Η αλήθεια είναι πως πριν αποφασίσω να γράψω λίγα λόγια για τη«Σύγχρονη Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Ποίησης», μια συλλογή προτύπων ποιημάτων από πρωτοεμφανιζόμενους ως επί το πλείστον ποιητές, στην οποία πρόσθεσα κι εγώ την προσωπική μου σφραγίδα με δύο ποιήματά μου: την «Μοναξιά του Ποιητή» (2013) και τα «Ανείπωτα Λόγια» (2014), ανέμενα τη δημόσια εμφάνιση του έργου αυτού στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Και τούτο περισσότερο γιατί επιθυμούσα αυτά τα οποία γράφω να καθρεφτιστούν στα μάτια των αναγνωστών μέσα από τις σελίδες της Ανθολογίας και να μετουσιωθούν σε σκέψεις, μνήμες και εικόνες, καθεμιά από τις οποίες θα κουβαλά μια δική της μοναδική ιστορία που θα μπήξει τα νύχια της αργά, μα σταθερά και αδιάκοπα στην πένα του ανθρώπου εκείνου που τολμώντας να λάβει τον ιερό τίτλο του Ποιητή θέλησε να ποτίσει τη δίψα τους με μελάνι, το ίδιο αυτό μελάνι με το οποίο ραντίστηκε κάθε λέξη των ποιημάτων του.