιγουντιανός σταρ που άφησε τη φήμη και τα λεφτά του να «πετάξουν» και τώρα πασχίζει να βρει την προσωπική εξιλέωση. Θέλει να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ του κουλτουριάρικου νεοϋορκέζικου θεάτρου και να ξαναβαφτιστεί. Επιζητά την ποιότητα, την αναγνώριση, την αποδοχή. Την πλάνη της καλλιτεχνικής αθανασίας. Μετατρέπει αυτή την παράσταση σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Οι εμμονές μας έχουν πάντα την τάση να διαστέλλονται, συστέλλοντας ταυτόχρονα όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ο οποίος ξάφνου μας φαίνεται μια ανούσια μινιατούρα.
Ο Καζούο Ισιγκούρο γεννήθηκε στη μαρτυρική πόλη του Ναγκασάκι στις 8 Νοεμβρίου του 1954 και μετακόμισε, μαζί με την οικογένειά του, στην Αγγλία, σε ηλικία έξι ετών. Μεγαλωμένος με ιαπωνική ανατροφή, σε ένα σπίτι όπου μιλιόταν η ιαπωνική γλώσσα, αλλά ζώντας σε αγγλικό έδαφος, ο Ισιγκούρο άντλησε στοιχεία από αμφότερες τις κουλτούρες με τις οποίες συναναστράφηκε. Πραγματοποίησε το συγγραφικό του ντεμπούτο το 1982, με το “A Pale View of Hills” και επτά χρόνια αργότερα, τιμήθηκε με το βραβείο Booker για το καταπληκτικό «Τα απομεινάρια μιας μέρας», το οποίο και θα μας απασχολήσει εν προκειμένω.