«Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν βαριέσαι. Αφθονεί. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι ήρεμος. Αυτή είναι η καλύτερη λογοτεχνία, νομίζω εγώ. Υπάρχει επίσης μια λογοτεχνία για όταν είσαι θλιμμένος. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι χαρούμενος. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν διψάς για γνώση. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι απελπισμένος. Αυτή την τελευταία θέλησαν να κάνουν ο Ουλίσες Λίμα και ο Μπελάνο».
Έλενα Γκιβίση
Βράδυ περασμένης Παρασκευής καταλήγω στα μπουζούκια. Μην ρωτήσετε γιατί. Λίγο τα πολλά ποτά που είχα πιεί, λίγο κι η υπόλοιπη παρέα που ψήθηκε, λίγο και η ξαφνική μου διάθεση να παρακμάσω, να μην σας τα πολυλογώ… Εμπρός καλή μου παραλιακή… Ως εκ τούτου σκέφτηκα να συνδυάσω και λίγο το τερπνόν μετά του ωφελίμου και να σας μεταφέρω το στυλιστικό κλίμα των μπουζουκιών, πρώτον γιατί οι δαιμόνιοι ρεπόρτερ δεν κοιμούνται ποτέ και δεύτερον ντάξει, πόση ώρα να αντέξεις να παρακμάζεις χωρίς έστω ένα διανοητικό διάλειμμα…
Περπατάω στο δρόμο φανερά προβληματισμένη: τι να γράψω αυτό το μήνα για τη μόδα, κάτι που να έχει και μια νότα άνοιξης… Σταματάω, δίχως ίχνος έμπνευσης, να πάρω τσιγάρα και με την άκρη του ματιού μου βλέπω εξ αριστερών μου ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό στα χρώματα του ουράνιου τόξου, γυρνάω ξαφνιασμένη και αντικρίζω ένα φωσφοριζέ πλήθος περιοδικών μόδας. Αυτό είναι, σκέφτομαι! Τι καλύτερο από μία ομαλή προσγείωση από την σανελική Ντωβίλ στη σύγχρονη ελληνική αντίληψη περί μόδας. Διαλέγω μία υπερπολυτελή συλλεκτική έκδοση πασίγνωστου περιοδικού και σκέφτομαι πως αν μη τι άλλο, οι πιο έμπειροι από μένα συνάδελφοι συντάκτες μόδας, δεν μπορεί, κάτι παραπάνω θα ξέρουν…
«Είναι μια πολιτεία που τη ζώνει από παντού νερό, με υδάτινα περάσματα αντί για δρόμους και αδιάβατα απ’ τη λάσπη σοκάκια που μόνο οι αρουραίοι μπορούν και διασχίζουν. Αν χάσεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, μπορεί να βρεθείς αντιμέτωπος με εκατό μάτια που φυλάνε ένα ερειπωμένο μέγαρο γεμάτο σακιά και κόκαλα. Αν βρεις το δρόμο σου, και δεν είναι δύσκολο, ίσως και να συναντήσεις μια γριά σε ένα κατώφλι. Θα σου πει τη μοίρα κοιτάζοντας μόνο το πρόσωπο σου».
Πριν από περίπου τρία χρόνια, βρέθηκα για μία σύντομη πρωινή εκδρομή στην Ντωβίλ, μια παραλιακή πόλη στα βόρεια της Γαλλίας, στην οποία η πασίγνωστη Κοκό Σανέλ είχε ανοίξει και διατηρούσε το πρώτο της κατάστημα ρούχων. Αυτή ήταν και η μοναδική ιστορική πληροφορία που γνώριζα για την πόλη, όποτε πήγα εκεί απείρως προκατειλημμένη πως θα ανακαλύψω «το στίγμα»-το αποτύπωμα της θρυλικής Σανέλ στην κουλτούρα της πόλης.
Δεν μπορεί να γράψει κανείς για τον Φλωμπέρ μέσα σε δυο τρεις παραγράφους… μόνο νύξεις μπορεί να κάνει. Νύξεις, οι οποίες και πάλι θα είναι ανεπαρκείς μπροστά στο πλήθος των υπαινιγμών του δημιουργού, ίσως και ανακριβείς μπροστά στο πλήθος των ερμηνειών που οι υπαινιγμοί του επιδέχονται.
To contre-temps είναι μουσικός όρος. Σύμφωνα με την ακριβή του, ωστόσο, σημασία στα γαλλικά σημαίνει «ενάντια στον χρόνο». Το ομώνυμο μυθιστόρημα της Μιμίκας Κρανάκη “Contre-Temps”, συνδυάζει και τις δύο έννοιες της φράσης, και την τεχνική και την ψυχολογική.
Ο Μπορίς Βιάν είχε πολλές ιδιότητες. Μηχανικός, μουσικός, μεταφραστής, χρονικογράφος, μυθιστοριογράφος, και άλλες ακόμα. Γνωστός κυρίως, ως ο συνθέτης του πασίγνωστου αντιμιλιταριστικού άσματος «Λιποτάκτης», φέρει θα έλεγε κανείς, ακριβώς αυτήν την ιδιότητα. Το έργο του και η γραφή του αποτελούν μια λιποταξία. Λιποταξία ιδίως από το βεβαρυμμένο κλίμα των καιρών του, τους κύκλους βαρέων διανοούμενων όπου σύχναζε, και από την εύθραυστη υγεία του, λόγω του χρόνιου καρδιακού νοσήματος, που κουβαλούσε από παιδί.